Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, μια μαρτυρία της μητέρας μου από τη γερμανική κατοχή



Μια μαρτυρία της μητέρας μου, όταν έφηβη τότε στα χρόνια εκείνα τα μαύρα της γερμανικής κατοχής είχε ακολουθήσει τον πατέρα της, Βλάση Ανδρικόπουλο,  καπετάνιο του ΕΛΑΣ με τους αντάρτες του πάνω στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου...


Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα

Μπορεί ο ανταρτοπόλεμος να' ταν εκείνο τον καιρό σε όλο του το μεγαλείο, όμως ο Ε.Λ.Α.Σ. παίρνοντας θάρρος, ίσως κάπως αλόγιστο, είχε φέρει τις δυνάμεις του πολύ κοντά στην Πάτρα. Μετά τον Ομπλό που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, τώρα ήταν περίπου είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά από την Πάτρα. Οι μετακινήσεις τους βέβαια ήταν ζήτημα στρατηγικής. Δεν είχα γραπτά τα γεγονότα με ιστορικά ντοκουμέντα γιατί το ημερολόγιο του πατέρα μου το είχε πάρει ο Ηλίας Παπαστεριόπουλος να γράψει το βιβλίο του, και δεν μας το επέστρεψε ποτέ. Απ' αυτό το βιβλίο παίρνω βοηθήματα για γεγονότα που δεν θυμάμαι. Τα περισσότερα τα γράφω από μνήμης, με θύμησες που και αυτές έχουν κάπως εξασθενίσει μετά από χρόνια. Αυτό όμως που έζησα στο οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου, ήταν τόσο συνταρακτικό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα.
Εκείνο, λοιπόν, το φθινόπωρο που μέναμε στον κάμπο, ένας λόχος του Ε.Λ.Α.Σ. ήταν στη Μέτζαινα, ένα κεφαλοχώρι χτισμένο σε μια πλαγιά. Αυτό ήταν μεγάλο πλεονέκτημα γιατί μπορούσαν να εποπτεύουν όλες τις εξόδους στους δρόμους της Πάτρας και πού μακριά σε όλο τον κάμπο. Ένας ορεσίβιος αντάρτης από την Κέρκεζη, που ήταν ο προσωπικός στρατιώτης του αρχηγού, ερχόταν κάθε βδομάδα στο Μπρακουμάδι να μας φέρνει τρόφιμα. Κάποια φορά του ζήτησα να με πάρει μαζί του να δω τον πατέρα μου. Βέβαια η μητέρα μου είχε φέρει αντιρρήσεις, μα τελικά πείστηκε.

Ο στρατιώτης με έβαλε στο άλογό του, είχα μάθει να ιππεύω, και αυτός ακολουθούσε πεζός. Έβλεπα από μακριά το χωριό και μου άρεσε. Μου θύμιζε το Καλούσι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο στην πλαγιά με τα σπίτια αμφιθεατρικά. Όταν φτάσαμε και το είδα από κοντά ενθουσιάστηκα, ανάσαινα μετά από την πληκτική ισάδα του κάμπου. Εκεί φιλοξενήθηκα στο σπίτι που έμενε ο πατέρας μου, σε μια οικογένεια αριστερών που ήταν οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ. με το όνομα Τσιούτη. Αργότερα γνώρισα και συγγενείς τους στο Καλούσι, που και αυτοί κυνηγημένοι από τους Γερμανούς είχαν καταφύγει εκεί. 


