Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Τσακωνική διάλεκτος

1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής της διαλέκτου

Η τσακωνική μιλιέται στην Τσακωνιά, περιοχή της επαρχίας Κυνουρίας στον νομό Αρκαδίας της Πελοποννήσου, η οποία εκτείνεται από το ακρωτήριο Λεωνίδιο στον νότο ως τον Άγιο Ανδρέα στον βορρά. Η ιδιαίτερη αυτή γεωγραφική ποικιλία της ελληνικής απαντά κυρίως σε εννέα χωριά της παραπάνω περιοχής: Λεωνίδιο, Πραματευτή, Μέλανα, Σαπουνακέικα, Τυρός (στον νότο) και Πραστός, Καστάνιτσα, Σίταινα, Άγιος Ανδρέας (στον βορρά). Διακρίνεται, λοιπόν, σε βόρεια τσακωνική και σε νότια, η οποία έχει και τους περισσότερους ομιλητές, συνιστώντας το κατεξοχήν τσακωνικό ιδίωμα, την «πρωτοτυπική», ας πούμε, αντίληψη του όρου τσακωνική (βλ. και Χαραλαμπόπουλο 1980, 3). Αναγνωρίζεται, ωστόσο, και μια τρίτη κατηγορία, παραλλαγή της τσακωνικής διαλέκτου, τα λεγόμενα τσακώνικα της Προποντίδας. Αυτά χρησιμοποιούνταν ως τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής στα χωριά Βάτκα και Χαβουτσί, στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας. Όταν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες από τις περιοχές αυτές, εγκαταστάθηκαν στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και στο Χιονάτο του νομού Καστοριάς (βλ. και Κωστάκη 1951).

Χάρτης Τσακωνιάς
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1986. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. 1ος τόμ. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Η τσακωνική αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις νεοελληνικής διαλέκτου, καθώς εμφανίζει τόσο εντυπωσιακές διαφορές από την κοινή νεοελληνική και από τις υπόλοιπες διαλέκτους, ώστε ηχεί για αρκετούς μη φυσικούς ομιλητές της ως ένα είδος σχεδόν «εξωτικής» γλώσσας (βλ. και Τζιτζιλή 2000,15), μη κατανοητής σε μεγάλο βαθμό. Λόγω αυτών ακριβώς των μεγάλων «αποκλίσεων» από την κοινή νεοελληνική θεωρείται και ως κατεξοχήν διάλεκτος της ελληνικής (μαζί με την ποντιακή και τις καππαδοκικές) και όχι ιδίωμα, βλ. Κοντοσόπουλο 2000, 3). Χαρακτηρίζεται, επίσης, ως αρχαιοπρεπής: κάτι που έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα, αφού η τσακωνική -σε αντίθεση με τις άλλες διαλέκτους- δεν προέρχεται από την ελληνιστική κοινή, αλλά θεωρείται ότι κατάγεται απευθείας από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας. Εξωγλωσσικοί παράγοντες, με κύριο αυτόν της απομόνωσης της Τσακωνιάς για αιώνες, εξαιτίας βέβαια της μορφολογίας του εδάφους της, κράτησαν την τοπική γλώσσα της κλειστής αυτής κοινωνίας σχεδόν απαράλλαχτη και υπό τις επιρροές της λακωνικής. Μόνο από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και σταδιακά, η εξέλιξη των συγκοινωνιών κυρίως -και γενικότερα της τεχνολογίας- κατέστησαν την περιοχή προσβάσιμη (συνδέοντας και μεταξύ τους τα χωριά της Τσακωνιάς), με συνέπειες σε μια σειρά από τομείς, ανάμεσά τους, βέβαια, και στη γλώσσα (βλ.παρακάτω, σύγχρονη κοινωνιογλωσσολογικιή κατάσταση).

