Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Μαρία Πολυδούρη

 
 
 




«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική»








Κοντά σου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι άνεμοι,
κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη,
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
 
 
Μουσική Νότης Μαυρουδής, Φωνή Σοφία Βόσσου

Κοντά σου η σιγαλιά σαν γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σαν λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σαν χνούδι
σαν χάδι, σαν δροσούλα, σαν πνοή.

 

Η Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 - Αθήνα, 29 Απριλίου 1930) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής.

Βιογραφία

Ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές — τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921) — και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Χριστομάνου.



Έργο

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920 που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κώστας Σεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη:
Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία [...] Γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.
Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Έκτοτε επανακυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο Βρέχει φως. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και τα συγκρότηματα «Πληνθέτες» και «Ηλιοδρόμιο» καθώς και ο μουσουργός Νίκος Φυλακτός σε έργα με φωνή και πιάνο.



Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
Μουσική:Βασίλης Δημητρίου, Ερμηνεία:Μάγδα Πένσου

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.


Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.


Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Βιογραφικά στοιχεία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Ανέκδοτα ποιήματά της από users.uoa.gr

ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.

Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.

Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.

Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούριας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο


ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.

Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.

Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ὅταν ἡ σιγαλιὰ πλατιὰ θ᾿ ἁπλώση
στὸν κῆπο μου τὴ νύχτα, βροχερὸ
τὸ σύννεφο τὸν οὐρανὸ θὰ στρώση
σὲ μαῦρο θόλο πάνω του ἱερό.

Θὰ γύρουνε στὸ μυστικὸ σκοτάδι
τὰ δέντρα, οἱ θάμνοι, ἀργὰ τὴν κεφαλὴ
κ᾿ εὐλαβικὰ θὰ ψάλλουν ἔτσι ὁμάδι
τὴ θλιβερὴ στερνή τους προσευχή!

Ἔλα καὶ μεῖς μαζὶ τὴν προσευχή μας
στερνὴ φορὰ νὰ ποῦμε. Θ᾿ ἀκουστῆ
στὴ σιγαλιὰ παθιάρικη ἡ φωνή μας,
θ᾿ ἀντιλαλήση ὁ θόλος θὰ σπαστῆ,

τὸ σύννεφο θὰ κλαίη, θὰ κλαῖμε ἀντάμα,
θ᾿ ἀκολουθάη τῶν δέντρων ὁ ψαλμὸς
λυπητερὸς τὸ σιγαλό μας κλάμα
καὶ θὰ πυκνώνη ἡ σκοτεινιὰ χαμός.

Οὔτε ἀπ᾿ ἀστέρι λάμψη δὲ θὰ πέση,
τῆς Μοίρας δὲ θὰ δοῦμε τὴ μορφὴ
κ᾿ ἐνῶ τὰ χέρια χώρια θὰ μᾶς δέση,
τὰ χείλη μας θὰ λὲν τὴν προσευχή.



[ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ...]

...........................................................................
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

Θυμᾶμαι τώρα ... Οἱ θύμησες πλημμύρες ποὺ μὲ πνίγουν,
ἄνεμος, σκοτεινιά.
Τὰ λόγια ἀνθοὺς τὰ μάδησες, μὰ τώρα αὐτὰ μοῦ ἀνοίγουν
κακὲς πληγὲς βαθιά.
Οὔτε σκιά, οὔτε ὄνειρο ἔτσι ποὺ νὰ διαβαίνη
γοργὰ πρὸς τὸ χαμό.
Καπνὸς ἡ ἀγάπη. Σύννεφο, τὰ λόγια σου, μοῦ ραίνει
σταγόνες τὸν καημό.
Τώρα σαπίζουν μέσα μου πρώιμες οἱ πληγές μου.
Ἡ θύμηση ἀσπασμὸς
προδοτικός, νὰ μοῦ γελοῦν κρυφὰ κάποιες στιγμές μου
ν᾿ αὐξαίνη ὁ ἀπελπισμός!

Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.
Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.


 

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Κώστας Κρυστάλλης, ο ποιητής και πεζογράφος της Νέας Αθηναϊκής σχολής


 

Στὸ Σταυραητό

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.



Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!


