Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Άλκη Ζέη,η σπουδαία συγγραφέας μικρών και μεγάλων...

Αποτέλεσμα εικόνας για αλκη ζεη αποσπάσματα«Στη ζωή με απογοητεύουν αυτοί που έχω πιστέψει, όχι εκείνοι στους οποίους δεν πίστεψα ποτέ»




  


                                                                       





Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της.  Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας.
Η σχέση της με το γράψιμο ξεκίνησε από τα γυμνασιακά της χρόνια, γράφοντας έργα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα με το γράψιμο, αγωνίστηκε ενεργά για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.  Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα καθόρισε την προσωπική ζωή της.  Από το 1952 μέχρι το 1964 έζησαν μαζί με τον άντρα της, το θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση, αρχικά στην Τασκένδη και ύστερα στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δυο παιδιά τους.  Επέστρεψαν στην Ελλάδα το ’64 για να ξαναφύγουν το ’67 στο Παρίσι, όπου παρέμειναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 λόγω της δικτατορίας.
 Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις, το χιούμορ και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της Άλκης Ζέη που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από το ελληνικό και το ξένο αναγνωστικό κοινό.  Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα , Το καπλάνι της βιτρίνας και Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικά ευπώλητα βιβλία (μπεστ σέλλερ) της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Εκτός από την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, τα βιβλία της απευθύνονται κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους, πάντα όμως διαβάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση και από τους ενήλικες.  Εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες υφαίνοντας την υπόθεσή τους παράλληλα με ιστορικά γεγονότα.  Τα θέματα που πραγματεύονται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.
Το Καπλάνι της βιτρίνας, το πρώτο της μυθιστόρημα, υπήρξε έργο - σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά, με συνεχείς επανεκδόσεις από το 1963 που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα και πολλές μεταφράσεις και διακρίσεις στο εξωτερικό.  Η Άλκη Ζέη αποτελεί πρέσβειρα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, καθώς το σύνολο του έργου της είναι μεταφρασμένο και κυκλοφορεί σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο.    Η ίδια έχει επίσης μεταφράσει από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά αρκετά βιβλία, ανάμεσα στα οποία έργα των Τζιάννι Ροντάρι και Βέρα Πανόβα.
Πηγή:alkizei.com

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο της "Το καπλάνι της βιτρίνας"ένα κλασικό, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1963 ενώ βρισκόταν εξόριστη, ως πολιτικός πρόσφυγας στη Μόσχα. 

"Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια

Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τί να κάνουμε.
Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από τον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος, κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.
Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.
Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι; — είπα, και το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.
Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου — απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.
Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται. Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:
Μυρτώ, τί προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
Φυσικά, καρύδια — απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.
Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι και δεν καμπουριάζει καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.
Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.
Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ' αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι' αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…
Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τί μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ' άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες ... Τί όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;
Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; — ρώτησα.
Σαχλαμάρες! — είπε η Μυρτώ.
Μπορεί. Αν περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, μπορεί να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του 1936, μπορεί ώς το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.
Ούουου, ώς τότε τί να το κάνουμε; — λέει η Μυρτώ. Εμείς θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούμε να πετάμε.
Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν σκέφτονταν όλοι έτσι, δεν θα ’χε γίνει καμία ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες δεν θα κουράζονταν να βρουν τούτο ή εκείνο, αφού, ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή τους, αυτοί θα έχουν πεθάνει.
Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.
Θα 'θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.
Αν οι... εφευρέτες ξέρανε την προπαίδεια όπως εσύ, της είπε ο παππούς, δεν θα γινόταν καμιά εφεύρεση στον κόσμο.
Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7x8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε.
Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
Εγώ πηγαίνω στη Δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το βαλάντιό μας».
Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ' αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;
Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…
Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
Αυτά δεν ήταν βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Να 'χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
[πηγή: Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 9-15]



Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, μια μαρτυρία της μητέρας μου από τη γερμανική κατοχή



Μια μαρτυρία της μητέρας μου, όταν έφηβη τότε στα χρόνια εκείνα τα μαύρα της γερμανικής κατοχής είχε ακολουθήσει τον πατέρα της, Βλάση Ανδρικόπουλο,  καπετάνιο του ΕΛΑΣ με τους αντάρτες του πάνω στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου...


Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα

Μπορεί ο ανταρτοπόλεμος να' ταν εκείνο τον καιρό σε όλο του το μεγαλείο, όμως ο Ε.Λ.Α.Σ. παίρνοντας θάρρος, ίσως κάπως αλόγιστο, είχε φέρει τις δυνάμεις του πολύ κοντά στην Πάτρα. Μετά τον Ομπλό που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, τώρα ήταν περίπου είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά από την Πάτρα. Οι μετακινήσεις τους βέβαια ήταν ζήτημα στρατηγικής. Δεν είχα γραπτά τα γεγονότα με ιστορικά ντοκουμέντα γιατί το ημερολόγιο του πατέρα μου το είχε πάρει ο Ηλίας Παπαστεριόπουλος να γράψει το βιβλίο του, και δεν μας το επέστρεψε ποτέ. Απ' αυτό το βιβλίο παίρνω βοηθήματα για γεγονότα που δεν θυμάμαι. Τα περισσότερα τα γράφω από μνήμης, με θύμησες που και αυτές έχουν κάπως εξασθενίσει μετά από χρόνια. Αυτό όμως που έζησα στο οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου, ήταν τόσο συνταρακτικό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα.
Εκείνο, λοιπόν, το φθινόπωρο που μέναμε στον κάμπο, ένας λόχος του Ε.Λ.Α.Σ. ήταν στη Μέτζαινα, ένα κεφαλοχώρι χτισμένο σε μια πλαγιά. Αυτό ήταν μεγάλο πλεονέκτημα γιατί μπορούσαν να εποπτεύουν όλες τις εξόδους στους δρόμους της Πάτρας και πού μακριά σε όλο τον κάμπο. Ένας ορεσίβιος αντάρτης από την Κέρκεζη, που ήταν ο προσωπικός στρατιώτης του αρχηγού, ερχόταν κάθε βδομάδα στο Μπρακουμάδι να μας φέρνει τρόφιμα. Κάποια φορά του ζήτησα να με πάρει μαζί του να δω τον πατέρα μου. Βέβαια η μητέρα μου είχε φέρει αντιρρήσεις, μα τελικά πείστηκε.

Ο στρατιώτης με έβαλε στο άλογό του, είχα μάθει να ιππεύω, και αυτός ακολουθούσε πεζός. Έβλεπα από μακριά το χωριό και μου άρεσε. Μου θύμιζε το Καλούσι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο στην πλαγιά με τα σπίτια αμφιθεατρικά. Όταν φτάσαμε και το είδα από κοντά ενθουσιάστηκα, ανάσαινα μετά από την πληκτική ισάδα του κάμπου. Εκεί φιλοξενήθηκα στο σπίτι που έμενε ο πατέρας μου, σε μια οικογένεια αριστερών που ήταν οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ. με το όνομα Τσιούτη. Αργότερα γνώρισα και συγγενείς τους στο Καλούσι, που και αυτοί κυνηγημένοι από τους Γερμανούς είχαν καταφύγει εκεί. 


