Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Κίττυ Αρσένη "Καλοκαίρι του ΄67" από το βιβλίο "Μπουμπουλίνας 18"



Το κελί μου είναι πολύ μικρό. Σκοτεινό. Ψαχουλεύω τους τοίχους. Οι σοβάδες πέφτουν και γεμίζω κοριούς.

     Χτες βράδι με πιάσανε λοιπόν. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Το απόγευμα στο θέατρο με ειδοποιήσανε: «Πιάσανε το Μίκη. Κάνουνε συλλήψεις». Και τα ξημερώματα, στις 2 η ώρα, με πιάσανε. Αυτό ήτανε.
     Είμαι πολύ ζαλισμένη. Προσπαθώ να καταλάβω πόσο με χτυπήσανε. Δεν πρέπει νάταν πολύ. Όταν ο Λάμπρου διέταξε «Αφήστε την. Αυτή, στο μηχάνημα της αληθείας», εγώ άντεχα ακόμα μια χαρά. Προπάντων είμουνα ένας πολύ ψύχραιμος παρατηρητής. Δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε φόβο. Είχα θυμώσει με το σοφέρ που είχε αρχίσει να βαράει μέσα στ’ αυτοκίνητο ενώ το ένα του χέρι ήταν στο τιμόνι. Εγώ στο πίσω κάθισμα ανάμεσα σε δυο. Ο Λάμπρου μπροστά είχε διατάξει «Στα νταμάρια». Και το κακό άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο από τον υπερβάλλοντα ζήλο του σοφέρ.
     Πρέπει νάχουν περάσει δυο τρεις ώρες από τη στιγμή που με πετάξανε εδώ μέσα. Η τελευταία μου σκέψη ήτανε «καλά τα κατάφερα» και έπεσα και κοιμήθηκα φαίνεται.

     Ο θόρυβος γύρω μου είναι εκκωφαντικός και παράξενος. Σιδερένιοι ήχοι χτυπάνε σαν τα καζάνια της κόλασης μέσα στο κεφάλι μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου στο τσιμέντο να δροσιστώ λιγάκι. Μυρίζει κάτουρο. Κατάλαβα. Εδώ θα είναι αυτό που λένε «αυστηρά απομόνωση». Δεν τρως, δεν πίνεις νερό και κάνεις τις σωματικές σου ανάγκες εδώ μέσα. Ο λαιμός μου είναι στεγνός. Έχω μια γεύση αίματος στο στόμα μου. Πιάνω το αριστερό μου μάτι που με καίει και το αισθάνομαι πρησμένο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει και πονάει όπου και να τ’ ακουμπίσω. Τα μαλλιά μου μού μένουνε τούφες στα χέρια. Πονάνε τα πόδια μου στα πέλματα, οι κλειδώσεις των χεριών μου, πονάει το κορμί μου ολόκληρο και το μόνο που θέλω είναι νερό. Ένα ποτήρι νερό.

     Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: «Μη φοβάστε, Αστυνομία» και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη. Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. «Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις», τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού».
     Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μέσα στο σπίτι. Φοβήθηκαν τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, –η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα– και μου είπανε να φύγουμε.
     Αγκάλιασα και φίλησα τη μάνα μου και το Δημήτρη. Δε με κοίταζαν, δε με χαιρέτησαν. Είχαν παγώσει. Είπα στη μάνα μου «κουράγιο». «Μην αργήσεις», μου είπε, όπως συνήθιζε να μου λέει όταν έβγαινα περίπατο. Ο Δημήτρης είχε μείνει και αυτός παγωμένος. Μόνο η Δάφνη έτρεξε έφερε μια κουβέρτα και με χαιρέτησε όπως αποχαιρετάς έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις αν θα τον ξαναδείς. Γύρισα να τους ρίξω μια τελευταία ματιά. Λιγοψύχησα. Ο Λάμπρου ούρλιαξε: «Θα σας αφανίσουμε όλους. Είσαστε συνεργοί της!».
     Στην είσοδο της πολυκατοικίας περίμενε ο σοφέρ. Έφερε τη μαύρη κούρσα από τη γωνιά και ξεκινήσαμε για τα νταμάρια. Τους είχα αφήσει πίσω μου. Δεν υπήρχε χώρος για να τους σκεφτώ.