2. Κύρια χαρακτηριστικά της διαλέκτου

2.1. Φωνητική-φωνολογία

α. Φωνήεντα: Απόθεμα και φωνηεντικές τροπές

Η τσακωνική έχει τα ίδια φωνήεντα με την κοινή νεοελληνική [a e i o u]. Ωστόσο, παρατηρούνται στην πρώτη φωνητικά φαινόμενα που τη διαφοροποιούν σαφώς από τη δεύτερη -τα οποία σε σημαντικό βαθμό κατάγονται από την αρχαία δωρική. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε τα παρακάτω:
  • Διατηρείται το αρχαίο δωρικό [a] , το οποίο μάλιστα επεκτείνεται και σε νεότερες λέξεις: α μάτη (< μάτηρ 'η μητέρα'), ταν τζουρακά ('την Κυριακή')
  • Στένωση του ε [e] σε [i] πριν από τα οπίσθια φωνήεντα α, ο, ου [a o u] (φαινόμενο μάλλον φωνητικό, καθώς η στένωση δεν ισχύει μόνο σε καταλήξεις θηλυκών ουσιαστικών, π.χ. συκ-ία < συκ-έα, αλλά και σε άλλα ουσιαστικά, π.χ. το κρία < το κρέας -βλ. Μηνά 2004, 536-7).
  • Διατηρείται η αρχαία προφορά του υ ως [u ] <ου> (π.χ. γουναίκα ' γυναίκα'), ή η μεταγενέστερη προφορά του υ ως ημιφώνου (ιού) [i̯u ] μετά από πίσω σύμφωνα, π.χ. λιούκο 'λύκος', νιούτα 'νύχτα'). Η προφορά του υ ως [u] εμφανίζεται μετά από χειλικά ή ουρανικά, ενώ έχει τεθεί ως υπόθεση ότι η μεταγενέστερη προφορά [i̯u] εμφανίζεται συνήθως μετά από τα υπερωικά [k ɣ x], το λ [l], το ν [n], το σ [s], δηλαδή μετά από σύμφωνα που μπορούν να ουρανωθούν (Μηνάς 2004, 535).
  • Στένωση του ω > ου [AE ɔː] > [u] μέσα στη λέξη π.χ. γρούσσα < γλώσσα, ούρα < ώρα.
  • Αναπτύξεις φωνηέντων: π.χ. ο ναύτης > ο αναύτα, όπου το α είναι προθετικό, ή αναπτύξεις συνοδιτών φθόγγων:[a] (π.χ. χαλβάς > χαλαβά), [i] (π.χ. καπινέ<καπνός), [o] (π.χ. κωλοτσία < κλοτσιά) και [u] (π.χ. αβουγό < αβγό).
  • Αποβολές φωνηέντων σε αρχική θέση, π.χ. μυγδαλία < αμυγδαλέα, ή μέσα στη λέξη -π.χ. έρημος > έρμο.

β. Σύμφωνα: Απόθεμα και συμφωνικές τροπές

Ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην τσακωνική και στις άλλες ποικιλίες της νεοελληνικής εντοπίζονται στα σύμφωνα.
  • Εμφανίζονται σύμφωνα που δεν υπάρχουν στην ΚΝΕ, όπως οι δασείς κλειστοί φθόγγοι κ', π', τσ', ένα σ πιο λεπτό στο συμφωνικό σύμπλεγμα τσ και δασέα συριστικά. Παρατηρείται, επίσης, ένα παχύ ηχηρό ζ̌̌ [ǯ] (από τροπή του ρ), π.χ. ζ̌̌άτσι 'ρυάκι'.
  • Τα λ και ν προφέρονται ως ουρανικά, όταν ακολουθεί ι που προέρχεται από παλαιότερο ε ή αι, π.χ. αμυγδαλέα > μυγδαλία, ελαία> ελία.
  • Το γ τρέπεται σε ζ (π.χ. εζού < εγώ, μούζα < μύγα).
  • Τσιτακισμός: Το κ [k] τρέπεται σε τσ̌ [t∫] μπροστά από ε και ι, π.χ., τσ̌ερέ < καιρός, τσ̌ίπο < κήπος
  • Ρωτακισμός, δηλαδή τροπή σ > ρ σε τελική θέση, π.χ. π'ούρ έσι 'πώς είσαι', τσούνερ έσι 'τίνος είσαι'∙ επίσης τροπή θ > σ, π.χ. σουλάτσι < θυλάκιον , σουζίδα < θυρίδα >, σάτη < θυγάτηρ >). Τα φαινόμενα αυτά συνιστούν δωρισμούς.
  • Οι τύποι των άρθρων που αρχίζουν με τ το τρέπουν σε d (ηχηροποίηση) από επιρροή ονοματικών και ρηματικών τύπων που τελειώνουν σε και προηγούνται του άρθρου (π.χ. doυν: των).
  • Αποβολέςσυμφώνων: π.χ. μεταξύ άλλων, με εξαίρεση την Καστάνιτσα και τη Σίταινα, το λ αποβάλλεται σε μεσοφωνηεντική θέση, πριν από οπίσθιο φωνήεν (α, ο, ου -π.χ. αι < λάδι, θέου < θέλω), ενώ κάποτε πριν από τα οπίσθια φωνήεντα εξελίσσεται σε ο και πιο συχνά σε ου (αβοάκι < αυλάκι, άβουα < άλλα).
  • Αφομοίωση του σ με το σύμφωνο που ακολουθεί (π.χ. ακκόρ < ασκός), φαινόμενο που έχει υποστηριχθεί ότι είναι δωρικής καταγωγής (Μηνάς, 2004: 545).
  • Επίσης και άλλα φαινόμενα, όπως αντιμεταθέσεις, επενθέσεις κ.λπ..
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές διαφορές, καθώς και με κάποιες επιρροές από την αρχαία ελληνική σε λεξιλογικό επίπεδο, συμβάλλουν στην αδυναμία -σε σημαντικό βαθμό- κατανόησης της τοπικής διαλέκτου από μη ντόπιους.