Κι έγιναν τέσσερις οι μέρες που έμεινα στη Μέτζαινα. Δεν ήθελα να φύγω, μα δεν είχα πάρει ρούχα. Ήμουν αποφασισμένη να το κάνω την επόμενη μέρα, αλλά ένα μεγάλο τμήμα γερμανικού τάγματος, σαν να θυμήθηκαν πως κάπου εκεί κοντά στην Πάτρα ήταν μια ανταρτοφωλιά που έπρεπε να την γκρεμίσουν με τα βάρβαρα χέρια τους για να μην κελαϊδάνε τ' αηδόνια της σύγχρονής κλεφτουριάς. Το λιοντάρι του Γ' Ράϊχ μπορεί να ήταν ημιθανές, όμως αν και στα τελευταία του, έβγαζε άγριους βρυχηθμούς που αντιλάλησαν στα απάτητα βουνά της Αχαΐας με όλμους, με πολυβόλα, βεβαίως και με την αριθμητική τους υπεροχή. Βγήκαν λοιπόν για να τους απωθήσουν από τα κοντινά προάστια. Βιαστικά ο αντάρτικός λόχος διοίκησης του 12ου συντάγματος σήκωσαν τα πολυβόλα τους, πήραν τα όπλα στους ώμους, φόρτωσαν στα μουλάρια τις λιγοστές τους προμήθειες σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό και τράβηξαν για τα βουνά. Αυτά τα ήξεραν καλά, τους ήταν οικεία και φιλικά. Στο μεταξύ, εγώ ήταν αδύνατον να φύγω, όλοι οι δρόμοι ήταν αποκλεισμένοι, σίγουρα θα έπεφτα στα χέρια τους. Έτσι αναγκάστηκα να ακολουθήσω τον πατέρα μου σ' ένα οδοιπορικό αρκετά επικίνδυνο. Βάδιζα μαζί με τα κορίτσια, τις νοσοκόμες του Ε.Λ.Α.Σ. που ακολουθούσαν τους αντάρτες. Ο χειμώνας στ' απάτητα βουνά είχε κάνει αισθητή την παρουσία του και αυτά όσο κι αν ήθελαν να' ναι φιλικά μαζί μας, μας θέριζαν με τους αγέρες και κοκάλωναν τα μέλη μας με την παγωνιά τους.
Εγώ με μια παιδική άγνοια για τον κίνδυνο τους ακολουθούσα όχι και πολύ μακριά τους. Νόμιζα ότι, αφού ήμουν με τον πατέρα μου, ήμουν προστατευμένη με την πανοπλία της αγάπης του. Ίππευα το άλογο του στρατιώτη Σπύρου, και όσο ήμουν στη σέλα, έδινα τα μποτάκια μου στη νοσοκόμα που ήταν ξυπόλητη κι ας πάγωναν τα πόδια μου έτσι όπως ήταν γυμνά. Όταν κατέβαινα από το άλογο γινόταν το αντίθετο. Τέτοια ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ μας.
Η πορεία ασταμάτητη όλη την ημέρα. Τη νύχτα, αν βρίσκαμε σίγουρο κατάλυμα σταματούσαμε για λίγο. Και οι Γερμανοί λίγο πιο πίσω μας, ίσκιος μας, ίσως σε απόσταση αναπνοής, περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία να μας επιτεθούν, κάπου να μας στριμώξουν για να μας εξοντώσουν. Ένα βράδυ περάσαμε τη νύχτα μας σ' ένα μοναστήρι. Κοιμήθηκα μαζί με τον πατέρα μου σ' ένα κελί. Ανάλαγη, βρώμικη και αυτό ήταν το πιο φοβερό για μένα. Ακόμα πιο τρομερό ήταν όταν είχα την πρώτη ψείρα στο κορμί μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα μερόνυχτα κράτησε αυτό το εφιαλτικό οδοιπορικό. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύαμε να πέσουμε στα χέρια των Γερμανών, που μας ακολουθούσαν καταπόδας για να μας βάλουν στο σημάδι να μας αποδεκατίσουν.