     Αυτός ο αξιωματικός υπηρεσίας μού κράτησε την κουβέρτα που μου έδωσε η Δάφνη. Και πονάω παντού.

     Ο Λάμπρου έκανε τις συστάσεις μέσα στο σπίτι. «Είμαι ο Λάμπρου. Και οι άλλοι δυο ανώτεροι αξιωματικοί της Ασφαλείας, Μπάμπαλης και Μάλλιος». Μεγάλη μου τιμή. Η φωτογραφία του Λάμπρου είχε φιγουράρει πριν λίγο καιρό στις εφημερίδες. «Ο νέος προϊστάμενος της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών». Μαζέψανε όλες τις αποδείξεις της ενοχής μου, βιβλία αριστερά, δίσκους του Θεοδωράκη, με βάλανε στη μαύρη κούρσα, μου είπανε ότι βιαζόντουσαν πολύ και θέλανε πληροφορίες απόψε, κιόλας από μένα, δεν έχουνε καιρό να χάσουνε, θα με πηγαίνανε στα νταμάρια να τελειώσουμε γρήγορα. Η μέθοδος της γρήγορης ανάκρισης άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο…

     Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς! Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι. Στη φούρια του το άρπαξε ο ίδιος και άρχισε να το στρίβει. Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: «Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!» Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα όταν ήμουνα μικρή είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα. «Έτσι θάναι και τώρα», σκεφτόμουνα, «την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω». Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδόν, όταν είδα από μακριά ένα φως σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος φαίνεται… Με ξαναβάλανε γρήγορα γρήγορα μέσα στ’ αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες της κοινής ησυχίας! Ο Λάμπρου μού λέει «Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!» Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. «Τότε θα την εκτελέσουμε» και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου. Παίζει το μεγάλο του νούμερο. «Δε με νοιάζει, πώς το λένε κ. Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν».
     «Σκοτώστε με! Δε με νοιάζει», τους φωνάζω. Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν ποτέ να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουνε. Από κει και πέρα το μεγάλο νταβαντούρι. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά.
     Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερεις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Είναι αστείο.
     «Θα σταματήσουν άμα χαράξει», σκέφτομαι, «ως τότε αντέχω». Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω.
     Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια.
     Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο κ. Λάμπρου, ο κ. προϊστάμενος, κουράστηκε. «Δεν βγαίνει τίποτα μ’ αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αληθείας». «Λες ψέματα κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά», σκέφτομαι, «δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ’ αρέσει περισσότερο».
     Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε «στριπτήζ». Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό,τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες ξαπλωμένοι κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18. Από σήμερα ονομάζομαι 18.
   
(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)







Η Κίττυ Αρσένη (Αργοστόλι 8 Φεβρουαρίου 1935 - Αθήνα 14 Σεπτεμβρίου 2013) ήταν σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης αλλά και συγγραφέας.

Βιογραφία

Ήταν αδελφή του πρώην υπουργού Γεράσιμου Αρσένη. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κουν το 1958. Συμμετείχε σε αρκετούς θιάσους («Ελεύθερο Θέατρο», θίασος Έλσας Βεργή, Βίλμας Κύρου κ.ά.). Επίσης, ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία.