2.2 Μορφολογία-μορφοφωνητικά χαρακτηριστικά

Οι πιο αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες της διαλέκτου είναι οι ακόλουθες:
  • Tο θηλυκό άρθρο διατηρεί τύπους από την αρχαία δωρική: α, ταρ, ταν (αντί η, της, την), π.χ. α γούνα (η γούνα), α γουναίκα (η γυναίκα).
  • Διατηρείται το δωρικό α σε τελική θέση αντί του η στα θηλυκά: π.χ. σπουδή > σπούδα.
  • Σε δευτερόκλιτα ονόματα, το ο της κατάληξης -ος τρέπεται σε ε -κατά το πλείστο πριν από φωνήεν ή ζ, σ, λ, ρ,ν,τ: π..χ. φούρνος > φούρνε (για επιπλέον εκδοχές της τροπής βλ. Κωστάκη 1951, 36).
  • Η κατάληξη -ω των ρημάτων, εμφανίζεται με τη μορφή-ου, π.χ. πάου να χορέψ-ου <… -ψω).
  • Στένωση του ε σε άτονο ι στο τέλος λέξης (π.χ. σάτες > σάτσι 'φέτος').
  • Απαλείφεται το τελικό στην ονομαστική ενικού αρσενικών ονομάτων: π.χ. καπνός> καπινέ (με ανάπτυξη του ιως συνοδίτη φθόγγου) και ψωμάς> ψωμά.
  • Αποκοπή συλλαβής σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. καταπίνων > καπίνου, αδελφούτσι > αφούτσι και καλά > κα, μέσω αποβολής του λ και έπειτα συναίρεσης αα > α).
Οι αντωνυμίες έχουν πολλές διαφορές από τις αντίστοιχες της ΚΝΕ (βλ, μεταξύ άλλων, Κωστάκη 1951).

2.3 Σύνταξη-περιφραστικοί σχηματισμοί

Ένα πολύ σημαντικό «διακριτικό» χαρακτηριστικό της (μητροπολιτικής) τσακωνικής είναι ο περιφραστικός σχηματισμός του ενεστώτα και του παρατατικού της ενεργητικής φωνής, για τον οποίο χρησιμοποιείται ο ενεστώτας και ο παρατατικός του ρήματος έμι 'είμαι' μαζί με τη μετοχή του ενεστώτα, στο γένος, βέβαια, που απαιτείται: π.χ. έμι έχου 'έχω' για τον ενεστώτα του αρσενικού, έμα έχου για τον παρατατικό του αρσενικού, έμι έχα για τον ενεστώτα του θηλυκού, έμα έχα για τον παρατατικό του θηλυκού.

2.4 Λεξιλόγιο

  • Επίδραση της αρχαίας ελληνικήςΚαθώς η τσακωνική κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας, είναι φυσικό ότι περιέχει στο λεξιλόγιό της (κυρίως το μητροπολιτικό ιδίωμα) αρκετές λέξεις που ανάγονται σε αντίστοιχες της αρχαίας ελληνικής, έχοντας, βέβαια, αυτές υποστεί τις αλλαγές (φωνολογικές, μορφολογικές) που υπαγορεύουν τα χαρακτηριστικά του συστήματος (π.χ. ο εψιλέ < αρχ. ο οπτίλος 'το μάτι', α σάτη < αρχ. η θυγάτηρ 'η κόρη', ύο < αρχ. υδωρ 'το νερό', ενέτζε < αρχ. ενεγκεν 'έφερε').
  • Επίδραση της τουρκικής
    Η επιρροή της τουρκικής είναι σχετικά μικρή, λόγω της καθαρότητας του πληθυσμού (Κωστάκης 1951, 191), και είναι μεγαλύτερη στα τσακώνικα της Προποντίδας, για ευνόητους λόγους, όπως συνάγεται από όσα αναφέρθηκαν στην εισαγωγή.
  • Επίδραση της κοινής νεοελληνικής
    Και λεξιλογικά η διάλεκτος έχει επηρεαστεί με την πάροδο των χρόνων σε μεγάλο βαθμό από την κοινή νεοελληνική (με τις αντίστοιχες λέξεις, βέβαια, προσαρμοσμένες -λιγότερο ή περισσότερο- στις φωνολογικές και μορφολογικές ιδιοτυπίες του συστήματος) -βλ. και σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση, παρακάτω.

