Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ποιητές...

"Ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι
όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια..."






Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα.

Ερωτικό γράμμα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο.

Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι.

Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου
φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα
μέσα στον άγριο πόλεμο.


Βίος
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.
»
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980(με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».


Δρόμοι που χάθηκα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π’ αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει.


Επί  πλέον δράση
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).

Γερνάς και σκοτεινιάζει
Μουσική: Μάνος Λοίζος

Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά
μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά.

Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
γερνάς και σκοτεινιάζει.

Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς.

Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Βρέχει στην φτωχογειτονιά
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου

Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες


Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.

Σαββατόβραδο
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Μοσχοβολούν οι γειτονιές 
βασιλικό κι ασβέστη, 
παίζουν τον έρωτα κρυφά 
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη, 
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο 
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, 
από Δευτέρα πάλι 
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να `ταν η ζωή μας 
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να `ρχονταν 
μια Κυριακή το βράδυ. 

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε 
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες, 
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό. 

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο 
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, 


Τιμήσεις και διακρίσεις
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Πήρα τους δρόμους
Να `χα δυο χέρια, δυο σπαθιά
να σε σκεπάσω αγάπη μου
να μη σ’ αγγίζει ο πόνος.
Να `μουν αητός, να `χα φτερά
για να σε πάρω μακριά
να μη σε βρίσκει ο χρόνος.

Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει, 
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.

Πήρα τους δρόμους τ’ ουρανού
τα σύννεφα κυνήγησα
μίλησα με τ’ αστέρια.
Έψαξα νότο και βοριά
για να σου φέρω τη χαρά
μα έμεινα μ’ άδεια χέρια.

Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει, 
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».

Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

V

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…


Από http://users.uoa.gr/

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Ελευσίνια Μυστήρια

 Τα Ελευσίνια ήταν γιορτή και μυστηριακή τελετή που πραγματοποιούνταν στην Ελευσίνα της Αττικής προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και τηςΠερσεφόνης. Κατά κοινή παραδοχή, επρόκειτο για την ιερότερη και πιο σεβαστή τελετή από όλες τις γιορτές της αρχαίας Ελλάδας: έχοντας ξεκινήσει από τη Σαμοθράκη και τα Καβείρια Μυστήρια μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα από Θράκες αποίκους. Άρχισαν να αποκτούν μεγάλη φήμη κατά τον καιρό του Πεισίστρατου και έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους κατά το χρυσό Αιώνα του Περικλή.

Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης - The nightmare of Persephone
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Ίδρυση των Μυστηρίων