Αντιδικτατορικός Αγώνας

Πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα κατά του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, προσχωρώντας στο Πατριωτικό Μέτωπο, συνελήφθη το καλοκαίρι του 1967 και υπέστη βασανιστήρια στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας 18.
Αφηγήθηκε την περιπέτειά της σε ένα βιβλίο της με τίτλο Μπουμπουλίνας 18. Στην παρουσίαση του βιβλίου είχε πει: «Η μαρτυρία τούτη γράφτηκε το 1968 στις διαδρομές του τραίνου Παρίσι - Στρασβούργο. Γράφτηκε ανάμεσα στις καταθέσεις - ανακρίσεις των νομομαθών της Επιτροπής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Γράφτηκε ανάμεσα σε συνεντεύξεις των ξένων εφημερίδων και τηλεοράσεων, που κείνο τον καιρό τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα κάλυπταν τις στήλες τους και τα προγράμματά τους... Γράφτηκε για ν' απαντήσει στον Αμερικάνο ανταποκριτή του New York Times γιατί, περνώντας μια τέτοια διαδικασία, το μόνο γιατρό που δεν χρειάζεται κανείς είναι ψυχίατρος! Γράφτηκε γιατί το πλαστό μου διαβατήριο, οι πεδιάδες της Αλσατίας δε μ' έπειθαν ότι είχα φύγει από την Ελλάδα, από τη φυλακή, από την Ασφάλεια. Γιατί όντως οι νομομαθείς της Ευρώπης είχαν δίκιο να δυσπιστούν. Όταν δεν μπορείς να μεταφράσεις τη λέξη ταράτσα και απομόνωση σε άλλη γλώσσα δεν υπάρχει prima facie απόδειξη».
Για τη συμμετοχή της στο Πατριωτικό Μέτωπο καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή με αναστολή. Όταν το 1968 η Χούντα έδωσε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, αφέθηκε ελεύθερη.
Κατάφερε να φύγει παράνομα στο εξωτερικό την άνοιξη του 1968. Σε κατάθεσή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, κατάγγειλε τη Χούντα για βασανιστήρια και για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κατάθεσή της βάρυνε στην απόφαση του Συμβουλίου να αποβάλλει τη χώρα μας από τους κόλπους του.
Επανήλθε στην Ελλάδα το 1972, διακινδυνεύοντας να τη συλλάβουν, καθώς είχε γίνει γνωστή ως μάρτυρας που κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Έχει πει γι' αυτό: «Αμέσως μόλις επέστρεψα βρήκα ένα συμβολαιογράφο και υπέγραψα ότι αυτά που είπα στο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι αλήθεια και αν τυχόν συλληφθώ και αυτά διαψευσθούν θα είναι παρά τη θέλησή μου».

Πολιτική

Ασχολήθηκε με την πολιτική και κατέβηκε υποψήφια με το ΚΚΕ εσωτερικού στις πρώτες μετά την Μεταπολίτευση εκλογές. Αργότερα δραστηριοποιήθηκε από τις γραμμές της Ελληνικής Αριστεράς (ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής), του Συνασπισμού και πρόσφατα της Δημοκρατικής Αριστεράς. Ασχολήθηκε με συνδικαλιστικά θέματα των ηθοποιών, διετέλεσε δε γενική γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Επίσης, διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου.

Συγγραφική δραστηριότητα

Το 1975 εξέδωσε το βιβλίο Mπουμπουλίνας 18 στις εκδόσεις Θεμέλιο, στο οποίο εξιστορεί την περιπέτειά της το 1967, στην οδό Μπουμπουλίνας όπου βρισκόταν κρατούμενη στη Γενική Ασφάλεια[. Το βιβλίο αυτό επανεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο το 2005 (ISBN 960-7293-95-9).
Το 2008 εκδόθηκε το βιβλίο «Αλέξανδρος Παναγούλης: Πρωταγωνιστής και βάρδος της αντίστασης», ISBN 978-960-14-1843-8, στο οποίο η Κίττυ Αρσένη ήταν μία από τους συγγραφείς.

Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ





Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Κώστας Βάρναλης, Ο λαός των μουνούχων-Νουβέλα



















Στη  νουβέλα “Ο λαός των μουνούχων”  ο Βάρναλης λέει μεγάλες και  τσεκουράτες αλήθειες για την διαβρωμένη κοινωνία του “ευνουχισμού, της "ύπνωσης" αλλά και της εκμετάλλευσης τους λαού από τους διεφθαρμένους της εξουσίας. Είναι σαν να φωνάζει  σ' αυτόν επιτέλους να “ξυπνήσει”. 