2.5 Ιδιαιτερότητες στα τσακώνικα της Προποντίδας

Η μεγάλη πλειονότητα των ιδιαιτεροτήτων που αναφέρθηκαν εμφανίζεται και στα βόρεια, αλλά και στα νότια τσακώνικα, καθώς και σ' αυτά της Προποντίδας. Τα τσακώνικα της Προποντίδας, ωστόσο, έχουν επιρροές από την τουρκική (που δεν υπάρχουν στα μητροπολιτικά τσακώνικα, βόρεια και νότια). Στα τσακώνικα της Προποντίδας, επίσης -σε αντίθεση με τα μητροπολιτικά- παρατηρείται επίταξη του βοηθητικού ρήματος μετά τη μετοχή στους περιφραστικούς τύπους (π.χ. έχω'μα αντί έμα έχου για τον παρατατικό του αρσενικού). Το εν λόγω ιδίωμα, τέλος, διασώζει τις αρχαίες μετοχές του παρακείμενου με τη μορφή -κος,-κα,-κο < αρχ. -κώς, -κυία,-κος (π.χ. καφτωκότα < πεπτωκότα στην αιτιατική) κατά τον σχηματισμό του παρακείμενου και του υπερσυντέλικου, ενώ σε λεξιλογικό επίπεδο διασώζονται αρχαιοπρεπείς, ακόμη και αρχαίες, λέξεις (π.χ. ο αόριστος δράμα του τρέχω και ο αόριστος κράγα του κράζω).

3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση

Η Τσακωνιά στις μέρες μας έχει αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση με το παρελθόν: η πρόσβαση στην περιοχή είναι εύκολη και ταχεία, η επαφή με τους ξένους όλο και μεγαλύτερη, ενώ εδώ και τριάντα χρόνια περίπου έχει εισβάλει στη ζωή των κατοίκων της η τηλεόραση και εδώ και κάποια χρόνια το διαδίκτυο. Παράλληλα, η ευκολία πρόσβασης στην περιοχή και η επαφή με τους ξένους έχουν μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτήρα των επαγγελμάτων των ντόπιων, και έτσι σε πολλές περιπτώσεις οι γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση τους σε επαγγέλματα που σχετίζονται κυρίως με τον τουρισμό. Όλα αυτά φυσικά αντανακλώνται στην εξέλιξη και στις τύχες της τοπικής διαλέκτου, που πλέον μιλιέται από όλο και λιγότερα άτομα. Στη θέση- της επικρατεί η κοινή (με φαινόμενα ιδιότυπης παρεμβολής για τις περιπτώσεις δίγλωσσων ομιλητών που χρησιμοποιούν παράλληλα και τις δύο, βλ. Χαραλαμπόπουλο 1980, 5). Η υποχώρηση της διαλέκτου εμφανίζεται ειδικότερα σε σχέση με τους νεανικούς πληθυσμούς, που διδάσκονται αποκλειστικά την κοινή στο σχολείο, αφού χρησιμοποιείται από τους διδάσκοντες -και υιοθετείται και από τους διδασκόμενους- το, εν μέρει βάσιμο, επιχείρημα ότι η χρήση της τοπικής διαλέκτου δεν παρέχει πλέον στους τελευταίους καμία προοπτική σε σχέση με την καθημερινότητα και με το μέλλον τους, ειδικότερα το επαγγελματικό. Αν κάποια μορφή διατηρείται περισσότερο, αυτή είναι η νότια τσακωνική. Ωστόσο, ακόμη και στις περιοχές του νότου, και κυρίως στο Λεωνίδιο, καθώς οι επαφές με τους ξένους είναι πολύ περισσότερες από ό,τι αλλού, η τοπική διάλεκτος χρησιμοποιείται σπάνια σε δημόσιο χώρο, και μόνο από άτομα προχωρημένης ηλικίας. Ακόμη περισσότερο, βέβαια, ισχύει το ίδιο στο βόρειο τμήμα, στον Άγιο Ανδρέα δηλαδή, καθώς αποτελεί παραμεθόρια περιοχή.
Γενικά, θα λέγαμε ότι η τοπική διάλεκτος «ψυχορραγεί». Η μόνη «αντίσταση» προβάλλεται κατά τη χρήση της από ντόπιους προχωρημένης (ή μεγαλύτερης) ηλικίας, καθώς και κατά τη χρήση της όταν το επιβάλλουν (σε περιορισμένες, βέβαια, περιπτώσεις) οι περιστάσεις επικοινωνίας, το θέμα της συζήτησης και/ή άλλοι εξωγλωσσικοί παράγοντες. Όποια πάντως κι αν είναι η τύχη της τσακωνικής στο μέλλον (με την πλάστιγγα βέβαια να γέρνει προφανώς προς την αρνητική εκδοχή της απώλειας), αξίζει σίγουρα να ερευνηθεί σε βάθος, με ακόμη περισσότερο επισταμένες έρευνες: η ιδιαιτερότητά της και η απόκλισή της από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο σαφώς προκρίνει κάτι τέτοιο, αν δεν το υποβάλλει κιόλας. Από την πλευρά τους, οι διδάσκοντες μπορούν σταδιακά να αντικαθιστούν -για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω- τον διαλεκτικό λόγο των παιδιών με στοιχεία της κοινής (χωρίς ωστόσο- και αυτό είναι το πιο σημαντικό- να υποτιμούν τη διάλεκτο και όσους την χρησιμοποιούν) και να τα καθοδηγούν στον σεβασμό -και όχι στην απαξίωσή της (βλ. και Μηνά 2004).
Νάσος Κατσώχης
 
