Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Κωνσταντίνος Θεοτόκης "Αμάρτησε;" Διήγημα
























Αμάρτησε;

του Κων/νου Θεοτόκη

Ήτανε μια δροσερή Απριλιάτικη αυγή : η αυγή της Λαμπρής.

Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα , και οι καμπάνες της Εκκλησίας του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τες πόρτες , οι ανθρώποι πολλοί τη φορά , καθαροί , χαρούμενοι , ντυμένοι με ρούχα καινούργια , και κατόπι ο ένας στον άλλο , με τάξη και ευλάβεια επροσκυνούσαν τες εικόνες και εσταμάταιναν απέκει στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόταν μπουλούκια , μπουλούκια με τες άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι , με χρυσάφια στα στήθια , σεμνές , ευλαβητικές , στολισμένες και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς , που δεν είχε γυναιτίκι.

Όλοι επρόσμεναν τώρα ν’ αρχίσει η ακολουθία.

Η θύρα του ιερού άνοιξε , ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται , ο παπάς αποτέλιωσε τα μυστικά του , εθυμιάτισε , εκοντόβηξε , έμεινε μια στιγμή σιωπηλός κάνοντας και το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια έκαμαν του σταυρού το σημάδι.

Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός μικρός , με μεγάλα λευκά γένια , με μακρυά μαλλιά ασημένια και κείνα , λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μέτωπό του , με γαλανά μάτια που τα γέρα και οι νηστείες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωρίο τον σεβόταν.

Με την ψιλή του φωνή , που ολοένα εγενότουν σταθερότερη , ο γέροντας εδιάβαζε ψαλτά τες ευκές του , που τες ήξερε όλες απ’ όξω , και η ακολουθία επροχωρούσε καθώς πάντα , επίσημη , κατανυχτική , μεγαλόπρεπη , και ο κόσμος , που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια , αφοκραζόταν με πίστη και από καρδίας εδεότουν , σα ναδινε μαγαλείτερη αξία στην προσευκή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.

Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.

Την πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβυσμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στο κόσμο , και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή , και που εφαινότουν συγχυσμένος και εκείνος , γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευκόταν με ευλάβεια. Και είπεν ο παπάς με το νου του : «Εδώ θανε και εκείνη». Μα το βλέμμα του δεν έλαβε καιρό να την εύρει ανάμεσα στες γυναίκες.

Και εγιόμαζαν τώρα την εκκλησία οι ύμνοι που τους έψαλλαν καλόφωνοι ψάλτες , και η ευωδία του λιβανιού , και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινότουν σα μ’ ένα στόμα η βοή του λαού , που με πίστη θερμή , και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέηση του ως του Θεού το θρόνο , ποθώντας να υποτάξει τα στοιχείς , και να λιγώσει τη θέληση της παντοδυναμίας.

Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά , πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας , μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας , αλλά εδεότουν η καρδία του στον ουράνιον πατέρα , άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νου. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;

Εκεί ήταν και εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει , όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμένη ανάμεσα στες γυναίκες. Η ταραχή της ο φόβος της , η συγκίνησή της , ήταν ζωγραφισμένη απάνου στο όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστηχη , ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το’ χε απαιτήσει ο πατέρας της , ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευχότουν. Πως είχε κλάψει προχτές στην ξεμολόησή της , όταν συντριμένη καρδιά του’ χε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της , το μεγάλο της το φταίσμα , μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα , μα ο πατέρας της την υποχρέωσε , ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση , ήθελε ή ναναι περήφανος για τη θυγατέρα του ή να ξεπλείνει την ντροπή του στο αίμα! Τι θα’ κανε η δύστυχη? Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούοντάς την , γιατί τον είχε αφήσει ο θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια? Γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του , παρά τον άφινε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύνα μη του πειρασμού?

Και η λειτουργία επροχωρούσε : με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δύο λαμπάδες , εβγήκε στο πρεσβυτέριο και εστάθηκε μπρος στο πλήθος. Άκρα σιωπή εβασίλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που εβγήκε απ’ όλα τα χείλη , έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι , από φοβισμένες καρδιές που τες εταπείνωσε εκείνην την στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβυσμένο του βλέμμα εκοίταζε στο βάθος της εκκλησιάς , όπου ήταν οι γυναίκες , σα ναθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να της συστήσει ότι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγηση.

Δεν ημπορούσε της είχε ειπεί , να την κοινωνήσει.

