Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Διδώ Σωτηρίου,η μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος


"Δεν είδα γύρω μου
να σέβεται κανείς τον άνθρωπο.
Είδα να σέβονται τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία,
τη μοχθηρία, την ατιμία"











Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο12 Απριλίου 1909-Αθήνα23 Σεπτεμβρίου 2004) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.

Βιογραφικά στοιχεία
Μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά, γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και το 1909 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώκαι Αντρέ Ζιντ. Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941-1944) έλαβε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959.
Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα. Συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.
Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ ή λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 Ματωμένα χώματα (απόσπασμα)

Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
-Σαλεύει! Είναι ζωντανό!
Μαζεύτηκαν τα αδέλφια  μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του, ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
-Για εσείς ! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένε μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Που να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα…
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματαΜυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2003 (80η έκδ.), σ. 11-16]

Οι νεκροί περιμένουν (απόσπασμα)

        Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ' το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νά 'μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
        -Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
        -Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
        -Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
        -Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να 'ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
        Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
        Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ' άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
        Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
        Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
        Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….
        Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ' αλάτι.
        Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
        Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1979 (7η έκδ.), σ. 132-134]

Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

Ζώρζ Σαρή, η ηθοποιός και η αγαπημένη συγγραφέας ...!


Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!


Ζωρζ Σαρή,  μια σπουδαία γυναίκα και μια σημαντική προσωπικότητα της Ελληνικής λογοτεχνίας...

Η Ζωρζ Σαρή (Αθήνα, 23 Μαΐου 1925 - ίδια πόλη, 9 Ιουνίου 2012) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και συγγραφέας, κυρίως παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας.
 
Η Γεωργία Σαριβαξεβάνη Καρακώστα (πραγματικό όνομα της Ζωρζ Σαρή) γεννήθηκε στις 23 Μαΐου του 1925 στην Αθήνα. Η μητέρα της ήταν Γαλλίδα από τη Σενεγάλη και ο πατέρας της από το Αϊβαλί. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Ελλάδα, όπου τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Πριν ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της, άρχισε ο πόλεμος του 1940.
