Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ο Άγιος Υάκινθος, ο δικός μας άγιος της αγάπης...!


Ανεβαίνοντας  στον Ψηλορείτη και σε ύψος περίπου 1200 μ. ύπαρχε ένα λιτό, κυκλικό, πέτρινο  εκκλησάκι , που θυμίζει τα μητάτα της περιοχής αφιερωμένο στον Άγιο Υάκινθο.  Θεωρείται  ο Άγιος του έρωτα, των αγνών αισθημάτων, της δημιουργίας και της έμπνευσης όχι ιδιαίτερα γνωστός την υπόλοιπη Ελλάδα , όσο στην Κρήτη και μάλιστα στα Ανώγεια . Γιορτάζει κάθε χρόνο στις 3 Ιουλίου.
Ο Υάκινθος ήταν πρώτα πρώτα ένας προελληνικός θεός, θεός της βλάστησης και της γονιμότητας, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο, εορταζόμενος με τριήμερες τελετές στη Σπάρτη, τα Υακίνθεια. Το όνομά του αποδόθηκε κατά τα ιστορικά χρόνια και σε έναν ωραίο νέο, τον οποίο αγάπησε σύμφωνα με τον μύθο ο Απόλλων, αλλά και ο Ζέφυρος, και πάνω στη διαμάχη των θεών, το παλικάρι βρήκε τον θάνατο. Λένε μάλιστα πως ο δίσκος που έριχνε με τον Απόλλωνα ο νέος στράφηκε από τον θεό του ανέμου εναντίον του. Άλλοι μένε πως μία  μέρα καθώς ο Απόλλωνας μάθαινε στον Υάκινθο δισκοβολία, του ξέφυγε ο δίσκος και τον χτύπησε. Από το αίμα του ο Απόλλωνας έπλασε το γνωστό  λουλούδι.
Ο Άγιος Υάκινθος , σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία πάλι , υπήρξε , θαλαμηπόλος του αυτοκράτορα Τραϊανού, ο οποίος του ζήτησε να απαρνηθεί τον Χριστό. Εκείνος αρνήθηκε και φυλακίστηκε 12 χιλιόμετρα νότια από τα Ανώγεια της Κρήτης, στην ορεινή περιοχή Φούρνοι, όπου του έδιναν φαγητά ποτισμένα με το αίμα ζώων που είχαν θυσιαστεί σε είδωλα ( Ειδωλόθυτα δηλ. κρέατα από παγανιστική θυσία).Ο Άγιος αρνήθηκε το φαγητό επί σαράντα ημέρες και τελικά πέθανε από ασιτία το 117 μ.Χ., σε ηλικία 21 ετών. Οι φρουροί του βρήκαν στο κελί του αγγέλους που κρατούσαν λαμπάδες να τον στεφανώνουν. Ο αυτοκράτορας Τραϊανός, κατά την ελληνορθόδοξη παράδοση, έδωσε εντολή να πετάξουν το λείψανό του στα θηρία, αλλά το φύλασσαν άγγελοι και τα θηρία δεν το πείραξαν. Τελικά, το λείψανο ετάφη στην πατρίδα του, την Καισάρεια, από έναν συγκλητικό που του ξαναέδωσε το φως του.
Στα Υακίνθεια, σε ένα συγκερασμό της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής γιορτής, κάθε καλοκαίρι, σύμφωνα με την τοπική παράδοση,τιμώνται η νιότη και η αγάπη, με πλούσιες πολιτιστικές εκδηλώσεις, που διαρκούν τρεις ημέρες. Έχουν εξελιχθεί, μάλιστα, σε θεσμό και αποτελούν πόλο έλξης επισκεπτών και μουσικών από την Κρήτη και άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και όλη τη Μεσόγειο.
Στο μουσικό κομμάτι των εκδηλώσεων έντονη είναι η σφραγίδα τουΛουδοβίκου των Ανωγείων, διοργανωτή των Υακινθείων από το 1998, που με το δικό του ιδιαίτερο, χαρισματικό τρόπο τραγουδά τον έρωτα και την προσδοκία του.
 Η ιστοσελίδα των Υακινθείων ξεκινά με σύντομο κείμενο για τον ωραίο Υάκινθο που ρίχνει το δίσκο μαζί με τον Απόλλωνα προκαλώντας τη ζήλια του Ζέφυρου. Και μιας και ο Άγιος θεωρείται ο δικός μας Άγιος της Αγάπης και του Έρωτα ο Λουδοβίκος συμπληρώνει :«Ο έρωτας έχει τελικά πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Κι αν ένα από αυτά γιορτάζει τον Φλεβάρη, υπάρχει κι εκείνο του Υάκινθου που τιμάται το καλοκαίρι. Ο Άγιος Υάκινθος με τον Βαλεντίνο δεν είναι διαφορά αντίθεσης, απλά διαφορά. Στον Βαλεντίνο κόβουνε τα τριαντάφυλλα και τα προσφέρουνε για αγάπη στα κορίτσια τους. Εμείς παίρνουμε το χέρι του κοριτσιού και το οδηγούμε εκεί που είναι τα τριαντάφυλλα και του τα δείχνουμε, δεν τα κόβουμε ποτέ. Ο Άγιος Υάκινθος δεν είναι ο Άγιος των ερωτευμένων, αλλά εκείνων που έχασαν και εκείνων που ελπίζουν να βρουν. Ο έρωτας έτσι κι αλλιώς είναι θεϊκή επίσκεψη και η ζωή, γενικότερα, μια γιορτή, όπου είμαστε όλοι καλεσμένοι. Επτακόσιες είκοσι χιλιάδες (720.000) ώρες που είναι τα 80 χρόνια ζωής δεν είναι αρκετές για να γεράσουμε… ο Άγιος Υάκινθος σαν ιδεολογία λέγεται με τρεις κουβέντες: ο Άγιος των αισθημάτων, της ανάμνησης και της προσδοκίας τους. Γι' αυτό τους λέω, όταν θα πηγαίνετε στον Άγιο Υάκινθο θα ανάβετε δυο κεριά, ένα στην ανάμνηση και ένα στην προσδοκία. Σ' έναν τέτοιο χώρο παράκλησης οφείλω, από τη μια, να θυμηθώ μιαν αγάπη μεγάλη που έχασα, αλλά μπορώ από την άλλη, να παρακαλέσω να με επισκεφθεί πάλι το αίσθημα. Επομένως, δεν είναι ο Άγιος του Έρωτος ο Υάκινθος, αλλά ο Άγιος της ανάμνησης των αισθημάτων και της προσδοκίας τους, αλλά και ο Άγιος της μοναξιάς και του συγκρατημένου πάθους».
Πηγή:http://www.cretalive.gr/