Όχι , τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νους του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά , ας εύρισκε μια πρόφαση , όποιαν ήθελε , ας έκανε την άρρωστη. Μα αν πάλι δεν ημπορούσε να κάμει αλλιώς κι αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει , ας ερχόταν ανάμες στες άλλες γυναίκες , και αυτός σκήμα μόνο θάκανε πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του Σωτήρος. Όχι , δεν θα την κοινωνούσε αυτήν την αμαρτία δεν τη χωρούσε ο νους του.

Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών» , οι ψάλτες έψαλαν το κοινωνικό , κι ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν , σαν να ήταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Της έριξε μια ματιά κι άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο , που κατά το συνήθειο ήταν πολύς αυτή την ημέρα. Και εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες , που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συχώρηση , και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσά τους ήταν και εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κι όλας πως και ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο , βλέποντας να αφίνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της , τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη , έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της την εκοίταζε. Και με αναγάλλιασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα , τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα , ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά : «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».


Πηγή: http://www.ecclesia.gr/


Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 – 1 Ιουλίου 1923) ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής.

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που γεννήθηκε στην Κέρκυρα, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, - πατέρας του ήταν ο Μάρκος Θεοτόκης και μητέρα του η Αγγελική Πολυλά (ξαδέρφη του λόγιου Ιάκωβου Πολυλά) -τα μέλη της οποίας ασχολήθηκαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από τον 14ο αι..Φοίτησε στο «Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας», στη συνέχεια στο «Κερκυραικό Γυμνάσιο» και τέλος έκανε τις ανώτατες σπουδές του στο Παρίσι, παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας, μαθηματικών, ιατρικής και χημείας, χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής γλώσσας σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία (γνώριζε ακόμη αρχαία περσικά, αρχαία ελληνικά και εβραϊκά[4]) ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο, το "La vie des Montagnes", που δημοσιεύθηκε και από τον εκδοτικό οίκο "Mercure de France". Την ίδια εποχή (συγκεκριμένα το 1887) εξέδωσε μία μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και το επανδρωμένο (κυβερνούμενο) αερόστατο.
Το 1889 ξεκινά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, ενώ δύο χρόνια αργότερα καταφεύγει στη Βενετία για οικονομικούς λόγους, όπου και γνωρίζει την βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς. Ύστερα από αντιρρήσεις του πατέρα του την παντρεύεται δύο χρόνια αργότερα και αποκτά μαζί της μία κόρη.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1895 εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα, στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων. Συνδέθηκε με τον ποιητή Μαβίλη και προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημα του δημοτικισμού. Από τότε φαίνεται ότι ασπάστηκε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες και διακρίνονται τα έργα του. Συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης το 1896 ως εθελοντής και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία, επικεφαλής δικού του σώματος. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τότε και απώλεσε ολόκληρη την προικώα περιουσία του στην Αυστρία (1917) οπότε και αναγκάσθηκε να δουλέψει αναλαμβάνοντας το γραφείο λογοκρισίας παντός εντύπου και αλληλογραφίας, θέση που διατήρησε για λίγο χρόνο.
Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά. Στα εκτενή διηγήματά του: Η τιμή και το χρήμαΗ ζωή και ο θάνατος του ΚαραβέλαΟ κατάδικος και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται και από φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές. Γεγονός είναι ότι υπήρξε επηρεασμένος από τον Νίτσε από την πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα. Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ που απέδωσε έμμετρα την Τρικυμία, τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Ληρ και τον Οθέλλο. Επίσης μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, τον Έρμαν και Δωροθέα του Γκαίτε, τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, και από τη σανσκριτική τα: ΣακούνταλαΜαλαβίκα και Αγνημίτρα. Έγραψε επίσης και μερικά σονέτα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος.
Ο Κ. Θεοτόκης γνωρίζοντας τον σοσιαλισμό, συμμετείχε επίσης στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών.
Πέθανε στην Κέρκυρα σε ηλικία 51 ετών, τον Ιούλιο του 1923, από καρκίνο.


Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Ανδρέας Καρκαβίτσας "Πάσχα στα πέλαγα"








"Μ’ έφαγες σ’ έφαγα έτσι πάει ο κόσμος. Κι απ’ το πολύ φαγί αρρωσταίνει κανείς όπως κι από τη νηστεία"

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από θεατρικά έργα: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού, αυτοτελώς καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικής πεζογραφίας.Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας — έπασχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από φυματίωση — το 1920, με το βαθμό του αρχίατρου. Ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική ζωή του τόπου, συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την Kρητική Eπανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.Πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβρio του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών, πικραμένος για την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική καταστροφή, που την είδε να συμβαίνει λίγο πριν πεθάνει,Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ

Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια τῆς γέφυρας ζερβόδεξα· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο ἀκτινοβόλο ψηλὰ εἰς τὸ πλωριὸ κατάρτι καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω εἰς τὴν πρύμη του. Τίποτε ἄλλο. Οἱ ἐπιβάτες ἦσαν ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς κοκέτες τους, ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὕπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ θερμαστές, ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία ἐροχάλιζαν εἰς τὰ γιατάκια τους. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκιοι, σχεδὸν ἐναέριοι, ἔλεγες πὼς ἦσαν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ ἐκυβερνοῦσαν στὸ χάος τὴν τύχη τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν κοιμωμένων ἀνθρώπων.
Ἔξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, ἐπέμενε νὰ ρίχνῃ τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα, κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανὸ καὶ νὰ κράζῃ ὅλους εἰς τὸ κατάστρωμα. Καὶ μὲ μιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο ἐπλημμύρισεν ἀπὸ φῶς, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ γιατάκια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς κοκέτες τους.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν πλώρη καὶ εἰς τὴν πρύμη πίσω ἀνυπόμονες ἔφευγαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ναύκληρου οἱ σαΐτες, ἔφθαναν λὲς τ᾿ ἀστέρια κι ἔπειτα ἔσβηναν στὴν ἄβυσσο, πρασινοκόκκινα πεφτάστερα.
Τὰ ξάρτια, τὰ σχοινιά, οἱ κουπαστὲς ἔλαμπαν σὰν ἐπιτάφιοι ἀπὸ τὰ κεριά. Καὶ δὲν ἦταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάντηλο, ποὺ ἔφευγε ἀπάνω στὰ νερὰ σὰν πυροτέχνημα.
Ἡ γέφυρα στρωμένη μὲ μία μεγάλη σημαία ἐμοίαζε ἁγιατράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ κόκκινα αὐγὰ καὶ ἄλλο μὲ λαμπροκούλουρα ἦταν ἀπάνω. Ὁ πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο στὸ χέρι ἄρχισε νὰ ψέλνῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Τὸ πλήρωμα κι οἱ ἐπιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια, ξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξη.
- Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. εὐχήθηκε ἅμα ἐτέλειωσε τὸν ψαλμό, γυρίζοντας πρῶτα στοὺς ἐπιβάτες κι ἔπειτα στὸ πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
- Χρόνια πολλὰ καπετάνιε! χρόνια πολλά!... ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνοι.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια σας, κύριοι! Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας παιδιά! ἐξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῶ ἕνα μαργαριτάρι ἐφάνη στὴν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας, καπετάνιε!
Ἔπειτα ἐπέρασε ἕνας ἕνας, πρῶτα οἱ ἐπιβάτες ἔπειτα τὸ πλήρωμα, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λαμπροκούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα:
- Χριστὸς Ἀνέστη.
- Ἀληθινὸς ὁ Κύριος.
- Καὶ τοῦ χρόνου σπίτια μας...
Οἱ ἐπιβάτες ἐτράβηξαν στὰς θέσεις τους νὰ φᾶνε τὴ μαγερίτσα. Οἱ ναῦτες ζευγαρωτὰ στοὺς διαδρόμους, ἐφίριραν τ᾿ αὐγά τους, ἐγελοῦσαν, ἐσπρώχνοντο συναμεταξύ τους, ἔτρωγαν λαίμαργα, ἐκαλοχρονίζοντο σοβαρὰ καὶ κοροϊδευτικά.
Ἔπαψε τὸ καμπανοχτύπημα· ἕνα ἕνα ἔσβησαν τὰ κεριά. Τὸ καράβι ἐβυθίστηκε πάλι στὴν ἡσυχία του. Ὁ καπετάνιος καὶ ὁ τιμονιέρης καταμόναχοι ἐπάνω στὴ γέφυρα, πνεύματα θαρρεῖς ἐναέρια, ἐξακολουθοῦσαν τὴ δουλειά τους σιωπηλοὶ καὶ ἄγρυπνοι:
- Ἕνα κάρτο μαΐστρο!
- Μαΐστρο!
- Γραμμή!
- Γραμμή!
Καὶ τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι ἐξακολούθησε νὰ σχίζῃ τὰ νερά, ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.


Πηγή:users.uoa.gr