Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Ελευσίνια Μυστήρια

 Τα Ελευσίνια ήταν γιορτή και μυστηριακή τελετή που πραγματοποιούνταν στην Ελευσίνα της Αττικής προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και τηςΠερσεφόνης. Κατά κοινή παραδοχή, επρόκειτο για την ιερότερη και πιο σεβαστή τελετή από όλες τις γιορτές της αρχαίας Ελλάδας: έχοντας ξεκινήσει από τη Σαμοθράκη και τα Καβείρια Μυστήρια μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα από Θράκες αποίκους. Άρχισαν να αποκτούν μεγάλη φήμη κατά τον καιρό του Πεισίστρατου και έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους κατά το χρυσό Αιώνα του Περικλή.

Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης - The nightmare of Persephone
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Ίδρυση των Μυστηρίων

Σε ό,τι αφορά την προέλευση των Μυστηρίων, στα σχετικά κείμενα των αρχαίων συγγραφέων ως συνήθως αναμιγνύονται μυθικά και ιστορικά στοιχεία πάνω στα οποία δεν μπορεί να βασιστεί κάποια ακριβής χρονολόγηση. Κατά τη μυθολογία, ιδρυτής τους θεωρούνταν ο Εύμολπος ή ο Μουσαίος, ο οποίος θεωρούνταν γιος του Ορφέα και τελετάρχης στα Μυστήρια. Θεωρίες επίσης υποστηρίζουν ότι ιδρυτής τους ήταν ο Ερεχθέας, που εισήγαγε την τελετή από την Αίγυπτο (Πωλ Φουκάρ (Paul Foucart)), ή ακόμα και η ίδια η Δήμητρα, η οποία έφτασε στην Ελευσίνα ψάχνοντας για την Περσεφόνη και πρόσφερε σιτηρά στους κατοίκους, εγκαινιάζοντας τις τελετές και ταμυστήρια. Μάλιστα, λέγεται ότι κοντά στην Καλλίχορο πηγή στην Ελευσίνα βρισκόταν ένας βράχος, η Αγέλαστος Πέτρα, στον οποίο κάθισε να ξεκουραστεί η Δήμητρα, και αργότερα γύρω από αυτόν οι γυναίκες της Ελευσίνας έψαλλαν ύμνους προς τη θεά.
Στη σφαίρα της μυθολογίας ανήκει και η διήγηση του Παυσανία για τις αρχές των Μυστηρίων. Σύμφωνα με αυτή, κατά τη βασιλεία του Ερεχθέα ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Ελευσινίων, μετά το τέλος του οποίου και την ήττα των τελευταίων, η Ελευσίνα έγινε ένας από τους δήμους της Αττικής και αναγνωρίστηκε η κυριαρχία των Αθηναίων στα πάντα εκτός από τις Τελετές, τις οποίες επιθυμούσαν να διατηρήσουν να διεξάγουν οι Ελευσίνιοι. Συνεπώς, κατά τον μύθο το ιερατείο το υπεύθυνο για την τελετή αποτελείτο από τους απογόνους του Ευμόλπου, τους Ευμολπίδες, τις κόρες του βασιλιά Κελεού και από το ιερατικό γένος των Κηρύκων, οι οποίοι απέδιδαν την καταγωγή τους στον Ερμήκαι την Άγλαυρο. Από τους Ευμολπίδες προερχόταν ο Ιεροφάντης των Μυστηρίων, ενώ από τους Κήρυκες ο Δαδούχος.
Αν και θεωρείται σίγουρο ότι στην προϊστορία θα υπήρχαν λατρείες και τελετές που σχετίζονται με τη γεωργία, τη φύση και την εναλλαγή των εποχών, τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα δεν επαρκούν ώστε με βεβαιότητα να τοποθετηθεί η απαρχή των Μυστηρίων σε προϊστορική περίοδο. Οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές άρχισαν στην Ελευσίνα το 1882 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και σταδιακά απεκάλυψαν τα κτίρια που σχετίζονται με τη λατρεία. Οι αρχαιότερες κατασκευές οι οποίες με βεβαιότητα μπορούν να συνδεθούν με τα Μυστήρια ανάγονται στον 8ο πΧ αιώνα. Όμως κάτω από τα ερείπια του Τελεστηρίου κατά τη δεκαετία του 1930 βρέθηκαν τοίχοι και τμήματα άλλου κτιρίου που ανάγεται στην Ύστερη Περίοδο του Χαλκού (1550-1100 πΧ). Το κτίριο αυτό ονομάστηκε από τους αρχαιολόγους "Μέγαρο Β" και διατυπώθηκαν διαφορετικές θεωρίες για το ποια ήταν η χρήση του. Αρχαιολόγοι όπως οι Γ. Μυλωνάς και Ι. Τραυλός θεώρησαν ότι ήταν χώρος λατρείας (cult) της Δήμητρας και ότι έτσι υπήρχε συνέχεια της λατρείας από την μυκηναϊκή μέχρι την ιστορική περίοδο. Από τη δεκαετία του 1980 αμφισβητήθηκε η λατρευτική χρήση του κτίσματος και θεωρήθηκε ότι μπορεί να ήταν χώρος κατοικίας. Ο αρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος (2003) υποστηρίζει ότι το κτίριο μπορεί να χρησίμευε και για τους δύο σκοπούς, δηλ. ως κατοικία κάποιας επιφανούς οικογενείας και για την οικιακή λατρεία της Θεάς.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα σε συνδυασμό με τις αναφορές του Θουκυδίδη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα Μυστήρια (και η ίδια η Ελευσίνα) ήταν υπό τον έλεγχο των Αθηνών από πολύ ενωρίς, πιθανώς από τις αρχές του 7ου π.Χ. αι.
Κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής ηγεμονίας, τα Mυστήρια διακρίνονταν σε Μεγάλα και Μικρά. Τα Μεγάλα γιορτάζονταν στην Αθήνα και στην Ελευσίνα, ενώ τα Μικρά στην Άγρα, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό στις όχθες του ποταμού Ιλισού.