Ὁ Κώστας Κρυστάλλης, γράφει ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ἦτο γνήσιος καλλιτέχνης. Δὲν ἔγραψε μίαν σελίδα, μίαν γραμμὴν χωρὶς τὴν σφραγῖδα τῆς ἰδιοφυοῦς ψυχῆς του. Καὶ τὰ πεζά του καὶ τὰ ἔμμετρα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ εἰς ἁπλὴν καὶ ἀνεπιτήδευτον καθαρεύουσαν γραμμένα - διότι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ ποιητὴς δὲν εἶχε κατανοήσει ὅτι αἱ λαϊκαί του ἐμπνεύσεις παντοῦ καὶ πάντοτε, μόνον διὰ τῆς λαϊκῆς γλώσσης, ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀποδοθοῦν καὶ ἐταλαντεύετο ζητῶν τὸν ἀληθῆ δρόμον, ὅπως ὁ ἀεροπόρος πρὶν ἀναλάβει τὴν πρὸς τὰ ὕψη πορείαν- ὅλα μαρτυροῦν ὅτι ὁ Κρυστάλης ἔβλεπε καὶ ἠσθάνετο βαθέως, εἰλικρινῶς, ἀνθρωπίνως, ἄνευ τῆς μεσολαβήσεως ξένων ἀναγνωσμάτων, ἀπηλλαγμένος πάσης μιμήσεως, παντὸς ψιττακισμού.

Ο Κώστας Κρυστάλλης ή Κρουστάλλης (1868-1894) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος της Νέας Αθηναϊκής σχολής.


Βίος

Ο Κώστας Κρουστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, όπου και έζησε μέχρι τα δώδεκα. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρυστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων του Συράκου, με έδρα τα Ιωάννινα, σε όλη την Ήπειρο. Μητέρα του ήταν η Ιωάννα Ψαλλίδα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, ενώ ο ίδιος ήταν πρωτότοκος. Τα στοιχειώδη γράμματα τα μαθαίνει στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 γράφτηκε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.Την ίδια χρονιά η μητέρα του πεθαίνει.Φοιτά στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της Ζωσιμαίας και στην Α΄τάξη του Γυμνασίου, οπότε και έμεινε επανεξεταστέος, στα 1885. Διακόπτει και αυτό σχετίζεται μάλλον με την ασθενική του υγεία. Κατ΄άλλους βιογράφους του, ο πατέρας του τον χρησιμοποίησε υπάλληλο στο μαγαζί του. Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη[5]. Στην Αθήνα άλλαξε το οικογενειακό του όνομα σε Κρυστάλλης. Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του περιοδικού. Έπειτα διορίστηκε ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του.

Έργο

Τα πρώτα του ποιήματα, Αι Σκιαί του Άδου(1887), με το οποίο εξυμνεί τους αγωνιστές του 21' και Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου ( αρχές του1890), είχαν επικό χαρακτήρα, με επίδραση από τον Βαλαωρίτη. Αντιθέτως, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής σχολής: επίδραση από το δημοτικό τραγούδι, λαογραφική θεματολογία. Η πρώτη του συλλογή, Αγροτικά ( Μάιος του 1891), πήρε έπαινο στο Δεύτερο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό αφού το βραβείο το κέρδισε το πεζογράφημα του Κωστή Παλαμά <<Τα Μάτια της Ψυχής μου>>. Η δεύτερη και τελευταία συλλογή του, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), διακρίθηκε παίρνοντας καί αυτό έπαινο επίσης στον φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. ενώ το βραβείο το κέρδισε το ποίημα του Γεωργίου Στρατήγη «Έρως καί Ψυχή». Το πεζογραφικό του έργο (συγκεντρωμένο στον τόμο Πεζογραφήματα), συμβαδίζει με το κλίμα της πεζογραφίας της γενιάς του 1880: δημοτική γλώσσα, ηθογραφία, καλλιέργεια του διηγήματος.

Το λαογραφικό του έργο

Ασχολήθηκε επίσης με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού:ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις. Το πρώτο του πεζογράφημα ήταν το "Vie De Montage" πού το εξέδωσε στο Παρίσι το 1895 με το οποίο σατυρίζει τα ελληνικά πολιτικά έθιμα ενώ έδινε και σκηνές από την ληστοκρατία στην Ελλάδα.Η ενασχόλησή του αυτή αποτυπώνεται σε άρθρα του, όπως στους Γ'και Δ΄τόμους του Ἐγκυκλοπαιδικού Λεξικού των Μπαρτ και Χίρστ (1892 και 1893), όπου δημοσίευσε πενήντα οχτώ ηπειρωτικά άρθρα. Επίσης σε αφηγηματικά πεζογραφήματά του, διηγήματα, όπως Ο Γάμος της στάνης όπου περιγράφει τα γαμήλια έθιμα στα τσελιγγάτα Ηπειρωτικής περιοχής με παράθεση σχετικών τραγουδιών, ή το διήγημά του Το πανηγύρι της Καστρίτσας, το οποίο περιέχει εκτενείς ενδυματολογικές πληροφορίες ή πάλι, με πιο ειδικές εργασίες του, όπως, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Γραμμενοχώρια, Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου. Ενώ και στις Σημειώσεις του νεανικού ποιήματός του Ἀι σκιαί του Άδου και στις επιστολές του προς φιλικά του πρόσωπα.