Διαβήκαμε μονοπάτια κακοτράχαλα, διάσελα, άγριες πλαγιές του Ερύμανθου. Κάποιο βράδυ εγκλωβιστήκαμε σ' ένα χωριό, δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, ίσως να ήταν το Μάνεσι, βέβαιοι πως το πρωί έπρεπε να δώσουμε μια μάχη δύσκολη και άνιση, αντιμέτωποι με τις κατά πολύ ισχυρές δυνάμεις και βαριά εξοπλισμένες του γερμανικού στρατού, κι ήμασταν σίγουροι πως θα την χάναμε. Έπρεπε να την αποφύγουμε, μας πώς; Όλες οι έξοδοι του χωριού ήταν μπλοκαρισμένες. Εκτός από μια που δεν την γνώριζαν οι εχθροί.
Στο σύνταγμα ήταν κάποιος αντάρτης με τον βαθμό του λοχαγού του ελληνικού στρατού, δεξιό μα καλός πατριώτης, με μεγάλη στρατιωτική παιδεία. Είχε ανέβει στο βουνό για να μην τον επιστρατεύσουν αναγκαστικά στα τάγματα ασφαλείας και είχε μπει για καλά στην αντάρτικη τακτική και την εφάρμοζε ανάλογα με τις περιστάσεις. Ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου, είχε χάσει στην Αλβανία το ένα του πόδι. Τον θυμάμαι, τον έλεγαν Γιώργο Μανωλόπουλο.
Όμως αν αποτολμούσαμε να διαφύγουμε από την άγνωστη για τους Γερμανούς αφύλακτη έξοδο, θα άκουγαν τις πατημασιές από τις αρβύλες των ανταρτών και τις οπλές των αλόγων, και τότε δεν θα γλίτωνε κανείς. Συσκέφτηκαν λοιπόν οι αντάρτες και αποφάσισαν να καλυφθούν με κουρέλια και παλιές σκισμένες κουβέρτες για να μην κάνουν θόρυβο. Νύκτωρ περάσαμε από την αφύλακτη διάβαση σε μια ηρωϊκή έξοδο αντάξια με κείνη του Μεσολογγίου, μόνο που αυτή ήταν επιτυχημένη χωρίς νεκρούς. Οι Γερμανοί βέβαιοι πως μας είχαν στο χέρι, όσο αυτοί κοιμούνταν σίγουροι πως το πρωί θα μας αποδεκάτιζαν τόσο εμείς απομακρυνόμασταν χωρίς να μας παίρνουν χαμπάρι. Είχαν γίνει πολλά τέτοια απείρου κάλους και δόξας της αντάρτικης τακτικής. Στο δρόμο για τη διάσωσή μας οι αντάρτες γελούσαν για το φιάσκο που είχαν κάνει στους Γερμανούς. Τους είχαν κάνει και άλλα τέτοια χουνέρια, όταν μια φορά έκαναν κολοσούρτη σε μια απόκρημνη πλαγιά με τον συνταγματάρχη Γιάννη Σέρβο. Οι Γερμανοί τους έχασαν χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν το σάλτο μορτάλε τους. Έφυγαν και τότε όπως και τώρα να γυρίσουν απογοητευμένοι πίσω στην Πάτρα, ντροπιασμένοι, χωρίς ούτε ένα τεκμήριο μιας μικρής υποτυπώδους νίκης.
Το πρωί μας βρήκε από την κόλαση της νύχτας, στον παράδεισο μιας ηλιόχαρης ημέρας χωρίς να έχουμε τους Γερμανούς πίσω μας να μας κυνηγάνε. Σε κάποια στροφή ανοίχτηκε η ματιά μας σ' ένα οροπέδιο άφθαστης ομορφιάς. Γύρω γύρω βουνά και στη μέση μια πεδιάδα με αλφαδιασμένα κλήματα αμπελιών σε μια αρχιτεκτονική περίτεχνη, με αρμονία θεϊκή, που μας άφησε άφωνους από θαυμασμό. Ήταν το οροπέδιο των Δεμέστιχων που τ' αμπέλια του θαρρείς πως τά' χε φυτέψει ο Βάκχος με τα χέρια του για να γίνεται από τα σταφύλια τους το πιο ωραίο κρασί και το νέκταρ που έπιναν οι Ολύμπιοι.
Σε κάποια στάση μας είπε ο αρχηγός, ο πατέρας μου, στον στρατιώτη του, ανακουφισμένος από το αίσιο τέλος αυτού του εφιαλτικού οδοιπορικού “Πάρε την κόρη μου Σπύρο και να την πας στη μητέρα της να ησυχάσω”. Πάλι με το άλογο εγώ, πεζός ο Σπύρος φτάσαμε στο Καλέτζι. Μου φάνηκε σαν αληθινή λύτρωση από την κόλαση που είχα ζήσει τόσες ημέρες, ήταν για μένα η γη της επαγγελίας.