Ο λαός των μουνούχων

Ο Κώστας Βάρναλης εξέδωσε τη νουβέλα «Ο λαός των μουνούχων» στην Αλεξάνδρεια το 1923 χρησιμοποιώντας το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το ίδιο ψευδώνυμο είχε χρησιμοποιήσει έναν χρόνο νωρίτερα για το ποιητικό του έργο «Το φως που καίει», που είχε κι αυτό εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια από τον ίδιο εκδότη, τον Στέφανο Πάργα. Έγραφε με ψευδώνυμο γιατί ήταν δημόσιος υπάλληλος (εκπαιδευτικός) και χρησιμοποιούσε σκόπιμα ένα προκλητικό, «μουτζούρικο» ψευδώνυμο, αντίθετο στα καλλιεπή (Πορφύρας κτλ.) που συνηθίζονταν. Βέβαια, όλοι ήξεραν την πραγματική του ταυτότητα και η ψευδωνυμία δεν τον προστάτεψε από τη δίωξη λίγα χρόνια αργότερα (επί δικτατορίας Παγκάλου), οπότε και απολύθηκε. 
Το βιβλίο «Ο λαός των μουνούχων» περιέχει την ομώνυμη νουβέλα και άλλες δύο («Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και «Φυλακές»).

ΔΗΜΟΥ ΤΑΝΑΛΙΑ


Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΝΟΥΧΩΝ

O che sciagura d'essere senza coglioni! ...

(Voltaire – “Candide”)

I

Μεγάλη σιωπή βασίλευε στη χώρα τους.
Όλα φαινόντανε σαν πεθαμένα.
Άνεμος δε φυσούσε· τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε· τα νερά δεν τραγουδούσανε· ακίνητα λαμποκοπούσανε, σαν από μέταλλο ή από λάδι. Τα πουλιά αφήνανε μια ξαφνική ψιλή φωνή και χωνόντανε βαθύτερα μέσα στα κλαριά. Ο ήλιος όμως άστραβε θαμπωτικά· μα και τούτος σα να μην περπατούσε: έμοιαζε καρφωμένος στον ουρανό. Κι αν κανένα σύννεφο με την ασώματη λάφρια του χώνευε μέσα στο πλήθιο φως, θαρρούσες, πως από αιώνες αγωνιούσε κρεμασμένο στην ίδια θέση.
Αν έμπαινες στη χώρα τους, θα ’βλεπες παντού μιαν αξήγητη ερημιά. Αν ζητούσες ανθρώπους, δε θα ’βρισκες. Έπρεπε να πας να ψάξεις στις πιο απόμερες γωνιές. Πίσου από πέτρες, στις μπασιές των σπήλιων, στις φουντωμένες ρίζες γιγάντιων δέντρων, μέσα σε λακκούβες θα τους έβρισκες κρυμμένους έναν-ένανε. Καθόντανε μαζεμένοι, δίχως να μιλούνε. Όχι, γιατί ’τανε μικροί· μονάχα τα μάτια τους ήτανε μικρά και γοργοκίνητα. Μα έχοντας το χρώμα της γης σκεπαζόντανε με χόρτα και κλαριά, για να κρύβονται καλύτερα: να μην τους βλέπει κανείς και να μη βλέπουνε κανένα!
Μοιάζανε πολύ συλλογισμένοι· κι όμως δε συλλογιόντανε τίποτα. Αν θα σ' αντικρύζανε θα πηδούσανε απάνου αγριεμένοι, ξεφωνίζοντας στριγγά. Κι ένα σύννεφο μύγες θα σηκωνότανε με μιας μαζί τους και θα τους σκέπαζε σα σεντόνι. Όταν θα ξανακαθόντανε οι μύγες, θα ’βλεπες ανθρώπους ξερούς, πρασινοκίτρινους, με κοφτερά δόντια και μεγάλα νύχια. Δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι αρσενικός, ποιος θηλυκός. Όλοι τους ήτανε το ίδιο. Χωρίς μαλλιά και χωρίς γένια....
Όμοια δε μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι γέρος, ποιος είναι νιός. Όλοι ήτανε γέροι· παιδιά δεν υπήρχανε. Ακόμα κι οι ίδιοι, σα μαζευόντανε τα βράδια οι φαμίλιες, για να ζεσταίνονται ο ένας κοντά στον άλλον, δεν ξέρανε, ποιος είναι ο πατέρας, ποιο το παιδί. Μέσα στους αμέτρητους αιώνες, που ζήσανε, το ’χανε ξεχάσει... Δεν τους χρειαζότανε να το θυμούνται!...
Αυτοί οι άνθρωποι ήτανε αθάνατοι! Όμως όλος ο κόσμος τους ονόμαζε Μουνούχους. Κάτι ξέρανε. Μαζί με όλους θα τους λέμε κι εμείς το ίδιο.
Είπαμε: αν έμπαινες στη χώρα τους· όμως ήτανε αδύνατο να μπεις! Γιατί ’ταν ολούθε κλεισμένη με θεόρατα βουνά. Κανένας δεν τους είδε ποτέ! Ό,τι λοιπόν διηγόμαστε, είναι, όπως τα παρασταίνει το παραμύθι.
Μα που ήτανε αυτή χώρα; Κανένας δε μπορεί να πει σωστά. Κάπου όμως στην Ανατολή θα ’τανε, γιατί εκεί υπάρχει ακόμα η παράδοση γι' αυτούς και γιατί εκεί γίνονται όλα τα θαμαστά πράματα....