Στίχοι, Μουσικοί: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Ο Άγιος Υάκινθος ξυπνάει τα μεσημέρια
Παίρνει την Κρήτη στα φτερά, τον έρωτα στα χέρια
Κατηφορίζει το βουνό, το μονοπάτι παίρνει
Κι ο ήλιος μόλις τον κοιτά χαμογελά και γέρνει

Ο Άγιος Υάκινθος ανοίγει παραθύρια
Σμίγει τα στήθια, τα κορμιά, και χτίζει τα γιοφύρια
Ν' αγαπηθούν οι άνθρωποι, να ομορφύνει ο κόσμος
Ν' ανθίσει ο βασιλικός, η ρίγανη, κι ο δυόσμος

Ο Άγιος Υάκινθος ξυπνάει στον Ψηλορείτη
Να 'ρχότανε να πέρναγε κι απ' το δικό σου σπίτι
Να σου 'φερνε, να σου 'λεγε τον άγιο έρωτά του
Να ξύπναγες απ'την αρχή, να 'ρχόσουνα κοντά του.






Μουσική: Πάνος Κοσμίδης 
Στίχοι: Μάνος Ορφανουδάκης
Ερμηνεία: Δημήτρης Κωνσταντίνου

Φεγγαράκι γυάλινο
σαν φλούδα θαλασσιά
στη Ρόδο και στην Κάλυμνο
και σ’ όλα τα νησιά.

Φώτισε την άβυσσο
και βγες συλλαβιστά
στην Κω και στην Ανάβυσσο
σαν βλέφαρα κλειστά.

Τον άγιο Υάκινθο
έρωτα, μη ρωτάς
στην Κρήτη και στη Ζάκυνθο
όταν θα συναντάς.

Στον άγιο Υάκινθο
κεράκι μην ανάβεις
στην Κρήτη και στη Ζάκυνθό
φιλί πριν μεταλάβεις.

Πέτρα που ’χει σκαλιστό
διπλό το «σ’ αγαπώ»
στο κάστρο πά’ στην Κάρυστο
στο Μετς και στο Ντεπώ.

Λέξεις που γυρίσανε
στου χρόνου την πηγή
μικρές φωτιές που σβήσανε
και κρύφτηκαν στη Γη.






Στίχοι,Μουσική: Λουδοβίκος των Ανωγείων 

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει;

Να `ναι κόκκινο σαν ήλιος
θα καίει σαν φωτιά.
Κίτρινο σαν το φεγγάρι
θα `χει μοναξιά.

Να `χει τ' ουρανού το χρώμα
θα `ναι μακριά.
Να `ναι μαύρο σαν τη νύχτα
θα `ναι πονηρή.

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει;

Να `ναι άσπρο συννεφάκι
φεύγει και περνά.
Να `ναι άσπρο γιασεμάκι
στον ανθό χαλά.
Να `ναι άσπρο γιασεμάκι
στον ανθό χαλά.

Να `ναι το ουράνιο τόξο
που δεν πιάνεται
Όλο φαίνεται πως φτάνω
κι όλο χάνεται.
Όλο φαίνεται πως φτάνω
κι όλο χάνεται.

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει;



Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Ποιήματα Χριστουγέννων...!

Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο
του Κωστή Παλαμά

Να ‘μουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι
κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι' εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.


Χριστούγεννα 

του Τέλλου Άγρα

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ' αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.



Κάλαντα Ηπείρου

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου
του Τέλλου 'Αγρα

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.

Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι' έμοιαζε τ' άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι' έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι' από αγγέλους κι' από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό - ζεστό φιλί.



Χριστούγεννα του χωριού
του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου

Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.


Νύχτα Χριστουγεννιάτικη 

του Γιώργου Δροσίνη

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ' της ψυχής τ' απόβαθα
Χριστός γεννιέται!

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.

Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.

Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.



Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας
του Κώστα Κρυστάλη

- Ολόβολη μια κερασιά ξερίζωσε ο Θανάσης.
- Τα περιβόλια, ορέ παιδί μ’ επήγες να χαλάσεις;
- Πλάνεψα ως την Τριανταφυλλιά, γύρισα όλη τη χώρα
από το γιόμα ως τώρα.
- Κι ο Πλάτανος τι τόφταιγε του Θόδωρου πατέρα;
Για τήρα τον ξαπλωταριά από τον τσάρκο ως πέρα,
γι’ απόψε ο έρμος τράνευε, χόντραινε τόσα χρόνια
στον ήλιο και στα χιόνια.
- Τον εύρηκα στην ποταμιά, στον πόρο του Τζοβάρα
νιός είναι, όμως τον ξέρανε παράκαιρα η κατάρα,
τ’ αστροπελέκι αυλάκωσε τη μαλακιά του φλούδα,
τόφαε τη ρίζα η σούδα.
- Α, νάτος κι ο Καρκάντζαλος, στον ώμο του έχει πάρει
και μας το φέρνει στο μαντρί χιλιόχρονο πουρνάρι
καλά τον λεν Καρκάντζαλο, τι ασυσταγιά δεν έχει,
μέρα και νύχτα τρέχει.
- Ταχ’ από πού το κουβαλάει ο χριστογεννημένος;
- Δεν με φοβίζει ο Ζάλογγος, ας είναι χιονισμένος,
σαν αντρειωμένος τον πατώ, τα δέντρα όλα του παίρνω
και στο μαντρί τα φέρνω.
- Ο Δίπλας πάλι ο μορφονιός πουθ’ έρχεται εδώ κάτου;
- Έρχεται από τα Φλάμπουρα, πόχει συγγενικά του
αυτός για τα χριστόψωμα, επήγε οχ’ την αυγούλα,
και για καμιά ξανθούλα.
- Ρίχνετε ακόμα στη φωτιά κλαρούδια, ρίχνε Χρήστο
σ’ έκαψε κείνο το δαυλί. Γεροκαψάλη, σβύστο
Νάσο, πετάξου εσύ να ιδής τα ζωντανά στη στάνη
Και τι καιρός θα κάνει.
- Κυρ Γάκη, ξεφεγγάρωσε και με τα χιόνια τώρα
απ’ άκρη σ’ άκρη μια χαρά ασπρίζει η Βαλαώρα,
κι’ είναι μια βούβαση βαθειά στη γη, στα ουράνια πάστρα
και λάμπουν πλήθια τ’ άστρα.
Τα ζωντανά μες στο μαντρί κλειστά καταλαγιάζουν,
στον τσάρκο κάπου μοναχά μικράκια αρνιά βελάζουν.
Είναι τα γρέκια τους ζεστά και τρων κλαρί τα πράτα
κομμένο οχ’ τα Ζερβάτια.
- Τώρα στρωθείτε ολόγυρα παιδιά μ’ κι ακουρμαστείτε
του κόσμου ο αφέντης ο Χριστός – να μη το λησμονείτε
γεννήθηκε σε μια σπηλιά που ζωντανά μαντρίζαν,
τ’ αρνιά τον χουχουλίζαν.
Μες από κείνη βλόγησε κάθε βοσκού κοπάδι
και σαν απόψε αόρατος γυρνά μες το σκοτάδι
και παίρνει αράδα τα μαντριά, κοπάδια οπού φυλάνε,
ρωτώντας πως περνάνε.
Για δαύτο την Παραμονή να μην πεινάν τα πράτα,
νάχουν περίσσια τη θροφή, νάναι ζεστά, χορτάτα,
να μην τα βρίσκει ο αφέντης μας τα μαύρα παγωμένα
και νηστικά αφημένα.
Και τούτο ακουρμαστείτε το – δεν είναι παραμύθι –
κατόπι οχ’ μεσάνυχτα και με το πρώτο ορνίθι
στη μάντρα ένα χριστόψωμο να γλύψουν φέρτε γύρα
γαλάρια, αρνιά και στείρα.
Τι έμαθαν τον αφέντη μας απόγλυφαν στα γέννα
και το θυμούνται χρονικής, παιδιά, τα βλογημένα
κι αν δεν το γλύψουν το ψωμί την ώρα αυτή βελάζουν,
σα γνωστικά ανακράζουν.
Και τώρα φέρτε τα δεντρά και το κρασί, το λάδι,
για να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη ζωή μου μνίσκει.
Πρώτα παντρεύω σε φωτιά, με τούτο το πουρνάρι,
οπόχει το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό χιλιόχρονη να ζας, να μη γεράζεις,
να καις παντού, να βράζεις.
Σου δίνω και τον πλάτανο με τα πλατιά τα φύλλα,
παντού ν’ απλώνεις γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να δείχνεσαι πως πάντα ζας και ζαν μαζί σου ανθρώποι
σε πόλη ή βοσκοτόπι.
Τρίτα, φωτιά, την κερασιά σου δίνω συγγενάδι,
να σε φυλά’ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με λάδι σε ραντίζω.
Από τη στρουγγοκάλυβα ποτές να μη μου λείπεις,
τι μου είσαι της χαράς ζωή και οχτρός τρανός της λύπης,
να σ’ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζεις, να μου κρένεις
γλυκά να με θερμαίνεις.
- Να ζήσετε χρόνια πολλά κι απίκραντα, παιδιά μου,
σαν τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
- Να ζας και συ Πατέρα!