Πηγή:www.greek-language.gr

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

'Αγγελος Τερζάκης,ο πεζογράφος,ο θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος

"Αποστρέφομαι τους ανθρώπους που δεν αμφιβάλλουν"




O Άγγελος Τερζάκης (16 Φεβρουαρίου 1907-3 Αυγούστου 1979) ήταν Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ‘30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο είναι το δοκιμιακό του έργο: αυτός και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενιάς του ‘30.

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου του 1907 και έζησε εκεί μέχρι το 1915, όταν και πήγε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το 1929, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με το έργο του "Αυτοκράτωρ Μιχαήλ" που ανέβασε τον ίδιο χρόνο το Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα διηύθυνε και τα βραχύβια περιοδικά Πνοή και Λόγος. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου (1939-1942) και γενικός διευθυντής της ιστορίας και της δραματολογίας της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου το (1950-1971) και γενικός διευθυντής της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου (1950-1975).
Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του "Απρίλης". Το 1964 συνέγραψε για λογαριασμό του Γενικού Επιτελείου Στρατού το χρονικό του πολέμου, το οποίο εκδόθηκε με τον τίτλο "Ελληνική Εποποιία 1940-41".
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα: αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός. Επίσης υπήρξε και διευθυντής του περιοδικού Εποχές (1963-1967).
Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός Επίσης τιμήθηκε δύο φορές με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1938 και 1939), με το κρατικό βραβείο θεάτρου(1957) και πρώτο κρατικό βραβείο της ομάδας των δώδεκα καλύτερων ποιητών και πεζογράφων (1963)].
Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.

Πεζογραφικό έργο

Ο Τερζάκης ξεκίνησε τη λογοτεχνική πορεία του κατά τη δεκαετία του 1920 με δύο συλλογές διηγημάτων, Ο ξεχασμένος (1925) και Φθινοπωρινή συμφωνία (1929). Στα έργα αυτά δε φαίνεται τόσο το προσωπικό του ύφος, όσο οι διάφορες λογοτεχνικές επιδράσεις από άλλους συγγραφείς. Κατά τη δεκαετία του 1930 στράφηκε στο μυθιστόρημα, όπως και όλοι οι λογοτέχνες της γενιάς του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τα διηγήματα.
Τα μυθιστορήματα του Τερζάκη, με εξαίρεση την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ και Το ταξίδι με τον Έσπερο, είναι αστικά μυθιστορήματα που απεικονίζουν την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό όλων είναι το καταθλιπτικό κλίμα, η ασφυκτική ατμόσφαιρα, οι ήρωες-δέσμιοι της οικονομικής στενότητας και των κοινωνικών προκαταλήψεων και η απαισιοδοξία.
Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημα του Τερζάκη και ένα από τα καλύτερα, ιστορικά και μη, μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρεται στην εξέγερση των Ελλήνων και Σλάβων το 1293, που οδήγησε στην κατάληψη του φράγκικου κάστρου της Καλαμάτας και ο κεντρικός άξονας του έργου είναι ο έρωτας ανάμεσα στην Ιζαμπώ, κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, και τον ηγέτη της εξέγερσης Νικηφόρο Σγουρό.
Το 1975 παρουσιάστηκε στην ελληνική κρατική τηλεόραση το μυθιστόρημα του Τερζάκη Μενεξέδενια Πολιτεία. Την τηλεοπτική διασκευή του βιβλίου έκανε ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας. Στη σειρά πρωταγωνιστούσε ο Θάνος Κωτσόπουλος.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:
18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.
19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).
20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.
7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;
19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝ
Πηγή:logomnimon.wordpress.com
 
 
Δίχως Θεό - ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (απόσπασμα)

― Είμαι ένας δειλός, είπε. Μη με διακόπτεις, έχω ανάγκη από την ειλικρίνεια εκείνη που δεν ξέρει από αισθηματολογίες, τύπους. Τη γοργή και ψυχρή ειλικρίνεια. Παράτησα τη Νίνα (εδώ, στ’ όνομα που είχε να το προφέρει τόσα χρόνια, η φωνή του βράχνιασε) από καθαρή δειλία, μιαν επαίσχυντη λιποταξία απέναντι στη ζωή. Θαρρώ πως την παράτησα γιατί την αγαπούσα. Το καταλαβαίνεις αυτό; Όχι, φυσικά. Είναι από κείνα που δοκιμάζει κανείς μα που δεν τα καταλαβαίνει. Ήθελα να την κάνω ευτυχισμένη, αυτό είναι, ένιωθα την πυρωμένη ανάγκη να της δώσω το μεγαλύτερο ποσοστό ευτυχίας, πλούτο, χαρά, ηδονή, τρέλλα, ό,τι μπορεί να γνωρίσει στον ανώτατο βαθμό ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη. Είταν παράλογο, μαθηματικά αδύνατο. Δεν είν’ έτσι; Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως με τα μέσα μου δε θα μπορούσα ποτέ να κατορθώσω τίποτα, το παραμικρό.
Σφούγγισε με το μαντήλι του το ιδρωμένο μέτωπό του και συνέχισε:

― Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως αν μείνω ακόμα λίγο, θα είναι πολύ αργά. Ο έρωτας, άκουσέ με, είναι ένα πάθος εγωιστικό, έχουν άδικο να τον καλλωπίζουν. Θέλεις την ευτυχία του αγαπημένου προσώπου υπό τον όρο πως θα του τη δώσεις εσύ κι’ όχι άλλος. Αν ένας άλλος μπει στη μέση, που έχει ωστόσο περισσότερες πιθανότητες να το κατορθώσει, εσύ δεν αποσύρεσαι, επιμένεις. Γιατί; Γιατί στην ευτυχία του αγαπημένου σου προσώπου δε βλέπεις παρά την πραγμάτωση της δικής σου ευτυχίας, να γιατί. Η φιλοσοφία μου, καθώς βλέπεις, είναι απάνθρωπη, ας με αναθεματίσουν. Ξέρω, ξέρω, η Τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία-ωραία για να ευτυχίσει το αγαπημένο τους πρόσωπο. Φιλολογία αναίσχυντη! Ο έρωτας είναι πάθος, και το πάθος, σαν κάθε φυσική δύναμη, δεν υποχωρεί. Όταν υποχωρήσει, είναι κακό σημάδι, σημαίνει πως το συναίσθημα σταμάτησε μεσοδρομίς, στο βαθμό μιας χλιαρής θερμοκρασίας, και ζητάει ν’ αναισθητήσει με το ναρκωτικό της αυταρέσκειας. Η αυτοθυσία στον έρωτα είναι νοσηρός ναρκισσισμός.

Γέλασε με τρόπο παράδοξο, κοντό και ξερό. Ύστερα το μέτωπό του σκοτείνιασε.