Οι επιδράσεις που έχει δεχθεί είναι από το Δημοτικό τραγούδι, έργα κλασικών ποιητών ὀπως του Ομήρου, τον Ερωτόκριτο, συγχρόνους του, όπως τον Βαλαωρίτη, τον Ζαλοκώστα, τον Βηλαρά, τους ρομαντικούς της Αθηναϊκής Σχολής , όπως του Αχιλλέα Παράσχου.

Κριτική

Την εποχή που όλοι εκθείαζαν τα τραγούδια του, ο Ξενόπουλος είχε ήδη διαγνώσει και επισημάνει τη μεγάλη σημασία του πεζογραφικού έργου του «ποιητή του βουνού και της στάνης». Ο Κρυστάλλης δεν είναι μόνον ο πρώτος που έγραψε στη δημοτική, ενώ ακόμα όλοι οι άλλοι αλληθώριζαν προς την καθαρεύουσα, παραπαίοντας ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Μέσα στα ελάχιστα χρόνια που έζησε, πρόλαβε να μας δώσει κάποια δείγματα γραφής που φανερώνουν τον γεννημένο πεζογράφο. Στα διηγήματα του ο Κρυστάλλης είναι πληθωρικός, βιάζεται να τα πει όλα, σαν να προαισθάνεται πως δεν υπάρχει γι' αυτόν πίστωση χρόνου - η τόσο απαραίτητη για τη δουλειά ενός πεζογράφου. Η ζωντάνια του στις περιγραφές της φύσης ξαφνιάζει. Οι διάλογοι του έχουν την απλότητα και τη σοφία του λαϊκού λόγου. Κι ήταν ακόμα μόνο 26 χρονών. Ένα παιδί!
Η ποίηση του Κρυστάλλη επικρίθηκε από πολλούς (όπως ο Γιάννης Αποστολάκης), οι οποίοι την θεώρησαν νεκρή ή δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού, σχοινοτενείς και αδιάφορες περιγραφές. Ο Παλαμάς είχε διαφορετική γνώμη: «[Στα ποιήματα του Κρυστάλλη] πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή· δύσκολα ξεχωρίζουνται αυτοί από εκείνους·κατά τρόπον τοιούτον ο ποιητής συχνά συναρμόζει τα άσματα του, όμοια προς ανθοδέσμες των οποίων τα άνθη και τα φύλλα, στίχοι του λαού και στίχοι κατά τον λαόν, στενώς αναμιγνύονται, ώστε να απαρτίζουν μακρόθεν ένα αδιαχώριστον σύνολον». Ο Παλαμάς είχε γράψει και ένα ομότιτλο ποίημα για τον Κρυστάλλη.

Η εποχή του

Σε ένα μεταβατικό καιρό κατά τον οποίο οι λαογραφικές καταγραφές του Νικολάου Πολίτη όπλιζαν την αξία μιας επαναφοράς της παραμερισμένης λαϊκής παράδοσης, των ηθών και των δοξασιών της, ο Κρυστάλλης και πολλοί από τους τότε μονοδιάστατους ηθογράφους αποτελούσαν τον ασθενή αλλά ελλείποντα κρίκο, που όμως είχε καλές προσβάσεις στην κοινή γνώμη. Πάντως, η απήχηση του έργου του και οι έπαινοι που το συνόδευαν αποδίδουν τη γενικότερη ανάγκη του τότε κοινού που με το δημοσιογραφικό του αισθητήριο εξέφραζε ο Βλάσης Γαβριηλίδης για την επανασύνδεσή του με καταστάσεις από τις οποίες μόλις είχε αποσυνδεθεί, ζώντας σε ένα νόθο αστικό περιβάλλον που του είχε επιβάλει και υποβάλει μια νοοτροπία ευθυγράμμισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Βιογραφικά στοιχεία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Μερικά από τα ποιήματά του
από users.uoa.gr

 

Τὸ κέντημα τοῦ μαντηλιοῦ

Στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ ξανθὴ κάθεται κόρη
κι ὡριόπλουμο λευκὸ χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι.
Τὴν θάλασσα κεντάει, μὲ τὰ νησιά της ὅλα,
κεντάει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λαμπρά του ἀστέρια,
τὴ γῆ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια,
κεντάει κ᾿ ἕνα βουνό, ψηλὸ ψηλὸ καὶ μέγα:
τὸ χάραμα γλυκὰ προβάλει στὴν κορφή του
καὶ βάφεται ἡ κορφὴ καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ἡ λουρίδα
ροδόλευκη, νερὰ καθάρια κι ἀσημένια
τὰ διάπλατα πλευρὰ ξετρέχουν κι αὐλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ἰσκιωμένα ὀρμάνια
κεντάει στὶς λαγκαδιὲς μὲ πράσινο μετάξι
στοὺς ὄχτους, στὰ ριζά, κοπάδια ἀσπρολογᾶνε
καὶ φαίνονται οἱ βοσκοί, καὶ στ᾿ ὄμορφο κεντίδι
φλογέρες λὲς κι ἀκοῦς, λὲς καὶ γρικᾷς τραγούδια,
βελάσματα βραχνὰ καὶ ἠχοῦς ἀπὸ τρουκάνια.
Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ κεντάει γαλάζια λίμνη
μὲ καλαμιὲς χρυσές, ἕνας ψαρᾶς στὴν ἄκρη
πεζόβολον κρατεῖ καὶ δόλωμα ἑτοιμάζει,
κάμπον πλατὺν-πλατὺν μὲ σμαραγδένιο νῆμα
ὁλόγυρα κεντάει, στὴ μέση ἀπὸ τὸν κάμπο,
ποτάμι σιγαλὸ καὶ φιδωτὸ ξομπλιάζει,
μὲ δάφνες, μὲ μυρτιὲς καὶ μὲ δασιὰ πλατάνια,
μὲ ἀηδόνια, μὲ φωλιές, καὶ στὸ πανώριο ξόμπλι
τὸν φλοῖβο τοῦ νεροῦ θαρρεῖς κι ἀκοῦς, τῆς δάφνης
τὸν μύρο, τῆς μυρτιᾶς, θαρρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις,
πὼς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιῶν ξανοίγεις,
πὼς νιώθεις τὸ ἁπαλό της φυλλουργιᾶς μουρμούρι...
Στὴν ἀκροποταμιὰν ἀλάφι ζωγραφίζει,
ποὺ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιεῖ, τὰ κρυσταλένια,
καί, ξάφνου, σαϊτιὰ στὴν πλάτη τὸ λαβώνει,
στρέφεται αὐτό, κοιτάει μὲ πόνο τὴν πληγή του,
πάσχει ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, δὲ δύνεται τὸ μαῦρο,
κι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ δένδρα γύρα
βοήθεια λὲς ζητάει...
Ὁλόυρα ἀπὸ τὸν κάμπο,
πλῆθος μικρὰ χωριὰ κεντάει, χωράφια ὀλλοῦθε
μὲ ὁλόχρυσα σπαρτά, μὲ θυμωνιές, μὲ ἁλώνια,
πράσινα ἀμπέλια ἀλλοῦ, μὲ κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σὰν φλουριά, κ᾿ ἔμορφα κοπελούδια,
ποὺ μπαίνουν μὲ πλεχτὰ καλάθια καὶ τρυγᾶνε.
Γάμον ἀρχοντικὸ σ᾿ ἕνα χωριὸ πλουμίζει,
μὲ νύφην, μὲ γαμπρό, μὲ φλάμπουρα, μὲ ψίκι,
δράκους ἀλλοῦ κεντάει, καὶ λάμιες καὶ νεράϊδες,
κεντάει κ᾿ ἕναν γιαλὸ μὲ ζαφειρένια πλάτια,
στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὴν ἴδια τὴν θωριά της
ὁλόφαντη ἱστορεῖ ἀπὸ ὀμορφιὰν καὶ νιότη
καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχοντιά, καὶ στὰ λευκά της χέρια
τ᾿ ἀργόχειρο κρατεῖ, τ᾿ ὡριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι,
ἀνάρια τὸ κεντάει κι ὅλο τοῦ λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερὸ καὶ χρυσοκεντημένο,
ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ὁποῦ θὰ σ᾿ ἀποχτήσει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ποὺ μ᾿ ἕνα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ἀκριβό, κανίσκι θὰ σὲ πάρει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιός, ποὺ μ᾿ ἕνα φιλημά του,
γλυκὸ καὶ φλογερό, ἀπ᾿ τὸ λευκό μου χέρι
στὴν κλίνη τὴν ἁγνὴ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει νύφην;
Ποιὸς νἆναι τάχα αὐτός; Πέτε μου, ἐσεῖς δεντράκια,
κ᾿ ἐσεῖς καλὰ πουλιά. Μουρμούρισέ μου ἀγάλια,
ἐσὺ ὡραῖε γιαλὲ καὶ γαλανὲ οὐρανέ μου!
Ἐσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δὲ μοῦ τὸν λές, γιατί δὲ μοῦ τὸν δείχνεις,
γιατί μία ὡραῖα βραδιὰ κρυφὰ δὲ μοῦ τὸν φέρνεις,
σὰν ὄνειρο χρυσό, γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου;
 