Στο Καλέτζι μας φιλοξένησαν κάποιοι συγγενείς του Παπανδρέου. Αναστήθηκα όταν μου έδωσαν τη δυνατότητα να πλυθώ, ν' αλλάξω ρούχα, που μου πρόσφεραν ευγενικά τα κορίτσια του σπιτιού. Περάσαμε ένα ειρηνικό βράδυ δίπλα στο τζάκι και κοιμηθήκαμε σε καθαρά κρεβάτια. Το επόμενο πρωί ο Σπύρος κι εγώ φύγαμε για το Μπρακουμάδι, όπου εκεί ήταν η μητέρα μου με τον αδελφό μου. 





Είμαι του ΕΛΑΣ  αντάρτης 
Πάνος Τζαβέλλας

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης
Και στα όρη κατοικώ

Και για την ελευθεριά μας
Και τον θάνατο αψηφώ
Το τουφέκι μου στον ώμο
Το σπαθί μου στο πλευρό
Απ' τα όρη κατεβαίνω
Τους φασίστες κυνηγώ
Δεν φοβάμαι την κρεμάλα
Δεν φοβάμαι το σχοινί
Και στο πέρασμά μου τρέμουν
Ράλληδες και Γερμανοί
Ράλληδες ταγματαλήτες
Μπουραντάδες, Γερμανοί
Τα κεφάλια σας θα πέσουν
Απ' τ' αντάρτικο σπαθί
Μάνα μου, γλυκιά μου Ελλάδα
Ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
Θα σ' ανάψει τη λαμπάδα
Της τιμής, της λευτεριάς









Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Πρωτομαγιά του 1944- 75 χρόνια από την εκτέλεση των πατριωτών


Ήταν πρώτη του Μάη του 1944 όταν το χώμα του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής ποτίστηκε από το αίμα των 200 εκτελεσθέντων πατριωτών κομμουνιστών. Η πλειοψηφία ήταν φυλακισμένοι ως πολιτικοί κρατούμενοι από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Οι δυνάμεις κατοχής, οι ναζί τους εκτέλεσαν ως αντίποινα της αντιστασιακής οργάνωσης του Ε.Λ.Α.Σ.


Για κείνη τη μέρα έγραψε ο δημοσιογράφος Νίκος Καραντινός, “ήταν μέρα μουντή πνιγμένη στην ομίχλη. Λένε όσοι τη ζήσανε, πως το πρωινό εκείνο πνιγόσουν. Δεν ανάσαινες. Ηταν Δευτέρα. Ηταν Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα 'βγαινε στις 5.33΄... Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.
Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές... Από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως το νεολαίο το Σοφή. Η πρώτη πράξη γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Στο προσκλητήριο του θανάτου. Με την ιαχή της λευτεριάς. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο.





«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου», έγραψε ο Ναπολέων Σουκατζίδης καθώς έπαιρνε τον δρόμο προς την εκτέλεση, ενώ στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα 'θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου». Ένας άλλος πατριώτης, ο Ηπειρώτης δάσκαλος Κώστας Τσίρκας έγραφε: «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη».


Για κείνη τη κόκκινη Πρωτομαγιά του 1944 έγραψε ο Κώστας Βάρναλης...
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1944
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.


Και ο Γιάννης Ρίτσος...
ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
(Μιλούν οι πεσόντες αγωνιστές της Αντίστασης)

Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες που
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν ανοίγουν στο μέλλον.
Εμείς μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον θυμηθείτε το:
Αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα . Γεια σας

Το μπλόκο της Καισαριανής
Μουσική: Μ. Θεοδωράκης
Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Που γίνηκε μια Κυριακή πρωί με τη δροσούλα. Γιώργη με τη γλυκιά φωνή, με τις φαρδιές τις πλάτες, πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και τραγούδησες και τάραξες τη γειτονιά ως πέρα στο Παγκράτι. Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Λευτέρη, με τα γαλανά τα μάτια και την ομορφιά, τους τοίχους που μπογιάτιζες πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και ζωγράφισες, και το κοιτάν στη γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι? Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ, Δημήτρη καροτσέρη, π' άφησες έρμο τ' άλογο, να τριγυρνά στους δρόμους και το κοιτάν στην γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι.