Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Τάσσος, ένας διακεκριμένος Έλληνας χαράκτης




 «Στα έργα μου υπάρχει η ανθρώπινη οδύνη, αλλά και η αποφασιστικότητα... Οι άνθρωποι που κινούνται στα έργα μου σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας. Αλλά είναι τόσο αλύγιστοι εκφραστικά, που δεν μπορούν παρά να μένουν όρθιοι ως το τέλος. Όρθιοι ακόμα κι όταν πέφτουν. Αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμά μου»



Ο Τάσσος (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Αλεβίζος: Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 1914 – Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985) ήταν διακεκριμένος έλληνας χαράκτης.
Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θ. Θωμόπουλου, του Ουμβ. Αργυρού και του Κ. Παρθένη.
Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γ. Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δ. Γαλάνη, τον άλλο μεγάλο έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Λέγεται επίσης ότι πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα· στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.



Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Γ. Κεφαλληνού φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την (παράνομη πλέον) δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τα επικά του πολέμου, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.



Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων ή ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ/ΟΕΔΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.





Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.

Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).
Κατά την δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.




Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευση της Χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975) και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.


Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε το Οκτώβριο του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλλεις της Ελλάδας.








Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου (γεν. 1914), επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τεχνική αρτιότητά τους και την συγκινησιακή — τρυφερή αλλά και δωρική — απόδοση της μορφής των απλών ανθρώπων του μόχθου και του πόνου. Ωστόσο ένα σύγχρονο μάτι δεν μπορεί να μην διακρίνει μέσα στις ξυλογραφίες του Τάσσου και την επική μεγαλοπρέπεια της στρατευμένης τέχνης. Άλλωστε, ο ίδιος ο χαράκτης «παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στρατευμένος στην υπόθεση της πάλης για μια νέα κοινωνία, δίκαιη, δημοκρατική και σοσιαλιστική» (Η. Μόρτογλου, Ριζοσπάστης, 23 Οκτωβρίου 1995).
 




Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ




 

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Ρήγας Φεραίος, ο συγγραφέας, ο πολιτικός στοχαστής και ο επαναστάτης

"Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά"


Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος (1757 - 24 Ιουνίου 1798) ήταν Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης. Θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός» και ουδέποτε «Φεραίος», κάτι που ίσως να είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Οικογένεια

Γεννήθηκε στο Βελεστίνο, τις αρχαίες Φερές, το 1757, από εύπορη οικογένεια. Από τη νεανική του ζωή τα μόνα γνωστά είναι αυτά που ίδιος αναγράφει στην Επιπεδογραφία της Φεράς νυν λεγομένης Βελεστίνος, που είναι στο 4ο φύλλο της δωδεκάφυλλης "Χάρτας της Ελλάδος", που είναι και ένα ύμνος στη γενέτειρά του. Το όνομα του πατέρα του ήταν "Κυρίτζης",όπως φαίνεται στο αυτόγραφο του Ρήγα σε βιβλίο αρχαίοι γεωγράφοι του 1571, που είναι στην Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, συνηθισμένο όνομα στην περιοχή του Βελεστίνου, που διατηρείται μέχρι σήμερα. O πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος Κυρατζής ή Κυριαζής (ο παππούς του Κωνσταντίνος Κυριαζής ή Κυρατζής από το Περιβόλι Γρεβενών εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βελεστίνο που είχε μεταβληθεί σε Περιβολιώτικη παροικία, στις αρχές του 18ου αιώνα Η εκδοχή αυτή αμφισβητείται διότι πουθενά δεν αναγράφει ο Ρήγας όνομα του παππού του. Επί πλέον οι ποιμένες Βλάχοι ξεχειμώνιαζαν στο Βελεστίνο και σύμφωνα με την πληροφορία του Άγγλου περιηγητή Ληκ του 1809 νοίκιαζαν τα σπίτια των Τούρκων που βρίσκονταν στο Τσιφλίκι και όχι στη χριστιανική συνοικία, όπου και το Σπίτι του Ρήγα). Σύμφωνα με τη συστηματική μελέτη "Όνομα και καταγωγή του Ρήγα Βελεστινλή" θεωρήθηκε ότι είναι ντόπιος, γηγενής και δεν είχε βλάχικη καταγωγή. Η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και είχε ένα αδελφό με το όνομα Κώστας. Η ύπαρξη αδελφής του αμφισβητείται διότι δεν υπάρχουν σχετικά έγγραφα. Η ύπαρξη του αδελφού του επιβεβαιώνεται και από τον Φραγκίσκο Πουκεβίλ που αναφέρει πως είχε και ένα αδελφό, τον Κωστή, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Η οικογένεια του υπήρξε από τα θύματα της τουρκικής μανίας. Από αυτούς διασώθηκαν μόνο η μητέρα του με τον αδερφό του και μεταφέρθηκαν στη Βλαχία, όπου συντηρούνταν από τον Ρήγα.