Κι έγιναν τέσσερις οι μέρες που έμεινα στη Μέτζαινα. Δεν ήθελα να φύγω, μα δεν είχα πάρει ρούχα. Ήμουν αποφασισμένη να το κάνω την επόμενη μέρα, αλλά ένα μεγάλο τμήμα γερμανικού τάγματος, σαν να θυμήθηκαν πως κάπου εκεί κοντά στην Πάτρα ήταν μια ανταρτοφωλιά που έπρεπε να την γκρεμίσουν με τα βάρβαρα χέρια τους για να μην κελαϊδάνε τ' αηδόνια της σύγχρονής κλεφτουριάς. Το λιοντάρι του Γ' Ράϊχ μπορεί να ήταν ημιθανές, όμως αν και στα τελευταία του, έβγαζε άγριους βρυχηθμούς που αντιλάλησαν στα απάτητα βουνά της Αχαΐας με όλμους, με πολυβόλα, βεβαίως και με την αριθμητική τους υπεροχή. Βγήκαν λοιπόν για να τους απωθήσουν από τα κοντινά προάστια. Βιαστικά ο αντάρτικός λόχος διοίκησης του 12ου συντάγματος σήκωσαν τα πολυβόλα τους, πήραν τα όπλα στους ώμους, φόρτωσαν στα μουλάρια τις λιγοστές τους προμήθειες σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό και τράβηξαν για τα βουνά. Αυτά τα ήξεραν καλά, τους ήταν οικεία και φιλικά. Στο μεταξύ, εγώ ήταν αδύνατον να φύγω, όλοι οι δρόμοι ήταν αποκλεισμένοι, σίγουρα θα έπεφτα στα χέρια τους. Έτσι αναγκάστηκα να ακολουθήσω τον πατέρα μου σ' ένα οδοιπορικό αρκετά επικίνδυνο. Βάδιζα μαζί με τα κορίτσια, τις νοσοκόμες του Ε.Λ.Α.Σ. που ακολουθούσαν τους αντάρτες. Ο χειμώνας στ' απάτητα βουνά είχε κάνει αισθητή την παρουσία του και αυτά όσο κι αν ήθελαν να' ναι φιλικά μαζί μας, μας θέριζαν με τους αγέρες και κοκάλωναν τα μέλη μας με την παγωνιά τους.
Εγώ με μια παιδική άγνοια για τον κίνδυνο τους ακολουθούσα όχι και πολύ μακριά τους. Νόμιζα ότι, αφού ήμουν με τον πατέρα μου, ήμουν προστατευμένη με την πανοπλία της αγάπης του. Ίππευα το άλογο του στρατιώτη Σπύρου, και όσο ήμουν στη σέλα, έδινα τα μποτάκια μου στη νοσοκόμα που ήταν ξυπόλητη κι ας πάγωναν τα πόδια μου έτσι όπως ήταν γυμνά. Όταν κατέβαινα από το άλογο γινόταν το αντίθετο. Τέτοια ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ μας.
Η πορεία ασταμάτητη όλη την ημέρα. Τη νύχτα, αν βρίσκαμε σίγουρο κατάλυμα σταματούσαμε για λίγο. Και οι Γερμανοί λίγο πιο πίσω μας, ίσκιος μας, ίσως σε απόσταση αναπνοής, περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία να μας επιτεθούν, κάπου να μας στριμώξουν για να μας εξοντώσουν. Ένα βράδυ περάσαμε τη νύχτα μας σ' ένα μοναστήρι. Κοιμήθηκα μαζί με τον πατέρα μου σ' ένα κελί. Ανάλαγη, βρώμικη και αυτό ήταν το πιο φοβερό για μένα. Ακόμα πιο τρομερό ήταν όταν είχα την πρώτη ψείρα στο κορμί μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα μερόνυχτα κράτησε αυτό το εφιαλτικό οδοιπορικό. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύαμε να πέσουμε στα χέρια των Γερμανών, που μας ακολουθούσαν καταπόδας για να μας βάλουν στο σημάδι να μας αποδεκατίσουν.
Διαβήκαμε μονοπάτια κακοτράχαλα, διάσελα, άγριες πλαγιές του Ερύμανθου. Κάποιο βράδυ εγκλωβιστήκαμε σ' ένα χωριό, δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, ίσως να ήταν το Μάνεσι, βέβαιοι πως το πρωί έπρεπε να δώσουμε μια μάχη δύσκολη και άνιση, αντιμέτωποι με τις κατά πολύ ισχυρές δυνάμεις και βαριά εξοπλισμένες του γερμανικού στρατού, κι ήμασταν σίγουροι πως θα την χάναμε. Έπρεπε να την αποφύγουμε, μας πώς; Όλες οι έξοδοι του χωριού ήταν μπλοκαρισμένες. Εκτός από μια που δεν την γνώριζαν οι εχθροί.
Στο σύνταγμα ήταν κάποιος αντάρτης με τον βαθμό του λοχαγού του ελληνικού στρατού, δεξιό μα καλός πατριώτης, με μεγάλη στρατιωτική παιδεία. Είχε ανέβει στο βουνό για να μην τον επιστρατεύσουν αναγκαστικά στα τάγματα ασφαλείας και είχε μπει για καλά στην αντάρτικη τακτική και την εφάρμοζε ανάλογα με τις περιστάσεις. Ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου, είχε χάσει στην Αλβανία το ένα του πόδι. Τον θυμάμαι, τον έλεγαν Γιώργο Μανωλόπουλο.
Όμως αν αποτολμούσαμε να διαφύγουμε από την άγνωστη για τους Γερμανούς αφύλακτη έξοδο, θα άκουγαν τις πατημασιές από τις αρβύλες των ανταρτών και τις οπλές των αλόγων, και τότε δεν θα γλίτωνε κανείς. Συσκέφτηκαν λοιπόν οι αντάρτες και αποφάσισαν να καλυφθούν με κουρέλια και παλιές σκισμένες κουβέρτες για να μην κάνουν θόρυβο. Νύκτωρ περάσαμε από την αφύλακτη διάβαση σε μια ηρωϊκή έξοδο αντάξια με κείνη του Μεσολογγίου, μόνο που αυτή ήταν επιτυχημένη χωρίς νεκρούς. Οι Γερμανοί βέβαιοι πως μας είχαν στο χέρι, όσο αυτοί κοιμούνταν σίγουροι πως το πρωί θα μας αποδεκάτιζαν τόσο εμείς απομακρυνόμασταν χωρίς να μας παίρνουν χαμπάρι. Είχαν γίνει πολλά τέτοια απείρου κάλους και δόξας της αντάρτικης τακτικής. Στο δρόμο για τη διάσωσή μας οι αντάρτες γελούσαν για το φιάσκο που είχαν κάνει στους Γερμανούς. Τους είχαν κάνει και άλλα τέτοια χουνέρια, όταν μια φορά έκαναν κολοσούρτη σε μια απόκρημνη πλαγιά με τον συνταγματάρχη Γιάννη Σέρβο. Οι Γερμανοί τους έχασαν χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν το σάλτο μορτάλε τους. Έφυγαν και τότε όπως και τώρα να γυρίσουν απογοητευμένοι πίσω στην Πάτρα, ντροπιασμένοι, χωρίς ούτε ένα τεκμήριο μιας μικρής υποτυπώδους νίκης.
Το πρωί μας βρήκε από την κόλαση της νύχτας, στον παράδεισο μιας ηλιόχαρης ημέρας χωρίς να έχουμε τους Γερμανούς πίσω μας να μας κυνηγάνε. Σε κάποια στροφή ανοίχτηκε η ματιά μας σ' ένα οροπέδιο άφθαστης ομορφιάς. Γύρω γύρω βουνά και στη μέση μια πεδιάδα με αλφαδιασμένα κλήματα αμπελιών σε μια αρχιτεκτονική περίτεχνη, με αρμονία θεϊκή, που μας άφησε άφωνους από θαυμασμό. Ήταν το οροπέδιο των Δεμέστιχων που τ' αμπέλια του θαρρείς πως τά' χε φυτέψει ο Βάκχος με τα χέρια του για να γίνεται από τα σταφύλια τους το πιο ωραίο κρασί και το νέκταρ που έπιναν οι Ολύμπιοι.
Σε κάποια στάση μας είπε ο αρχηγός, ο πατέρας μου, στον στρατιώτη του, ανακουφισμένος από το αίσιο τέλος αυτού του εφιαλτικού οδοιπορικού “Πάρε την κόρη μου Σπύρο και να την πας στη μητέρα της να ησυχάσω”. Πάλι με το άλογο εγώ, πεζός ο Σπύρος φτάσαμε στο Καλέτζι. Μου φάνηκε σαν αληθινή λύτρωση από την κόλαση που είχα ζήσει τόσες ημέρες, ήταν για μένα η γη της επαγγελίας.