Μικρά Ελευσίνια

Τα Μικρά Ελευσίνια αποτελούσαν "προετοιμασία" για τα Μεγάλα Μυστήρια. Πραγματοποιούνταν κατά το μήνα Ανθεστηριώνα και ήταν προς τιμήν της Περσεφόνης. Ονεοπλατωνιστής Thomas Taylor, στο βιβλίο του "Ελευσίνια και Βακχικά Mυστήρια", αναφέρει πως "τα Κατώτερα Μυστήρια δημιουργήθηκαν για να σημάνουν με αποκρυφιστικό τρόπο την κατάσταση της μη εξαγνισμένης ψυχής που έχει ενδυθεί το γήινο σώμα της και έχει περιβληθεί την υλική φύση."
Ενώ αρχικά απαγορευόταν η συμμετοχή στους μη Αθηναίους, αργότερα αναφέρεται από τον Ηρόδοτο πως όλοι οι Έλληνες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μύηση, ενώ αλλού αναφέρεται ότι απαγορευόταν στους εγκληματίες, τους βαρβάρους, τους μάγους και τους άθεους.
Οι μύσται, όπως λέγονταν, γίνονταν δεκτοί στα Μεγάλα Μυστήρια τουλάχιστον ένα χρόνο μετά την αρχική τους μύηση. Οι τελετές του πρώτου σταδίου μύησης περιλάμβαναν τη θυσία ενός χοίρου στο λιμένα του Κανθάρου, θυσία κοινή με τα Θεσμοφόρια, πάλι προς τιμήν της Δήμητρας, και τον εξαγνισμό από έναν ιερέα με το όνομα Υδρανός. Οι μύστες έπρεπε επίσης να πάρουν όρκο εχεμύθειας από το μυσταγωγό. Δέχονταν κάποια διδασκαλία, που τους επέτρεπε αργότερα να αντιληφθούν τα μυστήρια στα Μεγάλα Ελευσίνια.


Μεγάλα Ελευσίνια

Τα Μεγάλα Ελευσίνια εορτάζονταν κατά τη 15η ημέρα του μήνα Βοηδρομιώνα και κρατούσαν εννέα ημέρες. Οι συμμετέχοντες αποκαλούνταν επόπται ή έφυροι. Την προηγουμένη της γιορτής, οι έφηβοι της πόλης υποδέχονταν τα Ιερά Αντικείμενα, τα οποία δε φανερώνονταν σε κανέναν παρά μόνο από τους Ιεροφάντες στους Μύστες, από την Ελευσίνα στο Ελευσίνιον, ιερό στη βάση της Ακρόπολης.
  • Την πρώτη ημέρα, όσοι είχαν μυηθεί στα Μικρά Ελευσίνια συγκεντρώνονταν στην Ποικίλη Στοά της Αρχαίας Αγοράς μετά από πρόσκληση των ιερέων, εξ ου και η ημέρα ονομαζόταν αγυρμός και πρόρρησις. Η συμμετοχή στη γιορτή δεν προϋπέθετε τη μύηση, γι' αυτό και η γιορτή προσείλκυε ανθρώπους από ολόκληρη την Ελλάδα που συνέρρεαν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τα δρώμενα.
  • Η δεύτερη ημέρα, που ήταν αφιερωμένη σε καθαρμούς, ονομαζόταν Άλαδε Μύσται, μάλλον από τη φράση με την οποία καλούνταν οι συμμετέχοντες. Οι μύστες πορεύονταν σε πομπή προς τη θάλασσα, όπου περνούσαν από εξαγνισμό. Τελούνταν υπό την προεδρία του Βασιλέως, ενός των αρχόντων της αρχαίας Αθήνας και τεσσάρων άλλων που εκλέγονταν από τον δήμο των Αθηναίων. Η διαδικασία προσομοιάζει αρκετά με τη σύγχρονη χριστιανική τελετή των Θεοφανείων.
  • Για την τρίτη ημέρα λίγα είναι γνωστά. Από τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας μαθαίνουμε ότι ήταν ημέρα νηστείας κι ότι το απόγευμα λάμβανε χώρα γεύμα από άρτους φτιαγμένους από μέλι και σουσάμι. Δεν είναι σίγουρο αν υπήρχαν θυσίες ή όχι, πάντως υπήρχαν προσφορές ψαριών [12] και άρτων από κριθάρι που φύτρωνε στο Ράριο Πεδίο, οι οποίες γίνονταν στο όνομα της Άχθειας Δήμητρας. Ωστόσο, αυτή η προσφορά ίσως γινόταν παράλληλα με την καλάθο κάθοδον, κατά την οποία μεταφερόταν από βόδια ένα καλάθι γεμάτο παπαρούνες καιρόδια, που σχετίζονταν με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη αντίστοιχα.
  • Η τέταρτη ημέρα, που αποκαλούνταν Επιδαύρια, ήταν πρόσθετη για όσους είχαν προσέλθει καθυστερημένα. Λέγεται ότι προστέθηκε στον αρχικό αριθμό των ημερών, όταν ο Ασκληπιός ήρθε να πάρει μέρος στη μύηση από την Επίδαυρο, αλλά καθυστέρησε μια μέρα και οι Αθηναίοι πρόσθεσαν άλλη μια μέρα στη γιορτή για να μην τον δυσαρεστήσουν.
  • Την πέμπτη ημέρα, που αποκαλούνταν η των λαμπάδων ημέρα, οι μύστες με επικεφαλής τον δαδούχο κατευθύνονταν με πυρσούς στο ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, όπου και παρέμεναν για όλη τη νύχτα. Η πομπή αυτή συμβόλιζε την περιπλάνηση της θεάς για να βρει την κόρη της.
  • Την έκτη ημέρα, που ονομάζεται Ίακχον και θεωρείται η ιερότερη, το άγαλμα του Ίακχου, γιου της Περσεφόνης και του Χθόνιου Δία, στολισμένο με μυρτιές και με ένα δαυλό στο χέρι του, μεταφερόταν από το ναό του Ίακχου με φωνές και τραγούδια κατά μήκος της Ιεράς Οδού, που συνέδεε τον Κεραμεικό με το Θριάσιο Πεδίο. Κατά την πορεία αυτή ακούγονταν κατά το έθιμο οι «γεφυρισμοί», χοντροκομμένα αστεία, στη γέφυρα του Κηφισού. Τα σκώμματα αυτά ήταν συμβολικά και αναφέρονταν στην Ιάμβη της Ελευσίνας, η οποία με τα αστεία της κατάφερε να κάνει τη Δήμητρα να γελάσει, όταν θλιμμένη έψαχνε την κόρη της. Την πομπή ακολουθούσε μεγάλο πλήθος συμμετεχόντων και θεατών, το οποίο, κατά τον Ηρόδοτο, έφτανε τους 30.000 κατά μήκος της Ιεράς Οδού.
Τη νύχτα, οι μύστες παρέμεναν στην Ελευσίνα, ενώ οι υπόλοιποι, επισκέπτες και αμύητοι, διώχνονταν από έναν κήρυκα. Πιστεύεται ότι οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα στο αποκορύφωμα των Μυστηρίων για να σπάσουν την ιερή αποχή από το φαγητό και το ποτό, ο οποίος αποτελούνταν κυρίως από νερό, κριθάρι και βότανα. Επαναλάμβαναν τον όρο εχεμύθειας των Μικρών Ελευσινίων, περνούσαν από νέο εξαγνισμό και οδηγούνταν από το μυσταγωγό στο Τελεστήριον. Φαίνεται πως η τελετή χωριζόταν σε τρία τμήματα: ταδρώμενα, κατά τα οποία γινόταν αναπαράσταση της ιστορίας της Δήμητρας και της Περσεφόνης, καθώς και της αρπαγής της τελευταίας από τον Άδη και της περιπλάνησης της μητέρας της για να τη βρει, τα δεικνύμενα, όπου ο Ιεροφάντης έμπαινε στο Ιερό και έβγαινε λίγο αργότερα με τα Ιερά αντικείμενα των δυο θεοτήτων, τα οποία πρόβαλλε στους μυημένους, και τα λεγόμενα, συμβολικές φράσεις των μυστών. Ακολουθούσε ο ύψιστος βαθμός μύησης με την ονομασία εποπτεία. Κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν στους πιστούς ως σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της Μητέρας Γης.
Οι αρχαίοι συγγραφείς αποφεύγουν να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες για το σημείο αυτό, καθώς όποιος συμμετείχε στα Μυστήρια και αποκάλυπτε κάτι από την τελετή τιμωρούνταν με θάνατο.
Κατά την έβδομη και όγδοη ημέρα, οι μυημένοι επέστρεφαν στην Αθήνα. Η ένατη και τελευταία ημέρα ονομαζόταν πλημοχόαι, που ήταν ένα είδος αγγείου. Δυο τέτοια αγγεία γεμίζονταν με νερό ή κρασί από τους μύστες, τα ανύψωναν και έπειτα προσέφεραν χοές προς την ανατολή και τη δύση προφέροντας μυστικές φράσεις.

Ελευσίνια σε άλλες περιοχές

Τα Ελευσίνια εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Από την Αθήνα εισήχθη η εορτή τους στην Έφεσο, η Κρήτη είχε τη δική της γιορτή των Ελευσινίων, ενώ στη Λακωνία εορτάζονταν μόνο από τους κατοίκους μιας πόλης, οι οποίοι μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα της Περσεφόνης στο Ελευσίνιον, πάνω στον Ταΰγετο.

Τέλος των Ελευσινίων

Τα Ελευσίνια Μυστήρια επιβίωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 170, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν το Ναό της Δήμητρας, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α' προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου Α'. Ο Αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 διέταξε το κλείσιμο όλων των αρχαίων ιερών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των οπαδών της παλαιάς θρησκείας στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική θρησκεία. Τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396, όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος, συνοδευόμενος από Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσε όλο το ιερατείο. Το τέλος των Ελευσινίων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος "ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα".

Σημασία των Ελευσινίων Μυστηρίων

Nam mihi cum multa eximia divinaque videntur Athenae tuae peperisse atque in vitam hominum attulisse, tum nihil meilus illis mysteriis, quibus ex agresti immanique vita exculti ad humanitatem et mitigati sumus, initiaque ut appellantur ita re vera principia vitae cognovimus, neque solum cum laetitia vivendi rationem accepimus, sed etiam cum spe meliore moriendi.

Γιατί ανάμεσα στους εξαίρετους και πράγματι θεϊκούς θεσμούς που η Αθήνα σας έχει γεννήσει και φέρει στην ανθρωπότητα, καμία, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλύτερη από αυτά τα Μυστήρια. Γιατί μέσω αυτών αποβάλαμε το βάρβαρο και άγριο τρόπο ζωής και μορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε. Και "μύησις" καθώς αποκαλείται, πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά και να πεθαίνουμε με μια καλύτερη ελπίδα.
— Κικέρων, Περί νόμων, Βιβλίο Β',36
Η μύηση αποσκοπούσε στη συμφιλίωση με το θάνατο και την προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής και γι' αυτό το λόγο είχε μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη. Η πεποίθηση αυτή αντανακλάται και στον ομηρικό ύμνο προς τη θεά Δήμητρα.
Η ουσία των Ελευσίνιων μυστηρίων παραμένει κάτι το άγνωστο. Ακόμα και για τα Ιερά Αντικείμενα που έφερε ο Ιεροφάντης ενώπιον των μυημένων στο αποκορύφωμα της τελετής δεν είναι γνωστή η φύση τους: εικάζεται πως ήταν αρχαϊκά αγαλματίδια και σύμβολα πιθανότατα της Δήμητρας και της Κόρης. Η μυστικότητα που επιβαλλόταν μεταξύ των μυημένων στηρίζεται σε βάσεις θρησκευτικές και πολιτικές. Στον Ομηρικό Ύμνο αναφέρεται πως "τα μυστήρια που έδειξε η Δήμητρα δεν πρέπει ούτε να παραμελούνται ούτε να ερευνούνται ούτε να κοινολογούνται", ενώ από την πολιτεία επιβαλλόταν η θανατική ποινή σε όποιον αθετούσε τον όρκο των μυστών. Πιο συγκεκριμένα, ο Διαγόρας ο Μήλιος επικηρύχθηκε από τους Αθηναίους για δύο τάλαντα για την σύλληψη του και για ένα τάλαντο για τον θάνατο του, με την κατηγορία του ότι διακωμώδησε τα ιερά μυστήρια. ΟΑλκιβιάδης με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε ότι σε κάποιες τραγωδίες του προέβη σε αποκάλυψη μέρους Μυστηρίων, αλλά τελικά απαλλάχτηκε, ενώ ο ρήτορας Ανδοκίδης μόλις διέφυγε την ποινή του θανάτου. Κανείς, επίσης, όσο διαρκούσε η γιορτή, δεν μπορούσε να συλληφθεί για καμιά κατηγορία. Ο Λυκούργος εισήγαγε νόμο να μη χρησιμοποιούνται πολυτελή άρματα κατά την πομπή προς την Ελευσίνα, καθώς θεωρούνταν από κάποιους πρόκληση για το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλεως.
Όσον αφορά την πραγματική φύση των γεγονότων των Ελευσινίων, υπάρχουν δυο διαφορετικές θεωρίες. Ενώ κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι ιερείς παρουσίαζαν τη μεταθανάτια ζωή μέσω διαφόρων ιερών αντικειμένων και της έντονης εναλλαγής φωτός και σκοταδιού, άλλοι θεωρούν ότι η ισχύς και η "μακροζωία" των Ελευσινίων οφείλεται στο ότι η εμπειρία για κάθε μυημένο ήταν εσωτερική και προκαλούνταν ίσως από κάποια ψυχοενεργή ουσία που περιείχε ο κυκεών
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, επίσης, για το αν κατά την τελετή στο ιερό της Ελευσίνας τελούνταν ιερός γάμος. Υπάρχουν κάποιες αναφορές για τη συνεύρεση θεοτήτων ή τη συμβολική ένωση του Ιεροφάντη και της πρωθιέρειας των Μυστηρίων, ως αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη ή της ένωσης του Δία με τη Δήμητρα. Η τελετή έληγε με τη συμβολική γέννηση ή αναγέννηση ενός αγοριού, ίσως του Ίακχου, του Πλούτου, γιου της Δήμητρας και του Ιασίωνα, ή του Διόνυσου-Ζαγρέα, που κατά τους Ορφικούς ήταν γιος της Περσεφόνης και του Δία. Ο ιεροφάντης έρχονταν μπροστά στους μύστες και αναφωνούσε: "Ιερον ετεκε ποτνια κουρον, Βριμω Βριμων". Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές ίσως προέρχονται από τη σύγχυση των αρχαίων συγγραφέων ανάμεσα στη λατρεία των Ορφικών, φρυγικών θεοτήτων και ντόπιων ελληνικών θεών, χαρακτηριστικό δείγμα θεοκρασίας.

Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Διδώ Σωτηρίου,η μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος


"Δεν είδα γύρω μου
να σέβεται κανείς τον άνθρωπο.
Είδα να σέβονται τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία,
τη μοχθηρία, την ατιμία"











Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο12 Απριλίου 1909-Αθήνα23 Σεπτεμβρίου 2004) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.

Βιογραφικά στοιχεία
Μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά, γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και το 1909 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώκαι Αντρέ Ζιντ. Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941-1944) έλαβε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959.
Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα. Συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.
Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ ή λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 Ματωμένα χώματα (απόσπασμα)

Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
-Σαλεύει! Είναι ζωντανό!
Μαζεύτηκαν τα αδέλφια  μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του, ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
-Για εσείς ! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένε μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Που να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα…
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματαΜυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2003 (80η έκδ.), σ. 11-16]

Οι νεκροί περιμένουν (απόσπασμα)

        Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ' το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νά 'μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
        -Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
        -Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
        -Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
        -Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να 'ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
        Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
        Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ' άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
        Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
        Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
        Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….
        Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ' αλάτι.
        Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
        Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1979 (7η έκδ.), σ. 132-134]