"Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης πέντε - δέκα, να δεις το κοντοκρίθαρο πώς στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες πώς ψιλοκλεισιρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει"...
Μάρτης, ο πρώτος μήνας της άνοιξης...
Οι μητέρες δένουν ακόμα και σήμερα στα χέρια των παιδιών τους ένα βραχιόλι από πολύχρωμες κλωστές, που το λένε «μάρτη», για να μην τα «μαυρίσει» ο ήλιος. Είναι ένα μαγικό προφύλαγμα για τη νέα εποχική περίοδο. Το περίδεμα αυτό το φορούσαν τα παιδιά ως τη Ανάσταση ή ώσπου να πρώτο δουν χελιδόνι.
Το μήνα αυτό τα παιδιά έφτιαχναν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας, το οποίο στόλιζαν με ζουμπούλια. Έπειτα το γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό τραγουδώντας τραγούδια για τον ερχομό των χελιδονιών. Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά λεφτά, λάδι, κρασί, αλεύρι, σιτάρι. Τα λεφτά καθώς και τα προϊόντα αυτά τα αφιέρωναν τα παιδιά στην εκκλησία.
Είναι σημαντικό ότι το έθιμο αυτό επιβιώνει από τους αρχαίους Έλληνες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας όπως στη Μακεδονία, Θράκη, Δωδεκάνησα. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χελιδονίσματα» τα ανοιξιάτικα κάλαντα.
Το τέλος του Χειμώνα και τον ερχομό των χελιδονιών γιόρταζαν τα παιδιά από την αρχαιότητα με τα "χελιδονίσματα". Ο συγγραφέας Αθηναίος (2ος αιώνας μ.Χ.) έχει διασώσει ένα "χελιδόνισμα" που τραγουδούσαν τα παιδιά στη Ρόδο. Κρατώντας ένα ομοίωμα χελιδονιού, τριγύριζαν στην πόλη και ζητούσαν φιλέματα.
Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, το "ελληνικό" έθιμο της χελιδόνας θεωρήθηκε ειδωλολατρικό και στην αρχή απαγορεύτηκε από την εκκλησία. Παρ' όλα αυτά όμως τα παιδιά συνέχιζαν να τραγουδούν τον ερχομό της Άνοιξης και έτσι το έθιμο διατηρήθηκε όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα. Σε κάθε μεριά της Ελλάδας, την 1η του Μαρτη τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους για να καλωσορίσουν τα χελιδόνια τους, τους αγγελιοφόρους της Άνοιξης. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα ξύλινο χελιδόνι και του κρεμούσαν στο λαιμό κουδουνάκια . Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα "χελιδονίσματα" ενώ τα κουδουνάκια συνόδευαν το τραγούδι τους.
Ήρθε ήρθε χελιδόνα ήρθε και άλλη μεληδόνα κάθισε και λάλησε και γλυκά κελάηδησε:
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ, και Φλεβάρη φοβερέ κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις καλοκαίρι θα μυρίσεις Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις πάλιν άνοιξη θ' ανθίσεις.
Σε άλλα μερη λένε: «Του Μάρτη χελιδονίσματα»
Χελιδόνα έρχεται από μαύρη θάλασσα θάλασσα επέρασε τη φωλιά δε ξέχασε εν δυο, εν δυο.
Μάρτη, Μάρτη βροχερέ και Απρίλη δροσερέ τα πουλάκια κελαηδούν τα δεντράκια φύλλα ανθούν τα πουλάκια αυγά γεννούν κι αρχινούν να τα κλωσούν.
Μαθαίνω για τα Χελιδονίσματα
Χαρακτηριστικό είναι ένα άλλο ανοιξιάτικο έθιμο της βροχής, που σχετίζεται με την ανησυχία του αγροτικού κόσμου για τη βροχή και γίνεται συνήθως λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαζεύονταν λοιπόν παιδιά μέχρι δεκαοκτώ χρονών και ορίζονταν με κλήρωση ένα από αυτά που το έντυναν με χόρτα.
Έπειτα έπαιρναν ένα παγούρι και ένα ποτήρι και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Στο κάθε έριχναν στο ντυμένο με χόρτα παιδί ένα ποτήρι νερό, το οποίο κουνιόταν με αποτέλεσμα να στάζει κάτω το νερό. Κάθε φορά έλεγαν την παρακάτω προσευχή: «να βρέξει αγαπημένε Θεέ να μεγαλώσουν τα σπαρτά».
Ο Μάρτης, Μάρτης μίλησε και είπε πως θα αργήσει έχει ακόμα δυο βροχές και μία να χιονίσει. Ένα δεντράκι τ' άκουσε και πήγε να λυγίσει του είπα να' χει υπομονή, το φόβο να νικήσει.
Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο. πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα' ρθει ευλογημένο...
Ο Μάρτης χείλη έσκασε, στον ήλιο να γελάσει είπε θ' αργήσει, μα θα' ρθεί ο κόσμος να χαλάσει. Θα βάλει τ' Ανοιξιάτικα να ομορφύνει η πλάση, στα μπλε και στα κατάλευκα θα βγει να παρελάσει.
Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο, πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα' ρθει ευλογημένο...
Η Λευτεριά είναι Γνώση, η γνώση Αγάπη και πια απ’ τη Γνώση τούτη δεν είν’ άλλη…
«ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ»
ΟΆγγελος
Σικελιανός (14 Μαρτίου1884–19 Ιουνίου1951) ήταν ένας από τους μείζονεςΈλληνεςποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και
ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
Βιογραφία
Ο Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και
πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά του καθηγητή
γαλλικών Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση. Οι ρίζες της
οικογένειάς του εντοπίζονταν στην Κεφαλονιά και τη Βενετία.[1] Αποφοίτησε από το τετρατάξιο
γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε
στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να
ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά
λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και
Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και
την Αγία Γραφή και
ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο.
Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Το 1902,
δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια.
Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού η
γνωριμία του το 1905 με την ΑμερικανήΕύα Πάλμερ -
η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και
χορογραφία - την οποία νυμφεύθηκε το 1907 στο
Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν των ΗΠΑ. Το ζεύγος εγκαταστάθηκε το
επόμενο έτος στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο
ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε
την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε
ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο-σταθμός
στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ταυτόχρονα, το ίδιο έτος γεννήθηκε και
ο γιος του Γλαύκος. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων,
ο Σικελιανός θα επιστρατευτεί και θα συμμετάσχει ως απλός στρατιώτης στο μέτωπο
της Ηπείρου.
Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης, που
καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος
στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η
Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916)
και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε
αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ακολουθούν
ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ
Θεού, της περιόδου 1917 - 1920,
καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα
απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας
παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική
Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την
οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει
μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές»
στους Δελφούς με τις
παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927)
και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να
ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο.
Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική
Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό
Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις
παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929,
η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια
αναβίωσης των δελφικών αγώνων .Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που
πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε
οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε
από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή. Το 1939
του απονεμήθηκε το Κρατικό
Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του
έργου. Το 1940, παντρεύτηκε την Άννα Καραμάνη,
με τη συγκατάθεση τόσο της Εύας Πάλμερ όσο και του πρώην συζύγου της Καραμάνη.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό
πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους
προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους
ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η ιταλική επίθεση
εναντίον της Ελλάδας, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε
επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Κατά τη διάρκεια της
γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική
αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε
στην κηδεία του Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου του 1943.
Tο 1943-1945 ήταν
πρόεδρος της Εταιρίας
Ελλήνων Λογοτεχνών. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού
Συνδέσμου.
Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νομπέλ
Λογοτεχνίας:
·Το 1946, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής
Ακαδημίας Anders Österling
·Το 1947, προτεινόμενος από τον Νίκο Βέη, που την
ίδια χρονιά είχε προτείνει και τον Νίκο Καζαντζάκη με
την σκέψη πως θα έπρεπε να βραβευτούν από κοινού
·Το 1948, προτεινόμενος από μέλος της Βασιλικής
Ακαδημίας Γραμμάτων, Ιστορίας και Αρχαιοτήτων της Σουηδίας Axel W Persson και
το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα και δημοσιογράφο Elin Wägner Την
χρονιά εκείνη, ο Anders Österling, ο οποίος είχε προτείνει τον Σικελιανό το 1946,
πρότεινε να μοιραστεί το βραβείο μαζί με τον νικητή εκείνης της χρονιάς Τ.Σ. Έλιοτ,
αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε.
·Το 1949, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας,
συγγραφέα Sigfrid Siwertz
·Το 1950, προτεινόμενος με δύο προτάσεις. Μια, με μοναδικό
υποψήφιο τον ίδιο, από την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών και μια, σε
συνδυασμό ξανά με τον Καζαντζάκη, από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας
συγγραφέα Hjalmar Gullberg.
Ο Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια
ημιπληγία Πέθανε στην Αθήνα
στις 19 Ιουνίου1951 έπειτα
από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου που του προκάλεσε σημαντικές
διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο
Αθηνών.