Στο Καλέτζι μας φιλοξένησαν κάποιοι συγγενείς του Παπανδρέου. Αναστήθηκα όταν μου έδωσαν τη δυνατότητα να πλυθώ, ν' αλλάξω ρούχα, που μου πρόσφεραν ευγενικά τα κορίτσια του σπιτιού. Περάσαμε ένα ειρηνικό βράδυ δίπλα στο τζάκι και κοιμηθήκαμε σε καθαρά κρεβάτια. Το επόμενο πρωί ο Σπύρος κι εγώ φύγαμε για το Μπρακουμάδι, όπου εκεί ήταν η μητέρα μου με τον αδελφό μου. 





Είμαι του ΕΛΑΣ  αντάρτης 
Πάνος Τζαβέλλας

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης
Και στα όρη κατοικώ

Και για την ελευθεριά μας
Και τον θάνατο αψηφώ
Το τουφέκι μου στον ώμο
Το σπαθί μου στο πλευρό
Απ' τα όρη κατεβαίνω
Τους φασίστες κυνηγώ
Δεν φοβάμαι την κρεμάλα
Δεν φοβάμαι το σχοινί
Και στο πέρασμά μου τρέμουν
Ράλληδες και Γερμανοί
Ράλληδες ταγματαλήτες
Μπουραντάδες, Γερμανοί
Τα κεφάλια σας θα πέσουν
Απ' τ' αντάρτικο σπαθί
Μάνα μου, γλυκιά μου Ελλάδα
Ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
Θα σ' ανάψει τη λαμπάδα
Της τιμής, της λευτεριάς