Τὸ τραγούδι τοῦ τρυγητοῦ

Τὸ λέει ὁ πετροκότσυφας στὸ δροσερὸ τ᾿ αὐλάκι,
τὸ λὲν στὰ πλάια οἱ πέρδικες, στὴν ποταμιὰ τ᾿ ἀηδόνια,
τὸ λὲν στ᾿ ἀμπέλια οἱ λυγερές, τὸ λὲν μὲ χίλια γέλια,
τὸ λέει κ᾿ ἡ Γκόλφω ἡ ὄμορφη, τὸ λέει μὲ τὸ τραγούδι:
- Ἀμπέλι μου, πλατύφυλλο καὶ καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, νὰ μπῶ νὰ σὲ τρυγήσω,
νὰ κάμω ἀθάνατο κρασί, μοσκοβολιὰ γιομάτο.
Μὲς στὰ κατώγια τὰ βαθιὰ σὰν μόσχο νὰ τὸ κρύψω,
νὰ τὸ φυλάξω ὀλάκαιρες χρονιές, ἀκέριους μῆνες,
ὥσπου νὰ ῾ρθεῖ μίαν ἄνοιξη, νἄρθει ἕνα καλοκαίρι,
νὰ γύρει ἀπὸ τὴ μακρινὴ τὴν ξενιτιὰ ὁ καλός μου.
Νὰ κατεβῶ μὲς στὴν αὐλή, νὰ πιάκω τ᾿ ἄλογό του,
νὰ τὸν φιλήσω ἀγκαλιαστὰ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα,
νὰ τὸν κεράσω, ἀμπέλι μου, τ᾿ ἀθάνατο κρασί σου,
τῆς ξενιτιᾶς τὰ βάσανα νὰ πᾶν, νὰ τὰ ξεχάσει.
 

Τραγούδι τοῦ ἀργαλειοῦ

Ἡ Ζερβοπούλα ἡ ὄμορφη κι ἀρχοντοδυγατέρα
στὸν ἀργαλιὸ τῆς ὕφαινε κι ἀνάρια ἐτραγουδοῦσε:
- Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμένο στὸ νυχτέρι,
διασίδι μ᾿, ὄντας σ᾿ ἔγνεθα, τὸν συχνονειρεύομουν,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐδιάζομουν, ἦρθεν ἀπὸ τὰ ξένα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐτύλιγα στὴν ἐκκλησιὰ τὸν εἶδα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐκόλναγα, μὄστειλεν ἀρραβῶνα.
Παῖξε ἀργαλιέ μου, βρόντησε, πέτα χρυσὴ σαΐτα,
τρίχτε καημένα χτένια μου, βαστᾶτε τὸν ἠχό μου,
νὰ βγοῦν τὰ ὑφάδια γλήγορα, νὰ ράψω τὰ προικιά μου,
γιατ᾿ ὁ καλός μου βιάζεται, βιάζεται νὰ μὲ πάρει!
 

Ὁ τρύγος

Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.
Ἔτσι οἱ κοπέλες τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.
Πράσινη ἁπλώνεται ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,
Τὴν ἀργατιὰ ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.
Νάτος ὁ ἥλιος ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...
O ἥλιος χάθη ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...
Διπλὰ ἀνασαίν᾿ ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.
Ὕστερα εἰς κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.
 

Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.
Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.
-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!
Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;
Ἂν ἀρρωστήσεις, ποιὸς θαρθεῖ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου,
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνει;
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθει μέρ᾿ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνεις,
ποιὸς θὰ βρεθεῖ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούσει τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώσει;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θἀρθεῖ λουλούδια νὰ σὲ ράνει;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτεῖ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψει; Ποιὸς θὰ εἰπεῖ γιὰ σένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νἄξερες, καὶ πῶς τοὺς πᾶν᾿ τοὺς ξένους!..
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!
Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..