Σε ό,τι αφορά την προέλευση των Μυστηρίων, στα σχετικά κείμενα των αρχαίων συγγραφέων ως συνήθως αναμιγνύονται μυθικά και ιστορικά στοιχεία πάνω στα οποία δεν μπορεί να βασιστεί κάποια ακριβής χρονολόγηση. Κατά τη μυθολογία, ιδρυτής τους θεωρούνταν ο Εύμολπος ή ο Μουσαίος, ο οποίος θεωρούνταν γιος του Ορφέα και τελετάρχης στα Μυστήρια. Θεωρίες επίσης υποστηρίζουν ότι ιδρυτής τους ήταν ο Ερεχθέας, που εισήγαγε την τελετή από την Αίγυπτο (Πωλ Φουκάρ (Paul Foucart)), ή ακόμα και η ίδια η Δήμητρα, η οποία έφτασε στην Ελευσίνα ψάχνοντας για την Περσεφόνη και πρόσφερε σιτηρά στους κατοίκους, εγκαινιάζοντας τις τελετές και ταμυστήρια. Μάλιστα, λέγεται ότι κοντά στην Καλλίχορο πηγή στην Ελευσίνα βρισκόταν ένας βράχος, η Αγέλαστος Πέτρα, στον οποίο κάθισε να ξεκουραστεί η Δήμητρα, και αργότερα γύρω από αυτόν οι γυναίκες της Ελευσίνας έψαλλαν ύμνους προς τη θεά.
Στη σφαίρα της μυθολογίας ανήκει και η διήγηση του Παυσανία για τις αρχές των Μυστηρίων. Σύμφωνα με αυτή, κατά τη βασιλεία του Ερεχθέα ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Ελευσινίων, μετά το τέλος του οποίου και την ήττα των τελευταίων, η Ελευσίνα έγινε ένας από τους δήμους της Αττικής και αναγνωρίστηκε η κυριαρχία των Αθηναίων στα πάντα εκτός από τις Τελετές, τις οποίες επιθυμούσαν να διατηρήσουν να διεξάγουν οι Ελευσίνιοι. Συνεπώς, κατά τον μύθο το ιερατείο το υπεύθυνο για την τελετή αποτελείτο από τους απογόνους του Ευμόλπου, τους Ευμολπίδες, τις κόρες του βασιλιά Κελεού και από το ιερατικό γένος των Κηρύκων, οι οποίοι απέδιδαν την καταγωγή τους στον Ερμήκαι την Άγλαυρο. Από τους Ευμολπίδες προερχόταν ο Ιεροφάντης των Μυστηρίων, ενώ από τους Κήρυκες ο Δαδούχος.
Αν και θεωρείται σίγουρο ότι στην προϊστορία θα υπήρχαν λατρείες και τελετές που σχετίζονται με τη γεωργία, τη φύση και την εναλλαγή των εποχών, τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα δεν επαρκούν ώστε με βεβαιότητα να τοποθετηθεί η απαρχή των Μυστηρίων σε προϊστορική περίοδο. Οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές άρχισαν στην Ελευσίνα το 1882 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και σταδιακά απεκάλυψαν τα κτίρια που σχετίζονται με τη λατρεία. Οι αρχαιότερες κατασκευές οι οποίες με βεβαιότητα μπορούν να συνδεθούν με τα Μυστήρια ανάγονται στον 8ο πΧ αιώνα. Όμως κάτω από τα ερείπια του Τελεστηρίου κατά τη δεκαετία του 1930 βρέθηκαν τοίχοι και τμήματα άλλου κτιρίου που ανάγεται στην Ύστερη Περίοδο του Χαλκού (1550-1100 πΧ). Το κτίριο αυτό ονομάστηκε από τους αρχαιολόγους "Μέγαρο Β" και διατυπώθηκαν διαφορετικές θεωρίες για το ποια ήταν η χρήση του. Αρχαιολόγοι όπως οι Γ. Μυλωνάς και Ι. Τραυλός θεώρησαν ότι ήταν χώρος λατρείας (cult) της Δήμητρας και ότι έτσι υπήρχε συνέχεια της λατρείας από την μυκηναϊκή μέχρι την ιστορική περίοδο. Από τη δεκαετία του 1980 αμφισβητήθηκε η λατρευτική χρήση του κτίσματος και θεωρήθηκε ότι μπορεί να ήταν χώρος κατοικίας. Ο αρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος (2003) υποστηρίζει ότι το κτίριο μπορεί να χρησίμευε και για τους δύο σκοπούς, δηλ. ως κατοικία κάποιας επιφανούς οικογενείας και για την οικιακή λατρεία της Θεάς.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα σε συνδυασμό με τις αναφορές του Θουκυδίδη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα Μυστήρια (και η ίδια η Ελευσίνα) ήταν υπό τον έλεγχο των Αθηνών από πολύ ενωρίς, πιθανώς από τις αρχές του 7ου π.Χ. αι.
Κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής ηγεμονίας, τα Mυστήρια διακρίνονταν σε Μεγάλα και Μικρά. Τα Μεγάλα γιορτάζονταν στην Αθήνα και στην Ελευσίνα, ενώ τα Μικρά στην Άγρα, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό στις όχθες του ποταμού Ιλισού.

Μικρά Ελευσίνια

Τα Μικρά Ελευσίνια αποτελούσαν "προετοιμασία" για τα Μεγάλα Μυστήρια. Πραγματοποιούνταν κατά το μήνα Ανθεστηριώνα και ήταν προς τιμήν της Περσεφόνης. Ονεοπλατωνιστής Thomas Taylor, στο βιβλίο του "Ελευσίνια και Βακχικά Mυστήρια", αναφέρει πως "τα Κατώτερα Μυστήρια δημιουργήθηκαν για να σημάνουν με αποκρυφιστικό τρόπο την κατάσταση της μη εξαγνισμένης ψυχής που έχει ενδυθεί το γήινο σώμα της και έχει περιβληθεί την υλική φύση."
Ενώ αρχικά απαγορευόταν η συμμετοχή στους μη Αθηναίους, αργότερα αναφέρεται από τον Ηρόδοτο πως όλοι οι Έλληνες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μύηση, ενώ αλλού αναφέρεται ότι απαγορευόταν στους εγκληματίες, τους βαρβάρους, τους μάγους και τους άθεους.
Οι μύσται, όπως λέγονταν, γίνονταν δεκτοί στα Μεγάλα Μυστήρια τουλάχιστον ένα χρόνο μετά την αρχική τους μύηση. Οι τελετές του πρώτου σταδίου μύησης περιλάμβαναν τη θυσία ενός χοίρου στο λιμένα του Κανθάρου, θυσία κοινή με τα Θεσμοφόρια, πάλι προς τιμήν της Δήμητρας, και τον εξαγνισμό από έναν ιερέα με το όνομα Υδρανός. Οι μύστες έπρεπε επίσης να πάρουν όρκο εχεμύθειας από το μυσταγωγό. Δέχονταν κάποια διδασκαλία, που τους επέτρεπε αργότερα να αντιληφθούν τα μυστήρια στα Μεγάλα Ελευσίνια.