Στη διάρκεια του πολέμου η Ζωρζ Σαρή συμμετείχε στην Αντίσταση και στην ΕΠΟΝ. Περιγράφοντας εκείνα τα χρόνια η ίδια λέει: «Τα χρόνια της Κατοχής ήταν χρόνια χαράς και ελευθερίας». «Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε το δρόμο της ζωής και ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση».
Άρχισε από πολύ μικρή να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο τον Βασίλη Ρώτα. Μεγαλύτερη, στα χρόνια της Κατοχής, και αφού τελείωσε το σχολείο, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Τα χρόνια εκείνα απέκτησε πολλές εμπειρίες, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα βασικό θέμα ορισμένων βιβλίων της αλλά και συνεισέφεραν στην σταδιοδρομία της ως ηθοποιού του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαδέχθηκε ο Εμφύλιος, κατά τη διάρκεια του οποίου η Ζωρζ Σαρή πληγώθηκε στο χέρι και στο πόδι από οβίδα και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα». Αργότερα, το 1947, αναγκάστηκε να φύγει εξόριστη για το Παρίσι. Εκεί δούλεψε σε διάφορες δουλειές, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στη σχολή υποκριτικής του Σαρλ Ντιλέν. Στο Παρίσι γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Κώστας Αξελός, η Μελίνα Μερκούρη, ο Άδωνις Κύρου, ο Μαρσέλ Μαρσώ και πολλοί άλλοι. Εκείνα τα χρόνια συνάντησε και τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο παντρεύτηκε και έκαναν δύο παιδιά.
Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο δίπλα σε γνωστά ονόματα ηθοποιών. Η περίοδος αυτή διήρκησε μέχρι την εποχή της Δικτατορίας, όταν η Ζωρζ Σαρή και ορισμένοι φίλοι της ηθοποιοί αποφάσισαν να κάνουν παθητική αντίσταση και να μην ξαναπαίξουν στο θέατρο. «Δε φανταζόμασταν ότι θα κρατούσε τόσα χρόνια η Δικτατορία... Λέγαμε επτά μήνες, όχι επτά χρόνια!». Το καλοκαίρι εκείνο, στερημένη από κάποια μορφή έκφρασης, άρχισε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα. Ο Θησαυρός της Βαγίας ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά που είχε γύρω της, όπως ομολογεί και η ίδια. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1969 και είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση.
Το γεγονός αυτό στάθηκε καθοριστικό για τη Ζωρζ Σαρή, αφού από τότε αποφάσισε να στραφεί στο γράψιμο. Την προσωπική αυτή επιλογή δικαιολογεί η ίδια σε μια συνέντευξή της: «Στο γράψιμο βρήκα ό,τι δεν μπορούσα να βρω στο θέατρο, ίσως γιατί δεν ήμουν πρωταγωνίστρια και ίσως γιατί δεν ήμουν σε θέση να διαλέξω τους ρόλους που ο θιασάρχης ή ο σκηνοθέτης διάλεγαν για μένα. Τώρα φέρω ακέραιη την ευθύνη των βιβλίων μου. Κάνω αυτό που θέλω, αυτό που μπορώ».
Ωστόσο, η Ζωρζ Σαρή δεν έμεινε μόνο στη συγγραφή βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να διαδώσει το παιδικό βιβλίο και να κρατήσει ζωντανή και άμεση επαφή με το κοινό της. Έτσι, άρχισε να πηγαίνει σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα και να κάνει ομιλίες. Κατά καιρούς, μέσα από κάποια άρθρα της και με τη συμμετοχή της σε λογοτεχνικές συζητήσεις, έλαβε ενεργό μέρος σε θέματα που αφορούσαν την παιδική λογοτεχνία, όπως τα κόμικς, η θεματολογία του παιδικού βιβλίου και η θέση της γυναίκας σε αυτό.
Συναρπαστικό είναι πως πολλά απο τα βιβλία της αφορούν και απο ένα διαφορετικό μέρος της ζωής της. Η φιλία της με την Άλκη Ζέη οδήγησε στην απο κοινού συγγραφή του βιβλίου Ε.Π.

Το έργο της Ζωρζ Σαρή

Η Ζωρζ Σαρή, από το 1969 που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το Θησαυρό της Βαγίας μέχρι σήμερα, έχει γράψει είκοσι μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα θεατρικά παιδικά έργα και εννιά βιβλία για μικρά παιδιά. Επίσης, στο ενεργητικό της έχει δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Όλα τα βιβλία της έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις και μερικά από αυτά έχουν βραβευτεί. Το 1994 η Νινέτ βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, καθώς επίσης και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (το βραβείο μοιράστηκε με τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου). Αργότερα, το 1999 ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου τής έδωσε ακόμη ένα βραβείο για το Χορό της ζωής. Το 1988 Τα Χέγια προτάθηκαν για το βραβείο Άντερσεν.
Πολυγραφότατη και πολυδιαβασμένη, ξεχωρίζει για τα θέματα που επιλέγει, για τους ανθρώπινους ήρωές της, που ζουν καθημερινά και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ζωής, για το απλό της ύφος, την απομάκρυνσή της από απλές και κλασικές αφηγηματικές τεχνικές, για την άμεση και μη διδακτική προσέγγιση και παρουσίαση του παιδιού μέσα από τα έργα της[και για τη σφαιρική της όραση γύρω από το σύγχρονο παιδί. Αυτό που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου της είναι το βιωματικό γράψιμο και η ανάγκη της να εκφραστεί μέσα από αυτό. Μια ανάγκη που, όπως η ίδια ομολογεί, βοηθά τον συγγραφέα να σώσει τον εαυτό του: «Οι συγγραφείς γράφουν πριν απ’ όλα για τον εαυτό τους, για να εκφραστούν οι ίδιοι πριν απ’ όλα, για να σωθούν». Με το συγκεκριμένο τρόπο η Ζωρζ Σαρή μπορεί να «ζει» σε διαφορετικές καταστάσεις και εποχές και να τις αναπλάθει με μεγάλη πειστικότητα. Τα έργα της αποκτούν ζωντάνια και ρεαλιστική υπόσταση, ενώ οι αναγνώστες της «νιώθουν» ως δικό τους βίωμα αυτό που η συγγραφέας τούς έχει τόσο πειστικά μεταφέρει.
Το βιωματικό γράψιμο, ωστόσο, το οποίο έχει και η ίδια πολλές φορές παραδεχτεί, δεν αποκλείει τη δημιουργική φαντασία και τα μυθοπλαστικά στοιχεία, τα οποία ενυπάρχουν σε όλα τα έργα της. Στα βιβλία της «πλέκεται ο μύθος με την ιστορία» και έτσι χτίζεται το μυθ-ιστόρημα. Ο πυρήνας των έργων της μπορεί να είναι βιωματικός και να αγγίζει την πραγματικότητα, αλλά η ανάπτυξη της πλοκής τους εμπεριέχει πολλά φανταστικά στοιχεία.
Το 1994 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το μυθιστόρημα Νινέτ. Το 1995 και το 1999 βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 1988 προτάθηκε για το βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ως ηθοποιός έχει βραβευτεί το 1960 με το βραβείο Β' Γυναικείου ρόλου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης..Ήταν επίτιμο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων από το 1972 μέχρι και τον θάνατό της. Πέθανε στις 9 Ιουνίου του 2012 σε ηλικία 87 ετών και στις 12 του ίδιου μήνα κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.