                                                *      *      *

Αθάνατοι! ... Πώς βρεθήκανε αθάνατοι; Ο Θεός τους έκανε; μόνοι τους γενήκανε με τη θέλησή τους και με την ακατάπαυστη προσπάθεια; Και να το ξέρουμε και να μην το ξέρουμε, ούτε σημασία έχει, ούτε και φελά.
Στην αρχή ήτανε όπως όλοι οι άνθρωποι. Ζούσανε μαζί σε πολιτείες και βοηθούσε ο ένας τον άλλονε σε ώρες ανάγκης. Όταν όμως, είτε τους το ’πε ο Θεός, είτε μοναχοί τους το καταλάβανε, πως είναι αθάνατοι, τους ήρθε σαν τρέλα. Πηδούσανε, ξεφωνίζανε, τινάζανε χέρια, πόδια, κεφάλι με τόση ορμή, που ’λεγες θα τα ξεκολλήσουνε. Όταν ξεθυμάνανε, κοιταχθήκανε λοξά συναμεταξύ τους, σαν οχτροί. Καθένας νόμιζε, πως μονάχα αυτός είναι αθάνατος και φοβότανε τον άλλονε, μην του πάρει την τύχη του. Σκορπίσανε λοιπόν γρήγορα γρήγορα, ο ένας δεξιά, ο άλλος ζερβά, κοιτάζοντας με φόβο πίσω τους, και τρυπώσανε, όπου μπόρεσε καθένας, με δυνατό, ακράτητο καρδιοχτύπι....
Πηγαίνανε να κρυφτούνε και, κλειώντας τα μάτια σα σε όνειρο, να δοκιμάσουνε την απέραντη ηδονή του μυστήριου της αθανασίας.

                                                *      *      *

Η ιδέα, πως είναι αθάνατοι, τους έκανε πολύ περήφανους. Κοιτάζανε με μεγάλη προσοχή και μ' έρωτα τον εαυτό τους. Πασπατεύανε την κοιλιά τους, τα σκέλια τους, τα νεφρά τους· τα χαϊδεύανε, τα θαμάζανε, τα χαιρόντανε! Παρακολουθούσανε την κίνηση του αιμάτου στις φλέβες τους, τους αχούς των μελιγγιών τους· γιατί το πνέμα τους βούιζε! Αν και δε βρίσκανε τίποτε καινούργιο σ' όλ' αυτά, όμως πιστεύανε πως κάτι ανείπωτο τους γινότανε. Με τον καιρό ελπίζανε να το καταλάβουνε και να τ' ορίσουνε.
Στην αρχή ριχτήκανε με πάθος στις ηδονές! Τρώγανε πολύ, πίνανε πολύ κι ερωτευόντανε περισσότερο. Μα γρήγορα βαρεθήκανε. Κάθε τους απόλαψη, μετρημένη με την αιωνιότητά τους, τους φαινότανε τιποτένια. Οι γυναικούλες, η μεγαλύτερή τους χαρά, με το κυματιστό κορμί, την τρυφερή φωνή, το βαθύ κόρφο, τη σκοτεινή κοιλιά, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γινόντανε πιο κουραστικές, πιο άνοστες. Δεν είχανε τίποτα νέο να προσφέρουνε από καταβολής κόσμου όλες οι γυναίκες! Και το κρασί, που άλλοτες αύξαινε την αξία της ζωής προσθέτοντας σε τούτη μ’ έναν αλαφρό πυρετό του αιμάτου, την ευτυχιά του ονείρου, που τους ένωνε με την άπειρη Φύση, τώρα το μισήσανε κι' αυτό. Τους παρουσίαζε την αδυναμία τους να πραγματοποιούνε τα ονείρατά τους, σα μιαν ατέλεια της αθανασίας τους.
Στερνά μισήσανε και την αθανασία τους.
Ωστόσο μένανε πάντα χωρισμένοι. Γιατί να ζούνε μαζί; Κανείς δεν είχε την ανάγκη τ' αλλουνού. Κι όλο καθόντανε., Η φύση τους τα ’δινε όλα· κι αν δεν τους τα ’δινε, αυτοί δεν παθαίνανε τίποτα· όντας αθάνατοι, ούτε φοβόντανε ούτε παθαίνανε τίποτα.
Χωνόντανε λοιπόν όλο και βαθύτερα στις τρύπες τους και σιγά-σιγά πήρανε όλοι το χρώμα της γης, όπως οι λαγοί, τα ορτύκια, οι σαλίγκαροι.