Μεγάλα Ελευσίνια

Τα Μεγάλα Ελευσίνια εορτάζονταν κατά τη 15η ημέρα του μήνα Βοηδρομιώνα και κρατούσαν εννέα ημέρες. Οι συμμετέχοντες αποκαλούνταν επόπται ή έφυροι. Την προηγουμένη της γιορτής, οι έφηβοι της πόλης υποδέχονταν τα Ιερά Αντικείμενα, τα οποία δε φανερώνονταν σε κανέναν παρά μόνο από τους Ιεροφάντες στους Μύστες, από την Ελευσίνα στο Ελευσίνιον, ιερό στη βάση της Ακρόπολης.
  • Την πρώτη ημέρα, όσοι είχαν μυηθεί στα Μικρά Ελευσίνια συγκεντρώνονταν στην Ποικίλη Στοά της Αρχαίας Αγοράς μετά από πρόσκληση των ιερέων, εξ ου και η ημέρα ονομαζόταν αγυρμός και πρόρρησις. Η συμμετοχή στη γιορτή δεν προϋπέθετε τη μύηση, γι' αυτό και η γιορτή προσείλκυε ανθρώπους από ολόκληρη την Ελλάδα που συνέρρεαν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τα δρώμενα.
  • Η δεύτερη ημέρα, που ήταν αφιερωμένη σε καθαρμούς, ονομαζόταν Άλαδε Μύσται, μάλλον από τη φράση με την οποία καλούνταν οι συμμετέχοντες. Οι μύστες πορεύονταν σε πομπή προς τη θάλασσα, όπου περνούσαν από εξαγνισμό. Τελούνταν υπό την προεδρία του Βασιλέως, ενός των αρχόντων της αρχαίας Αθήνας και τεσσάρων άλλων που εκλέγονταν από τον δήμο των Αθηναίων. Η διαδικασία προσομοιάζει αρκετά με τη σύγχρονη χριστιανική τελετή των Θεοφανείων.
  • Για την τρίτη ημέρα λίγα είναι γνωστά. Από τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας μαθαίνουμε ότι ήταν ημέρα νηστείας κι ότι το απόγευμα λάμβανε χώρα γεύμα από άρτους φτιαγμένους από μέλι και σουσάμι. Δεν είναι σίγουρο αν υπήρχαν θυσίες ή όχι, πάντως υπήρχαν προσφορές ψαριών [12] και άρτων από κριθάρι που φύτρωνε στο Ράριο Πεδίο, οι οποίες γίνονταν στο όνομα της Άχθειας Δήμητρας. Ωστόσο, αυτή η προσφορά ίσως γινόταν παράλληλα με την καλάθο κάθοδον, κατά την οποία μεταφερόταν από βόδια ένα καλάθι γεμάτο παπαρούνες καιρόδια, που σχετίζονταν με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη αντίστοιχα.
  • Η τέταρτη ημέρα, που αποκαλούνταν Επιδαύρια, ήταν πρόσθετη για όσους είχαν προσέλθει καθυστερημένα. Λέγεται ότι προστέθηκε στον αρχικό αριθμό των ημερών, όταν ο Ασκληπιός ήρθε να πάρει μέρος στη μύηση από την Επίδαυρο, αλλά καθυστέρησε μια μέρα και οι Αθηναίοι πρόσθεσαν άλλη μια μέρα στη γιορτή για να μην τον δυσαρεστήσουν.
  • Την πέμπτη ημέρα, που αποκαλούνταν η των λαμπάδων ημέρα, οι μύστες με επικεφαλής τον δαδούχο κατευθύνονταν με πυρσούς στο ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, όπου και παρέμεναν για όλη τη νύχτα. Η πομπή αυτή συμβόλιζε την περιπλάνηση της θεάς για να βρει την κόρη της.
  • Την έκτη ημέρα, που ονομάζεται Ίακχον και θεωρείται η ιερότερη, το άγαλμα του Ίακχου, γιου της Περσεφόνης και του Χθόνιου Δία, στολισμένο με μυρτιές και με ένα δαυλό στο χέρι του, μεταφερόταν από το ναό του Ίακχου με φωνές και τραγούδια κατά μήκος της Ιεράς Οδού, που συνέδεε τον Κεραμεικό με το Θριάσιο Πεδίο. Κατά την πορεία αυτή ακούγονταν κατά το έθιμο οι «γεφυρισμοί», χοντροκομμένα αστεία, στη γέφυρα του Κηφισού. Τα σκώμματα αυτά ήταν συμβολικά και αναφέρονταν στην Ιάμβη της Ελευσίνας, η οποία με τα αστεία της κατάφερε να κάνει τη Δήμητρα να γελάσει, όταν θλιμμένη έψαχνε την κόρη της. Την πομπή ακολουθούσε μεγάλο πλήθος συμμετεχόντων και θεατών, το οποίο, κατά τον Ηρόδοτο, έφτανε τους 30.000 κατά μήκος της Ιεράς Οδού.
Τη νύχτα, οι μύστες παρέμεναν στην Ελευσίνα, ενώ οι υπόλοιποι, επισκέπτες και αμύητοι, διώχνονταν από έναν κήρυκα. Πιστεύεται ότι οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα στο αποκορύφωμα των Μυστηρίων για να σπάσουν την ιερή αποχή από το φαγητό και το ποτό, ο οποίος αποτελούνταν κυρίως από νερό, κριθάρι και βότανα. Επαναλάμβαναν τον όρο εχεμύθειας των Μικρών Ελευσινίων, περνούσαν από νέο εξαγνισμό και οδηγούνταν από το μυσταγωγό στο Τελεστήριον. Φαίνεται πως η τελετή χωριζόταν σε τρία τμήματα: ταδρώμενα, κατά τα οποία γινόταν αναπαράσταση της ιστορίας της Δήμητρας και της Περσεφόνης, καθώς και της αρπαγής της τελευταίας από τον Άδη και της περιπλάνησης της μητέρας της για να τη βρει, τα δεικνύμενα, όπου ο Ιεροφάντης έμπαινε στο Ιερό και έβγαινε λίγο αργότερα με τα Ιερά αντικείμενα των δυο θεοτήτων, τα οποία πρόβαλλε στους μυημένους, και τα λεγόμενα, συμβολικές φράσεις των μυστών. Ακολουθούσε ο ύψιστος βαθμός μύησης με την ονομασία εποπτεία. Κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν στους πιστούς ως σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της Μητέρας Γης.
Οι αρχαίοι συγγραφείς αποφεύγουν να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες για το σημείο αυτό, καθώς όποιος συμμετείχε στα Μυστήρια και αποκάλυπτε κάτι από την τελετή τιμωρούνταν με θάνατο.
Κατά την έβδομη και όγδοη ημέρα, οι μυημένοι επέστρεφαν στην Αθήνα. Η ένατη και τελευταία ημέρα ονομαζόταν πλημοχόαι, που ήταν ένα είδος αγγείου. Δυο τέτοια αγγεία γεμίζονταν με νερό ή κρασί από τους μύστες, τα ανύψωναν και έπειτα προσέφεραν χοές προς την ανατολή και τη δύση προφέροντας μυστικές φράσεις.

Ελευσίνια σε άλλες περιοχές

Τα Ελευσίνια εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Από την Αθήνα εισήχθη η εορτή τους στην Έφεσο, η Κρήτη είχε τη δική της γιορτή των Ελευσινίων, ενώ στη Λακωνία εορτάζονταν μόνο από τους κατοίκους μιας πόλης, οι οποίοι μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα της Περσεφόνης στο Ελευσίνιον, πάνω στον Ταΰγετο.

Τέλος των Ελευσινίων

Τα Ελευσίνια Μυστήρια επιβίωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 170, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν το Ναό της Δήμητρας, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α' προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου Α'. Ο Αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 διέταξε το κλείσιμο όλων των αρχαίων ιερών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των οπαδών της παλαιάς θρησκείας στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική θρησκεία. Τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396, όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος, συνοδευόμενος από Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσε όλο το ιερατείο. Το τέλος των Ελευσινίων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος "ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα".

Σημασία των Ελευσινίων Μυστηρίων

Nam mihi cum multa eximia divinaque videntur Athenae tuae peperisse atque in vitam hominum attulisse, tum nihil meilus illis mysteriis, quibus ex agresti immanique vita exculti ad humanitatem et mitigati sumus, initiaque ut appellantur ita re vera principia vitae cognovimus, neque solum cum laetitia vivendi rationem accepimus, sed etiam cum spe meliore moriendi.

Γιατί ανάμεσα στους εξαίρετους και πράγματι θεϊκούς θεσμούς που η Αθήνα σας έχει γεννήσει και φέρει στην ανθρωπότητα, καμία, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλύτερη από αυτά τα Μυστήρια. Γιατί μέσω αυτών αποβάλαμε το βάρβαρο και άγριο τρόπο ζωής και μορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε. Και "μύησις" καθώς αποκαλείται, πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά και να πεθαίνουμε με μια καλύτερη ελπίδα.
— Κικέρων, Περί νόμων, Βιβλίο Β',36
Η μύηση αποσκοπούσε στη συμφιλίωση με το θάνατο και την προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής και γι' αυτό το λόγο είχε μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη. Η πεποίθηση αυτή αντανακλάται και στον ομηρικό ύμνο προς τη θεά Δήμητρα.
Η ουσία των Ελευσίνιων μυστηρίων παραμένει κάτι το άγνωστο. Ακόμα και για τα Ιερά Αντικείμενα που έφερε ο Ιεροφάντης ενώπιον των μυημένων στο αποκορύφωμα της τελετής δεν είναι γνωστή η φύση τους: εικάζεται πως ήταν αρχαϊκά αγαλματίδια και σύμβολα πιθανότατα της Δήμητρας και της Κόρης. Η μυστικότητα που επιβαλλόταν μεταξύ των μυημένων στηρίζεται σε βάσεις θρησκευτικές και πολιτικές. Στον Ομηρικό Ύμνο αναφέρεται πως "τα μυστήρια που έδειξε η Δήμητρα δεν πρέπει ούτε να παραμελούνται ούτε να ερευνούνται ούτε να κοινολογούνται", ενώ από την πολιτεία επιβαλλόταν η θανατική ποινή σε όποιον αθετούσε τον όρκο των μυστών. Πιο συγκεκριμένα, ο Διαγόρας ο Μήλιος επικηρύχθηκε από τους Αθηναίους για δύο τάλαντα για την σύλληψη του και για ένα τάλαντο για τον θάνατο του, με την κατηγορία του ότι διακωμώδησε τα ιερά μυστήρια. ΟΑλκιβιάδης με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε ότι σε κάποιες τραγωδίες του προέβη σε αποκάλυψη μέρους Μυστηρίων, αλλά τελικά απαλλάχτηκε, ενώ ο ρήτορας Ανδοκίδης μόλις διέφυγε την ποινή του θανάτου. Κανείς, επίσης, όσο διαρκούσε η γιορτή, δεν μπορούσε να συλληφθεί για καμιά κατηγορία. Ο Λυκούργος εισήγαγε νόμο να μη χρησιμοποιούνται πολυτελή άρματα κατά την πομπή προς την Ελευσίνα, καθώς θεωρούνταν από κάποιους πρόκληση για το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλεως.
Όσον αφορά την πραγματική φύση των γεγονότων των Ελευσινίων, υπάρχουν δυο διαφορετικές θεωρίες. Ενώ κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι ιερείς παρουσίαζαν τη μεταθανάτια ζωή μέσω διαφόρων ιερών αντικειμένων και της έντονης εναλλαγής φωτός και σκοταδιού, άλλοι θεωρούν ότι η ισχύς και η "μακροζωία" των Ελευσινίων οφείλεται στο ότι η εμπειρία για κάθε μυημένο ήταν εσωτερική και προκαλούνταν ίσως από κάποια ψυχοενεργή ουσία που περιείχε ο κυκεών
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, επίσης, για το αν κατά την τελετή στο ιερό της Ελευσίνας τελούνταν ιερός γάμος. Υπάρχουν κάποιες αναφορές για τη συνεύρεση θεοτήτων ή τη συμβολική ένωση του Ιεροφάντη και της πρωθιέρειας των Μυστηρίων, ως αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη ή της ένωσης του Δία με τη Δήμητρα. Η τελετή έληγε με τη συμβολική γέννηση ή αναγέννηση ενός αγοριού, ίσως του Ίακχου, του Πλούτου, γιου της Δήμητρας και του Ιασίωνα, ή του Διόνυσου-Ζαγρέα, που κατά τους Ορφικούς ήταν γιος της Περσεφόνης και του Δία. Ο ιεροφάντης έρχονταν μπροστά στους μύστες και αναφωνούσε: "Ιερον ετεκε ποτνια κουρον, Βριμω Βριμων". Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές ίσως προέρχονται από τη σύγχυση των αρχαίων συγγραφέων ανάμεσα στη λατρεία των Ορφικών, φρυγικών θεοτήτων και ντόπιων ελληνικών θεών, χαρακτηριστικό δείγμα θεοκρασίας.

Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