Θεματολογία και κριτική των μυθιστορημάτων παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας της Ζωρζ Σαρή

Ιστορικό-πολιτικό μυθιστόρημα

Τα έργα της Ζωρζ Σαρή αποτέλεσαν σταθμό για τη σύγχρονη παιδική και νεανική λογοτεχνία, καθώς συνέβαλαν στη μεταστροφή της τη δεκαετία του 1970. Η Σαρή, σύμφωνα με την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, άρχισε να εισάγει στα βιβλία της την πολιτική σκέψη, που παύει να αποτελεί πια προνόμιο μόνο των μεγάλων. Με τα βιβλία της Όταν ο ήλιος…(1971), Κόκκινη κλωστή δεμένη…(1974), Τα γενέθλια (1977), Οι νικητές (1983), Τα χέγια (1987) εισάγει στο χώρο του παιδικού βιβλίου ιστορικά και πολιτικά γεγονότα για τα οποία κανείς δεν είχε μιλήσει μέχρι τότε. Για να το πετύχει αυτό, επιστρατεύει τα προσωπικά της βιώματα και με το εύρημα της πανταχού παρούσας πρωταγωνίστριάς της (η οποία είναι ο εαυτός της) μιλάει για το ιστορικό παρελθόν της χώρας της. Για αυτήν τη συμβολή της στη «στροφή» της παιδικής λογοτεχνίας η Ζωρζ Σαρή δέχτηκε όχι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές κριτικές. Οι ισχυρισμοί ότι μυθιστορήματα που αναφέρονται στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν (π.χ. Τα γενέθλια, Τα χέγια, Οι νικητές), χωρίς να διατηρούν την απαιτούμενη απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και στο θέμα, δεν είναι ιστορικά αλλά απλώς μαρτυρίες, όπως υποστηρίζει ο Ηρακλής Καλέργη, καθώς και ότι η έντονη παρουσία του παρελθόντος στα έργα της έχει ως αποτέλεσμα τη μη αντικειμενική αντιμετώπιση των πραγμάτων, σύμφωνα με το Γ. Παπακώστα και το διπολισμό (κυρίως στους Νικητές), ο οποίος μετά από σαράντα χρόνια καθίσταται ανεδαφικός (Κυρ. Ντελόπουλος), αποτελούν επικρίσεις, οι οποίες όμως επιδέχονται αμφισβήτηση.





"Η Πείνα" απόσπασμα

Bildungsroman

Στο εξελικτικό μυθιστόρημα, όπου η ανάπτυξη του ήρωα συμβαδίζει και επηρεάζεται από τις χρονικές, πολιτικο-ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες που συναντά στην πορεία του, ανήκει η Νινέτ, ένα βιβλίο γραμμένο από τη Ζωρζ Σαρή με πολλή αγάπη για την αδερφή της. Για τη Νινέτ, παρόλο που σύμφωνα με την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου πρόκειται για «ένα επίτευγμα αφηγηματικής τέχνης και μυθοπλαστικής ευρηματικότητας, ουσιαστικές κριτικές δεν έχουν γραφτεί, πέρα από κάποιες βιβλιοπαρουσιάσεις και αναφορές στο Κρατικό Βραβείο που της απονεμήθηκε.

Κοινωνικό μυθιστόρημα

Πολλά είναι τα έργα της Ζωρζ Σαρή τα οποία ανήκουν στο κοινωνικό-ρεαλιστικό μυθιστόρημα και εντάσσονται στους θεματικούς του κύκλους. Το πρώτο της έργο, Ο Θησαυρός της Βαγίας (1969), είναι ένα μυθιστόρημα περιπέτειας με συνεχείς αναφορές στο παρελθόν, το οποίο αγγίζει κατά κάποιον τρόπο τη θεματική του μυθιστορηματικού αυτού είδους. Σύμφωνα με το Γ. Νεγροπόντη, έχει πλοκή και υπόθεση, αλλά υστερεί σε λογοτεχνικότητα. Πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε με τη μορφή παιχνιδιού, δίνοντας έτσι ζωντάνια στο γραπτό λόγο, και ίσως γι’ αυτό είχε και μεγάλη απήχηση. Αμέσως μετά το Θησαυρό της Βαγίας η Ζωρζ Σαρή γράφει το Ψέμα (1970) και γίνεται μια από τους πρώτους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα που θίγει κοινωνικά ζητήματα όπως το διαζύγιο. Στη συγγραφική πορεία της Σαρή συναντάμε και άλλα έργα που ανήκουν σε αυτό το είδος. Με το Κρίμα κι άδικο (1990), όπως επισημαίνει η Ελένη Σαραντίτη, πραγματοποιεί «ουσιαστική στροφή εμπνεόμενη από τους ανθρώπους του μόχθου, της αγωνίας, της φτώχειας, της ανάγκης, της ελπίδας, το ζωντανό και ζεστό κύτταρο του λαού μας». Για πρώτη φορά σε έργο της μιλά για το θέμα της μετανάστευσης και δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που έχει «πόνο, ανθρωπιά, ελπίδα». Ο χώρος απ’ όπου αντλεί την έμπνευσή της δεν είναι το αστικό περιβάλλον αλλά το χωριό, «με τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του, που καθορίζουν την πορεία της ζωής των κατοίκων του. Με το έργο αυτό «η συγγραφέας έμμεσα και πολύ εύστοχα διερευνά τις αιτίες της μετανάστευσης και της φτώχειας του τόπου μας» και προχωρά πολύ βαθιά στο πρόβλημα της μετανάστευσης. Ακολουθεί το Ζουμ (1994), ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα με περίπλοκη αφηγηματική τεχνική και αρκετά στοιχεία από την τέχνη του κινηματογράφου. Η φιλία και τα σχολικά χρόνια είναι το θέμα του μυθιστορήματος Ε.Π. (1995). Το Ε.Π. είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που κεντρικό θέμα έχει τη φιλία της συγγραφέα με τις συμμαθήτριές της και ιδίως με την Άλκη Ζέη. Το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από μια παιδική θέαση του κόσμου, πηγαίο χιούμορ, απλό και στέρεο λόγο, καθώς και μια αναφορά στις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής στην Ελλάδα, όπου κυριαρχούσε η αυταρχική αγωγή. Με το Μια αγάπη για δύο (1996), το οποίο αποτελεί προϊόν της συνεργασίας της Ζωρζ Σαρή με την Αργυρώ Κοκορέλη, καινοτομεί και πάλι, καθώς, όπως παρατηρεί ο Γ. Παπαδάτος, μόνο στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε παρουσιάστηκαν βιβλία με κεντρικό πυρήνα το ερωτικό στοιχείο στις σχέσεις προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Τα τελευταία μέχρι σήμερα (Φεβρουάριος 2004) μυθιστορήματά της είναι O χορός της ζωής (1998), Σοφία (1998), O Κύριός μου (2002) και Ο πόλεμος, η Μαρία και το αδέσποτο (2003). Το πρώτο είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Είναι μια «καλοστημένη ιστορία, ειλικρινής και αρκετά συγκινητική, με στιγμιαίες λάμψεις και χιούμορ». Και σε αυτό το έργο η φιλία και ο έρωτας έχουν βασική θέση.