                                                *      *      *

Ωστόσο, μ' όλη τη βαριεμάρα, που τους βασάνιζε, γεμίζανε τη χώρα παιδιά. Ούτε οι ίδιοι θυμόντανε πώς τα κάμνανε. Μήπως τα σπέρνανε στον ύπνο τους; Τα παιδιά μεγαλώνανε γρήγορα, γονιμοποιούντανε γρηγορότερα.
Οι γενιές ακολουθούσανε τις γενιές, χωρίς οι παλιότερες ν' αφήνουνε τόπο στις καινούργιες, όπως γίνεται με τα φύλλα των δέντρων.
Έτσι άρχισε να τους γίνεται στενόχωρος ο τόπος, στενόχωρος κι ο αέρας. Πνιγότανε η ανάσα τους μέσα στα χνώτα τόσης πληθούρας. Η γης και τα ποτάμια αρχίσανε να λερώνονται, μα η γενοβόλια τους εξακολουθούσε όλο και πιο μεγαλύτερη.
Ψάχνανε λοιπόν να βρούνε τρόπο για να ’βγουνε όξω από τα σύνορά τους, ν’ απλώσουνε σ' άλλη γης τις περισσευούμενες ζωές, που τους σφίγγανε ολούθε. Μόλις όμως προχωρήσανε λίγο κι ένα θεόρατο βουνό υψώθηκε κάθετα μπροστά τους. Στρέψανε αριστερά –άλλο βουνό! Στρέψανε προς το νοτιά, προς το βοριά, –το ίδιο! Καθίσανε τότε χάμου κι αρχίσανε να συλλογιούνται. Αυτά τα βουνά ήτανε από πριν; Ξύνανε το κεφάλι τους· κανένας δε θυμότανε. Μα πώς βρεθήκανε έτσι κλεισμένοι στη φάκα, σαν τα ποντίκια;
Συλλογιστήκανε άλλη μια φορά –και τους έπιασε ύπνος. Κοιμηθήκανε, όπου είχανε βρεθεί, καθισμένοι.
Το πρωί, σαν ξυπνήσανε, δε θυμόντανε γιατί βρισκόνταν εκεί. Άμα σηκώσανε τα μάτια τους κι είδανε τα τρομερά βουνά, ξαναθυμηθήκανε τη συμφορά τους. Τί να κάνουνε λοιπόν; Κοιταζόντανε στα μάτια δίχως να μιλούνε. Βαριόντανε ν' ανοίξουνε το στόμα. Όμως το ζήτημα ήτανε σοβαρό. Κάποια λύση έπρεπε να βρεθεί. Μα πώς να ρωτήσουνε τον πλαγινό τους, που χρόνια τόνε μισούσανε κατάβαθα;
Στερνά ο γεροντότερος απ' όλους σηκώθηκε απάνου, κρεμάστηκε στο ραβδί του και τους είπε: «Μπορούσαμε να κάνουμε όλη τη Γης αθάνατη, μα φαίνεται, πως δεν έχει άλλη γης. Αυτό είναι άδικο! Μα είτε άδικο είτε δίκιο, δεν έχουμε καιρό να χάνουμε. Πρέπει να τολμήσουμε μια για πάντα. Πρέπει να πάψουμε να γεννούμε!»
Εδώ όλοι τιναχτήκανε απάνου και κοιταχτήκανε με φοβισμένη απορία. Κι' αρχίσανε να μουρμουρίζουνε...
Ο γερός ξακολούθησε:
«Επειδής ο έρωτας, όσο κι' αν τόνε περιφρονούμε, είναι γλυκός, δε φτάνει μονάχα ένας λόγος, για να τον αρνηθούμε. Οι γυναίκες είναι πειρασμοί και σαν πάψουμε να τις μεταχειριζόμαστε θα βάζουνε σ' ενέργεια πλήθος αφάνταστες διαβολιές, για να μας τραβήξουνε. Κι επειδής, ό,τι είναι απαγορεμένο, γίνεται τρομερά επιθυμητό, άμα ορκιστούμε, να μην πλησιάσουμε γυναίκα, θα ξεσπάσει παντού ασυγκράτητη η λύσσα του έρωτα. Γι’ αυτό προτείνω, όλοι οι αρσενικοί να μουνουχιστούμε!»
Στ’ άκουσμα τούτο, όλοι μείνανε με στόματα ανοιχτά και με στεγνά τα λαρύγγια.
Τα μάτια τους πήγανε να πεταχτούνε όξω.
«Το πράμα είναι τώρα ευκολότερο, που από χρόνια πολλά ο έρωτας μας έγινε μια βαρετή συνήθεια.
Κι επειδής και τώρα ακόμα είμαστε πολύ περισσότεροι, απ' όσο πρέπει και δεν είναι τρόπος να πεθάνει ή να φύγει κανένας μας, γι’ αυτό να κάψουμε το γειτονικό δάσος κι απάνω στις στάχτες του να στείλουμε να κατοικήσουνε οι μισοί...»
Μόλις τέλειωσε τούτα τα λόγια και πριν προφτάσει να συνέρθει το πλήθος, έβγαλε γρήγορα ένα μαχαίρι, σήκωσε τη ρόμπα του και μπροστά σ' όλους χρατς! έκοψε τη γονιμότητά του.
Η χειρονομία αυτή μεταδόθηκε σ' όλους σαν αστραπή. Χωρίς ν' αργήσουνε, χωρίς να φοβηθούνε και χωρίς να σκεφτούνε, κάνανε όλοι το ίδιο, ουρλιάζοντας όσο μπορούσανε, για να σκεπάζουνε με τις φωνές τον αβάσταγο πόνο.
Όμοια, αργότερα, οι αφοσιωμένοι νέοι της Κυβέλης απάνω στην άψη της οργιαστικής τους μανίας κόβανε τη φύση τους και την ανεμίζαν, ουρλιάζοντας σα σκυλιά, στον αέρα, σα να ’τανε ξένο κρέας!
Μετά οι πατεράδες μουνουχίσανε τα παιδιά τους και σε λίγα λεφτά όλος ο λαός των αθανάτων έγινε λαός μουνούχων.
Όμως πιο αξιολύπητες απ' όλους ήταν οι γυναίκες. Κλαίγανε, δερνόντανε, κυλιόντανε χάμου, κουλουριαζότανε σα φίδια, κι αρπάζοντας  τα ματωμένα μέλη των αντρών, τα σφίγγανε με λαχτάρα στο στήθος, τα φιλούσανε - και πολλές απ' την απελπισία τους χώσανε τα χέρια βαθιά τους και πετάξαν τις μήτρες τους.
Ύστερις όλοι τσακισμένοι από τον πόνο και την κούραση, καθίσαν ως το βράδυ πάνου στον καυτόν άμμο για να σταματήσει το αίμα και να δέσει η πληγή.
Με το βασίλεμα του ήλιου τα ’χαν όλα ξεχασμένα. Φάγανε καλά, ήπιανε καλά και κοιμηθήκαν ένα βαθύ κι άκοπο ύπνο.
Την άλλη μέρα άρχισε μια άλλη ζωή.