Ο Θούριος του Ρήγα, μελοποιημένοι οι τρεις πρώτοι στίχοι
Μουσική: Χρήστος Λεοντής, Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης
 
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
 

Νεανικά Χρόνια

Τα νεανικά χρόνια του Ρήγα Φεραίου είναι βυθισμένα στην αχλύ του θρύλου και είναι δύσκολο να
ανιχνευθούν τα πραγματικά γεγονότα, όπως και ένα μεγάλο μέρος από τις δραστηριότητές του αργότερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα άτομα με τα οποία συνεργαζόταν συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, αλλά και οι περισσότερες από τις προκηρύξεις του καταστράφηκαν. Αργότερα η ανάγκη δημιουργίας εθνικών ηρώων του υπόδουλου έθνους, σε συνδυασμό με την έλλειψη σχετικής ιστοριογραφίας ανήγαγε πολλούς θρύλους περί του προσώπου του. Οι βασικότερες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του παρέχει ο Χριστόφορος Περραιβός που υπήρξε συνεργάτης του και συναγωνιστής.
Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό τα πρώτα του γράμματα λέγεται ότι τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά. Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση. Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολών του θείου του, Σπύρου Ζήρα. Αργότερα βρίσκεται στο Άγιο Όρος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο και ανέπτυξε στενή φιλία. Στην ίδια μονή συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του τον μοναχό Νικόδημο (Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη), ο οποίος του είχε παραχωρήσει τα κλειδιά της βιβλιοθήκης της φημισμένης Αθωνιάδας Σχολής για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του.

Επαναστατική δράση

Στο Άγιο Όρος έμεινε πολύ λίγο. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη (1726-1806) μέγα διερμηνέα του Σουλτάνου και παππού του μετέπειτα αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας, επίσης Αλέξανδρου Υψηλάντη (1792-1828). Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αδερφό του παππού της Μαντώς Μαυρογένους και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι έδρα της ηγεμονίας, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρώνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς.
Στη Βιέννη συνεργάτες του ήταν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λιθογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων, το Σχολείον των ντελικάτων Εραστών, το Φυσικής απάνθισμα, το Ηθικός Τρίπους, Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας,Τα Δίκαια του ανθρώπου, καθώς και το Νέος Ανάχαρσις. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της «Χάρτας», ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα. Δύο έτη αργότερα, ο Άνθιμος Γαζής επιμελήθηκε μιας νέας έκδοσης της Χάρτας, μικροτέρων διαστάσεων (1,04 x 1,02 μ), με τον τίτλο Πίναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, χωρίς όμως να αναφέρει το όνομα του Ρήγα για να αποφύγει την αυστροουγγρική λογοκρισία.
Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα. Το 1792 η υπογραφή της Ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης στο Ιάσιο οδηγεί τις ελπίδες του Ρήγα για απελευθέρωση των Ελλήνων από τη Γαλλία και τον Βοναπάρτη. Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνωμοτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διέγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Το πιθανότερο και επικρατέστερο σενάριο που επικρατεί μέχρι σήμερα για τη σύλληψη του Ρήγα έχει να κάνει σχέση με τη τελευταία φάση προετοιμασίας του που συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων και είναι το εξής. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας μαζί με τον αφοσιωμένο του φίλο Χριστόφορο Περραιβό και να τα προωθήσει στην Ελλάδα. Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντωνίου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία και συγκεκριμένα στον βαρόνο Πιττόνι, διοικητή της αστυνομίας στη Τεργέστη. Ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε το κυβερνήτη της πόλης Κόντε Πομπήιο Μπριγκίντο κι αυτός τον διέταξε να τον συλλάβει.

Τελευταία χρόνια

Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797 μαζί με τον Περραιβό. Μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκαναν έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωση του. Ανάμεσα σε αυτούς ο φίλος του Ρήγα, Οσμάν Πασβανόγλου, ηγεμόνας του Βιδινίου και ο Αλή Πασάς αλλά μάταια. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν και οδηγήθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου. Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών, γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Νεμπόισα (Небојша), παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη. Για τον ακριβή γεωγραφικό εντοπισμό-τοποθεσία του αγάλματος του Ρήγα στο Βελιγράδι, καθώς και της οδού Riga od Fere (Ρήγας Φεραίος στα Σέρβικα).

Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Ο Θούριος του Ρήγα
 

 Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθείς
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδείς.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να ’ ν ’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, είν’ πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να `ναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να `μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,
και να με κατακόψει, να γένω σαν καπνός.

Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να `χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστην του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζει,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζωσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθεί.

Όσοι απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτιά
στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθει τώρα πια.
Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφικιάλιος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένεις στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθεί
ή να κρεμάσει φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πια εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σαν θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανεί,
Το αίμα σας ας βράσει, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννεί.
Μην καρτερείτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθείτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθείτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.

Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γενείτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθείτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσεις, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανείς.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να σηκωθείς,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθείς.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανεί,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθεί.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχαστείτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοχτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδεί,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργείτε, τι στέκεστε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σαν θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψει ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψει ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλιτώσει, απ’ αύτην την πληγή,
κι ελεύθεροι να ζωμεν, αδέλφια εις την γη.