Ηθογραφικό μυθιστόρημα

Η Ζωρζ Σαρή έχει γράψει συνολικά δύο ηθογραφικά μυθιστορήματα, Τα στενά παπούτσια (1979) και Το παραράδιασμα (1989). Στα Στενά παπούτσια (ένα ακόμη αυτοβιογραφικό βιβλίο) περιγράφεται η πραγματική φιλία και ο τρυφερός έρωτας της Ζωής και του Παναγιώτη, αλλά και οι συνθήκες ζωής της γυναίκας στις αρχές του περασμένου αιώνα στην Ελλάδα. Στο βιβλίο αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέει η Ζωή Βαλάση, «ακούγονται φωνές που ήταν κρυμμένες στα άλλα της έργα. Η χαρακτηριστική λαχτάρα για ζωή δραπετεύει από τις αστικές κάμαρες και τους κοινωνικούς προβληματισμούς και αγκαλιάζει με πάθος την ίδια τη φύση. Οι λέξεις έχουν μια ζουμερή παρήχηση και η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη με καλοκαιρινές εικόνες». Η Βίτω Αγγελοπούλου προσθέτει ότι όλοι οι χαρακτήρες που κινούνται μέσα στο μυθιστόρημα διαγράφονται με παραστατικότητα. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή που ξεφεύγει από το αστικό πλαίσιο και αυτό ενθουσιάζει τους κριτικούς, γεγονός όμως που δεν τους εμποδίζει να εντοπίσουν και κάποιες αδυναμίες στο έργο. Η Βαλάση, συνεχίζοντας την κριτική της, προσθέτει ότι η χαρά της συγγραφέα κάποιες φορές είναι τόσο δυνατή στο κείμενο, που συνθλίβει την ιστορία, αδικεί την πλοκή και παραβλέπει τη συναισθηματική κορύφωση του αναγνώστη. Την αδυναμία της πλοκής εντοπίζει και η Βίτω Αγγελοπούλου, η οποία όμως επισημαίνει ότι ακόμη και έτσι δε μειώνεται η αξία του έργου. Αρκετά χρόνια μετά η Ζωρζ Σαρή επανέρχεται με ένα ακόμα ηθογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο όμως αυτή τη φορά δεν είναι αυτοβιογραφικό και καθόλου νοσταλγικό. Με το Παραράδιασμα αρχικά και με το Κρίμα κι άδικο στη συνέχεια, όπως έχουμε δει, επιτελεί μεγάλη και ουσιαστική στροφή. Η Ελένη Σαραντίτη, αναφερόμενη στο Παραράδιασμα, γράφει πως πρόκειται για ένα δύσκολο και καθόλου ευχάριστο έργο, ένα άρτιο μυθιστόρημα, το πολυτιμότερο ίσως έργο της Ζωρζ Σαρή. Συμπληρώνει ότι είναι ένα βιβλίο έντονων συναισθημάτων, ελκυστικής μορφής και τέλειας έκφρασης. Με το έργο αυτό η συγγραφέας δείχνει ότι έχει γνώση της ψυχοσύνθεσης του ΄Έλληνα και της ζωής στην ενδοχώρα, ενώ εντυπωσιάζει με την άψογη χρήση της γλώσσας, και μάλιστα των τοπικών ιδιολέκτων. Δεν αρκείται μόνο στην περιγραφή της ζωής της εποχής εκείνης, αλλά προβαίνει σε συγκρίσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος σε ό,τι αφορά τη ζωή της γυναίκας, τη δικαιοσύνη και τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Πρόκειται, λοιπόν, όπως φαίνεται από τις κριτικές, για ένα έργο συγγραφικής ωριμότητας, το οποίο δε δείχνει να παρουσιάζει κανένα μειονέκτημα. Ολοκληρώνοντας, θα λέγαμε ότι η Ζωρζ Σαρή προσεγγίζει ένα ευρύτατο πλαίσιο θεμάτων, τα οποία είτε προέρχονται από τις προσωπικές της εμπειρίες είτε από τον άμεσο κοινωνικό της περίγυρο. Και στις δύο περιπτώσεις τα έργα της διακρίνονται για την αμεσότητά τους, μέσα από την οποία αποκαλύπτεται η ίδια η συγγραφέας. Η ίδια, θέλοντας να τονίσει την παρουσία της μέσα σε όλα τα έργα της, λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή της: «Μια μεγάλη συγγραφέας έλεγε πως ό,τι και να γράψω, και το σκύλο μου να βάλω, πάλι μέσα στο σκύλο μου θα ’μαι. Δεν μπορεί ο συγγραφέας να μη βρίσκεται κάπου, άλλοτε φανερά, άλλοτε στα κρυφά, και δεν το παίρνεις είδηση, αλλά κάποια στιγμή, κάποιο λεπτό, ο συγγραφέας θα μιλήσει. Κι όταν βγει, μπορεί, αν είναι άντρας, να γίνει γυναίκα ή να γίνει σκύλος. Λοιπόν, πόσο μάλλον σε κάποιον σαν και μένα που δεν έχει πολλή φαντασία…». Επίσης μαζί με την Αργυρώ Κοκορέλλη έγραψε τον Πρόλογο στο μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου Καπετάν Ζωή.
 
 Βιογραφαφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 
 Τα Χέγια (απόσπασμα)
[…Όταν πρωτοπήγε σχολείο, τα παιδιά γύρω της µιλούσαν για τη µάνα τους. Η µάνα κυρίαρχη στις παιδιάστικες κουβέντες: «η µάνα µού αγόρασε ποδιά…», «η µάνα µ’ έδειρε…», «η µάνα µου είπε…». Σώπαινε. Ένιωθε ένοχη, λες κι έφταιγε εκείνη που µάνα δεν υπήρχε στο σπίτι. Έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου οι µανάδες περίµεναν τα παιδιά τους. Όλες τους νέες, όµορφες. Η θεία Καλλιόπη στεκόταν παράµερα. Πάντα µαυροντυµένη, ψηλή κι αδύνατη. Μέσα από τους φακούς της κοιτούσε µε ύφος επιτιµητικό τις αγκαλιές και τα φιλιά. Την τραβούσε από το χέρι. Να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, λες και φοβόταν µην κολλήσει η ανιψιά της καµιά αρρώστια. Μια µέρα ένα αγοράκι τη ρώτησε: «Γιαγιά σου είναι αυτή που σε περιµένει το µεσηµέρι;» καιη Μάτα του απάντησε: «Όχι, µάνα µου». ∆εν ήθελε να ξεχωρίζει από τ’ άλλα παιδιά.
Ήταν όµως φορές που ερχόταν ο πατέρας. Στεκόταν πλάι στο χορό των γυναικών. Παλικάρι. Όµορφος, τόσο όµορφος! Τότε ένιωθε πως είναι η καλύτερη, η πιο δυνατή, η πιο πλούσια. Ο πατέρας της άξιζε όλες τις µανάδες του κόσµου. Του άρπαζε το χέρι και σκόρπιζε µα δυνατή φωνή τα «Άντε γεια» στα µαθητάκια. Περπατούσε καµαρωτή στο πλάι του κι ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η γλώσσα της ροδάνι. Όλα του τα ’λεγε. Για τη δασκάλα, που µάλωσε τον Τάσο, για τον τσακωµό της µε τη Μαρία, για τον Οδυσσέα, που γύρισε στην Ιθάκη… «Τον ήξερες, εσύ µπαµπά, τον Οδυσσέα;». Εκείνος γελούσε· την άκουγε και γελούσε.
Γελούσε µε τις κουβέντες της και τα καµώµατά της. Την κάθιζε στα γόνατά του και της έλεγε παραµύθια. Ξεφύλλιζαν βιβλία µε πολύχρωµες ζωγραφιές. Παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, τις κουµπάρες. Τη «διάβαζε». Αργότερα εκείνη του διάβαζε τις εκθέσεις της. Ποιήµατα. Έκαναν περιπάτους. Πήγαιναν εκδροµές. Καθισµένοι µπροστά στην τηλεόραση έβλεπαν µαζί παλιές ελληνικές ταινίες, µαυρόασπρες, θολές. Της έλεγε: «Έτσι ήταν τότε η Αθήνα… Είχε τραµ… Να και µια λατέρνα… Οι ανηφοριές της Πλάκας. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Μετά τον πόλεµο όλα άλλαξαν. Χτίστηκαν πολυκατοικίες, µεγαθήρια…». Ίσως να νοσταλγούσε την παλιά Αθήνα που ποτέ του δεν γνώρισε. Οι άλλες του κουβέντες ήταν όλες καθηµερινές· σύντοµες: «τι θα φάµε», «τι να σου ψωνίσω», «θα βρέξει…», «πρέπει να παραγγείλω πετρέλαιο…», «µπας κι είσαι άρρωστη;
–ακουµπούσε τα χείλη του πάνω στο µέτωπό της– είσαι ζεστή. Γρήγορα στο κρεβάτι! Θα φωνάξω το γιατρό. Καλλιόπη, φτιάξε µια ζεστή σούπα για το παιδί», «πρέπει να τρως, είσαι πάνω στην ανάπτυξη», «το βράδυ θα πάµε σινεµά», «το Πάσχα θα πάµε στο ∆αδί…». Μιλούσε, αράδιαζε κουβέντες, τις φώναζε, σα να µην ήθελε ν’ ακούσει η Μάτα τη σιωπή του.
Κέλυφος η σιωπή του. Ποιον ήθελε να προστατέψει; Την κόρη του ή τον ίδιο του τον εαυτό; Για ποιο λόγο να σωπαίνει; Και γιατί η Μάτα, που ήταν πάντα περίεργη, που όλα ήθελε να τα µαθαίνει, γιατί να συνεργεί στη σιωπή του; Γιατί σαν παιδί δεν τον ρωτούσε: «Πού ζούσαµε στην Αθήνα; Πώς ήταν το σπίτι µας; Τι έγινε ο καθρέφτης µε τη µεγάλη χρυσή κορνίζα; Γιατί φύγαµε από την Αθήνα; Και η γυναίκα σου; Ζει; πέθανε; Είχε γονείς η µάνα µου;» Γιατί δε ρωτούσε; Μήπως φοβόταν και σώπαινε κι εκείνη; Τι φοβόταν;
Μια ψευτιά της θείας για τη µάνα της κι ένα ανώνυµο τηλεφώνηµα την έφεραν αντιµέτωπη µε τη σιωπή του πατέρα.
Τώρα µεγάλωσε και δε µπορεί να κάνει πίσω. ∆ε θέλει. Πρέπει να ξεδιαλύνει την αλήθεια.
Πρέπει να µάθει την αλήθεια…]