― Έφυγα γιατί αναρωτήθηκα μήπως είμαι προδότης. Δεν ξέρεις τίποτα για τη νύχτα που ακολούθησε την τελευταία, τότε, κουβέντα μας. Μου είχες υποδείξει το χρέος μου να πάρω μιαν απόφαση, να παντρευτώ. Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα ασυμπλήρωτο ένα άλλο χρέος. Ο Γιατρός – τον θυμάσαι; – ήρθε να μου ζητήσει άσυλο τη νύχτα εκείνη, γιατί τον κυνηγούσαν. Του τόδωσα. Κουβεντιάσαμε μαζί ως τις μικρές εκείνες ώρες, εκείνος κι’ εγώ. Δε μ’ έπεισε, όχι, γιατί τα επιχειρήματά του τα ήξερα. Όμως τρεις ημέρες αργότερα, τον έπιασαν, κι’ αυτό είταν το επιχείρημα που αναζητούσε μάταια εκείνος ολάκερη τη νύχτα που σου λέω, και δεν τόβρισκε. Ήξερα το μέλλον του: Η φυλακή, μια ολάκερη ζωή που τσακίζεται, παραχώνεται, σβήνεται από τον κόσμο. Φυσικά, το είχε προκαταβολικά αποδεχτεί αυτό το μέλλον όταν έμπαινε στον αγώνα, ήξερε πολύ καλά πως μια μέρα, αργά η γρήγορα, αυτό θα γίνει. Κι’ όσο αργότερα τόσο χειρότερα, γιατί το μητρώο του θα είταν πια ασήκωτα βαρύ. Έτσι κι’ έγινε. Τρία μερόνυχτα, αυτά που μεσολάβησαν από την κουβέντα μου μαζί του ίσαμε τη σύλληψή του, δεν είχε βγει από το σπίτι μου. Πάσχιζα να βάλω μια τάξη στο νου μου, να ξεκαθαρίσω τα ελατήριά μου, να ιδώ γιατί είμαι επαναστάτης κι’ όμως όχι αγωνιστής, γιατί έχω πειστεί και δεν προχωρώ στη δράση. Δειλία; Όχι, θαρρώ πως γι’ αυτό δε μπορούσα ποτέ ν’ αμφιβάλλω, ήμουν ο μόνος αρμόδιος να ξέρει πως δεν είμαι δειλός. Ούτε κι’ εκείνοι το πίστευαν, με θεωρούσαν απλώς μιαν ειδική περίπτωση κι’ ας μ’ έλεγαν κατά τα συνηθισμένα «πανικόβλητο μικροαστό», «οππορτουνιστή» και τα παρόμοια. Τότε; Θεωρητικά, ήξερα πολύ καλά γιατί δε μπαίνω στον αγώνα, είχα από καιρό καθορίσει, γι’ ατομική μου πληροφόρηση, τα σημεία της διαφωνίας μου. Είταν αρκετά ώστε να με κρατούν μακριά, ο μαρξισμός είναι ένα σύνολο από συλλογισμούς αλληλένδετους, ατόφιο, αρράγιστο, μονοκόμματο, όπου δε χωρεί συμβιβασμός ή διχογνωμία. Αν ήθελα να εξηγήσω τη στάση μου, τα επιχειρήματα δε θα μου έλειπαν, κάθε άλλο. Όμως τι βγαίνει; Άλλο να πείθεσαι εσύ ο ίδιος κι’ άλλο να πείθεις τους άλλους. Κάθε φορά που ένας τους έπεφτε στα χέρια της εξουσίας, που γονάτιζε καταμεσίς στην πορεία του, εγώ δοκίμαζα έναν εσωτερικό βρόντο. Ναι, έτσι που σου το λέω. Ήξερα πως δεν είμαι προδότης κι’ όμως ένιωθα σαν προδότης. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Λογικά, ούτε κι’ εγώ. Όμως έτσι είναι.

Ο Βαγκλής σώπαινε. Ο Παραδείσης σφούγγισε πάλι το μέτωπό του, όπου είχε δοντιάσει ιδρώτας, από τον εσωτερικό βρασμό. Χαμηλόφωνος, πνιχτός, του ξέφυγε ένας βόγκος.

― Είταν τόσο ασύμμετρο αυτό, μουρμούρισε, τόσο παράτονα αντιφατικό, η απόσταση από τη δική του θέση στη δική μου. Ήμουνα στις παραμονές μιας απόφασης που θα μου εξασφάλιζε την ευτυχία, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου, οριστικά, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εκείνος κρυβόταν, έφευγε κυνηγημένος, ζούσε στη σκιά, κρυφά από τ’ άγιο φως της μέρας, και σε λίγο, σάμπως να μην έφταναν αυτά, θα ’παιρνε το δρόμο της δοκιμασίας. Τι είναι εκείνος και τι εγώ; να τι αναρωτήθηκα. Και πώς μπορεί κ’ οι δυο μας να είμαστε κομμάτια από τον ίδιο πηλό, κάτοικοι του ίδιου πλανήτη, να ταξιδεύουμε μαζί πάνω στο ίδιο τούτο μόριο σκόνης που κυκλοφορεί χαμένο μέσα στο διάστημα; Δεν ξέρω αν μου δόθηκε ποτέ άλλοτε να νιώσω τόσο δυνατά το ακατανόητο, το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας. Ή και οι δυο μας δουλεύουμε σε μιαν ανώτερη Πρόνοια, που τα εξηγεί όλα, όμως για τον εαυτό της, εγωιστικά, απάνθρωπα, και μας κρύβει χαιρέκακα το συμπέρασμά της, ή – μιας κι’ αυτό δεν το πιστεύω, ή τουλάχιστον δεν το πίστευα τότε – η θέση μας είναι τόσο εκτεθειμένη, τόσο τραγική, πάνω στ’ ακρωτήρι τούτο των κόσμων, το αφιλόξενο κι’ ανώνυμο, ώστε μονάχα η πιο στενή, η πιο παράφορη, η πιο απελπισμένη αλληλεγγύη να είναι ο κάπως νοητός νόμος μας. Και τότε, πες μου, τι αξία έχουν οι θεωρητικές διχογνωμίες, οι αμφιβολίες, η προσωπική μας κρίση;

Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή, ανάβραζε ολάκερος. Ο Βαγκλής όμως χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του.

― Δε νομίζεις, είπε, πως αυτός είναι ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό;

― Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.

Σώπασαν. Το βράδι τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.
Πηγή:logotexnikesmikrografies.blogspot.com
 

Μυθιστορήματα

  • Δεσμώτες (1932)
  • Η παρακμή των Σκληρών (1933)
  • Η μενεξεδένια πολιτεία (1937)
  • Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1945)
  • Ταξίδι με τον Έσπερο (1946)
  • Το λυκόφως των ανθρώπων (δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1947, εκδόθηκε το 1989)
  • Δίχως θεό (1951)
  • Η μυστική ζωή (1957)
  • Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους Καραγάτση, Μυριβήλη, Βενέζη), 1958

Ιστορικά

  • Η Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Χρονικό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41 (ΕΣΤΙΑ, 1964 και 2η έκδοση, Γενικό Επιτελείο Στρατού, 1990)

Συλλογές διηγημάτων

  • Ο ξεχασμένος (1925)
  • Φθινοπωρινή συμφωνία (1929)
  • Του έρωτα και του θανάτου (1943)
  • Απρίλης (1946)
  • Η στοργή [νουβέλα] (1944)

Θεατρικά έργα

  • Αυτοκράτωρ Μιχαήλ (1936)
  • Γαμήλιο Εμβατήριο (1937)
  • Ο σταυρός και το σπαθί (1939)
  • Είλωτες (1939)
  • Ο εξουσιαστής (1942)
  • Το μεγάλο παιχνίδι (1944)
  • Αγνή (1949)
  • Θεοφανώ (1956)
  • Νύχτα στη Μεσόγειο (1957)
  • Τα λύτρα της ευτυχίας (1959)
  • Θωμάς ο δίψυχος (1962)
  • Ο πρόγονος (1970)

Δοκίμια

  • Προσανατολισμός στον Αιώνα (1963)
  • Το Μυστικό του Ιάγου (1964)
  • Αφιέρωμα στην Τραγική Μούσα (1970)
  • Οι Απόγονοι του Κάιν (1972)
  • Ποντοπόροι (1975)
  • Οδοιπόροι μιας Εποχής (1980)
  • Ένας Μεταβαλλόμενος Άνθρωπος (1983)
  • Για μια Δικαίωση του Ανθρώπου (1987)

Μεταφράσεις

  • Αντιγόνη του Σοφοκλή (1976)
  • Οιδίπους Τύραννω του Σοφοκλή (1977)
  • Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή (1978)
  • Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1979)
  • Φιλοκτήτης του Σοφοκλή (1980)
  • Ιφιγένεια εί εν Ταύροις του Ευριπίδη (1981)
  • Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (1982)
  • Μήδεια του Ευριπίδη (1983)
  • Ικέτιδες του Ευριπίδη (1984)
  • Βάκχαι του Ευριπίδη (1984)
  • Ορέστης του Ευριπίδη (1985)
  • Ανδρομάχη του Ευριπίδη (1985)
  • Ιππόλυτος του Ευριπίδη (1986)
  • Ηρακλείδες του Ευριπίδη (1988)
  • Τρωάδες του Ευριπίδη χορική τραγωδία αφιερωμένη στον πελοποννησιακό πόλεμο και κυρίως
στον παραλογισμό του(1989)
  • Νωρίς Θριαμβευτική του Άικεν Κόνραντ (1971)
  • Ο Νέγρος του Νάρκισσου του Τζόζεφ Κόνραντ (1973)
  • Ο Καθένας με τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον(1974)
  • Ο Καθένας έξω από τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον (1976)
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