Όταν η ποίηση και η μουσική ντύνουν τον Γενάρη με ζεστές αγκαλιές και τον βγάζουν βόλτα στις γειτονιές του κόσμου!
"Ένας
καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει;
Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες,
έρωτες, αινίγματα.
Κι
ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες
γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα
σ’ ένα ρείθρο".
Τάσος
Λειβαδίτης Ιανουάριος
(Από τη συλλογή «Τα Χειρόγραφα του
φθινοπώρου»
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Πρώτη εκτέλεση: Νατάσα Μποφίλιου
Ένα αεράκι θα φυσήξει στην Αθήνα
θα ταξιδέψουμε ξανά σ' εκείνα
με μια ανάγκη σα μεγάλη πείνα
για τη χαμένη μας ισχύ
Ένα αεράκι θα μας φέρει κάτι
που 'χουμε κρύψει κάτω απ' το κρεβάτι
αφού μοιράσαμε με το κομμάτι
ό,τι μπορεί κι ανησυχεί
Ένα αεράκι
σε σκόρπια φύλλα και ζωές
θα δώσει λύση...
από ένα τόσο δα μικρό παραθυράκι
που κάποιος ξέχασε να κλείσει
Ένα αεράκι ξαφνική ανάσα θα 'ρθει
και θα αλλάξει τις γραμμές του χάρτη
ένας Γενάρης αγκαλιά στο Μάρτη
κι εμείς θα ψάχνουμε παλτό
Ένα αεράκι θα μας πει την ιστορία
σα μια μεγάλη και τυχαία συγκυρία
κι εμείς θα μπούμε τη μεγάλη τιμωρία
γιατί δεν έχουμε εαυτό...
"A
οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που
κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες
τες στιγμές και σ’ ανταμώνω, κι ακούω
τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα
πρώτα.
Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη
αυτουνού, σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’
αφήνει μόνο. Πώς φεύγει και διαλύεται
βιαστική — πάνε τα δένδρα, πάνε οι
δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα
φώτα· σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου
η ερωτική".
Γενάρης
1904-Κωνσταντίνος-Π- Καβάφης
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923,
Ίκαρος 1993)
Οι νύχτες του Γενάρη
Στίχοι:Ηλίας Κατσούλης
Μουσική:Παντελής Θαλασσινός
Οι νύχτες του Γενάρη έχουν στόμα και λένε παραμύθια τις γιορτές τσακίζουνε του μπουκαλιού το πώμα και πίνουν να μεθάνε οι ποιητές
Οι μέρες του Γενάρη έχουν μάτια που κλέβουνε το φως και το σκορπούν τα δειλινά σε έρημα δωμάτια εκείνων που θυμούνται κι αγαπούν Οι μέρες και οι νύχτες του Γενάρη σα δέντρα κρεμασμένα στη βροχή στιχάκια γράφουν σ’ ένα Καλαντάρι και στις καρδιάς τα φύλλα μιαν ευχή
Ο χρόνος του Γενάρη γκρίζα δάφνη παράθυρα της μνήμης ανοιχτά αναπολεί τον ποιητή Καβάφη την Αλεξάνδρεια αποχαιρετά.
"Για
σένα ο μήνας θα ’ναι πάντα ο πρώτος·
οι
ατέλειες στο πορτραίτο –
το
τεθλιμμένο βλέμμα
η
αμήχανη σύσπαση των χειλιών –
σε
αφήνουν αδιάφορη.
Στην
πολύχρωμη σιωπή
της
αγαπημένης σου βραδιάς
(χρυσά
έλατα, πορσελάνινες κούπες)
γιόρτασα
την ακινησία του χρόνου.
Οι
αγγελιαφόροι φορώντας μάσκες και
περούκες
χορεύουν
με τους ζωντανούς.
Σκοτείνιασε
νωρίς."
Χάρης Βλαβιανός, «Παραμονή»(Από
τη συλλογή «Adieu», εκδ. Νεφέλη, 1996.
Συγκεντρωτική έκδοση «Η εύθραυστη
επικράτεια των λέξεων», εκδ. Νεφέλη,
2013)
Ιανουάριος
Στίχοι: Ορφέας Περίδης
Μουσική: Ορφέας Περίδης
Είπε: Ας μένει πίσω μου ότι δεν προχωράει
ένας καημός ξημέρωσε, μα ο καπετάνιος πάει
στη μέση εκεί του πουθενά, στο χάος αρμενίζει
και η πυξίδα του γελάει γλυκά του ψιθυρίζει
Κάθε αρχή και δύσκολη λένε οι σοφοί του κόσμου
μα ακόμα δυσκολότερο είναι το τέλος φως μου
στη μέση εκεί του πέλαγου τι ειν' ο μαύρος βράχος
είναι ο, τι έμεινε μισό είναι το ίδιο λάθος
Είπε: ας μένει πίσω μου ότι δεν προχωράει
ένας καημός ξημέρωσε, μα ο καπετάνιος πάει
δική του η απόφαση, τ' αξίωμα δικό του
αυτός που δεν οδήγησε μήτε τον εαυτό του
"Αγάπες
πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,
τώρα
και χτες, πληγές χαρές, ω ριζικά του
κόσμου,
κ’
εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε
νεκροί,
κ’
εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα
εμπρός μου,
πατρίδα
μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα,
κ’
εσείς ονείρατα άστρεχτα, κ’ η ελπίδα
εσύ, και ο τρόμος
κ’
η ορμή, κ’ εσείς που απάντησα και σύντυχα
στη στράτα,
ή
καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,
καρποί
που μαραγκιάσατε κ’ εσείς βλαστοί
δροσάτοι,
φαντάσματα
και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή.
Της
ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το
παλάτι,
διάπλατα
σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.
Ρήγας
κ’ εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω
το
θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει.
-Ξένοι,
δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας
χαρίζω
τη
λυρική μου σκέψη!"
Κωστής
Παλαμάς, Ρήγισσα Πρωτοχρονιά
(Κ. Παλαμάς, Άπαντα- Η πολιτεία και η μοναξιά, εκδ. Γκοβόστης)
Serenade for Strings, Op. 48: III. Elegia
Tου Γενάρη ηλιοβασίλεμα
γαλανό, καθάριο λάμπει,
στολισμένο με τα χρώματα
μιας μαγιάτικης αυγής.
Πρώιμη άνοιξη γιορτάζουνε
ο άλλος κόσμος άλλοι κάμποι:
T’ ουρανού τα ρόδα ανθίσανε
πριν ανθίσουνε της γης.
Του Γενάρη το ηλιοβασίλεμα-Γεώργιος Δροσίνης
Deux Arabesques, L. 66: No. 1 in E Major, Andantino con moto
Με ένα ποίημα, για το καλό, συνήθιζε να ξεκινά ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) τη νέα χρονιά. Στο Αρχείο Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (ΙΑΜΜ), ο ερευνητής θα ανακαλύψει αρκετά ποιήματα με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου. Γραμμένα σε πρόχειρα σημειωματάρια, με σχόλια, διορθώσεις και διαγραφές, μεταφέρονται αργότερα με επιμέλεια και με την κοσμημένη βυζαντινή χειρογραφή του Ρίτσου σε πανόδετα τετράδια ή σε αυτοσχέδια βιβλιαράκια με σκληρό χάρτινο εξώφυλλο φιλοτεχνημένα σχολαστικά από το χέρι του ποιητή-ζωγράφου, με τρόπο αποκαλυπτικό για τη λειτουργία των μηχανισμών της ποιητικής του. Από τα τελευταία του ποιήματα, συγκινητικό στην πρώτη του γραφή, είναι το «Νύχτωσε», γραμμένο στην Αθήνα την 1.1.88:
Ακόμη ένας χρόνος… είπε·
Ενας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του
Ενας χρόνος λιγότερο απ' το χρόνο του. Απ' το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Τ' αγάλματα κωφάλαλα.
Να πιω τον καφέ μου - είπε.
Να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Να είμαι, να μην είμαι
Διπλά
Μέσα σ' αυτή την ησυχία,
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Εχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.
Πηγή για τα ποιήματα από:https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/
Saint-Saens : The Swan ( Le Cygne ) - Carnival of the Animals
Η ΓΕΝΝΗΣΗ του Φώτη Κόντογλου πηγή:https://www.stamoulis.gr /
Χριστούγεννα και η ελληνική λογοτεχνία είναι πλούσια σε χριστουγεννιάτικες ιστορίες, γραμμένες από σπουδαίους λογοτέχνες με πρώτο και καλύτερο τον Σκιαθίτη Γέροντα των γραμμάτων, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τα φετινά Χριστούγεννα δεν είναι ίδια με τα Χριστούγεννα των προηγούμενων χρόνων. Κουβαλούν θλίψη, και μόνο θλίψη. Γι 'αυτό, ας ανατρέξουμε σ' αυτά τα κείμενα, η καρδιά και ο νους σίγουρα θα γαληνέψουν...!
Παραμονή
Χριστούγεννα
τουΦώτη
Κόντογλου ενός απ' τους σημαντικότερους
Έλληνες λογοτέχνες και ζωγράφους
Κρύο
τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα.
Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι
έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος,
γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε
τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά
στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ᾿
όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και
ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε,
στ᾿ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε
και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.
Οι
μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό
από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές
τ᾿ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία,
χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες
και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ᾿ όξω
έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι
μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες
από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι
νοικοκυραίοι.
Κάθε
τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα
παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα
μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα
λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε
από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές
ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε
μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα,
και κείνα παράφωνα.
Αντίκρυ
στον μεγάλον καφενέ τ᾿ Ασημένιου ήτανε
κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα
και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη
πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό
καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ᾿ όλη την
πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ενώ
ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και
τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η
ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η
λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία
άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς
από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η
φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και
τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή,
του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το
φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο
από το ’να μάγουλο και στην τρύπα είχανε
κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο.
Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια
λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και
τρίζανε.
Στον
τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια
κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα:
το ’να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα
σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα,
τ᾿ άλλο τον μάντη Τειρεσία, που μιλούσε
με τον Αγαμέμνονα, τ᾿ άλλο τον Παναγή
τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.
Η
πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο.
Όλοι-όλοι ήτανε πέντ᾿ - έξι γέροι
σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες
γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι.
Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή
είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε
θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε
γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό,
δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε
φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές.
Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και
κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η
πελατεία.
Ο
βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και
στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε
από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε.
Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και
χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε
κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να
ζεσταθούνε.
Ο
φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει,
έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το
τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα
ριχμένη από πάνω του, και, για να δώσει
κουράγιο στην πελατεία, εκεί που
σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και
χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε
απάνω του την παλιοπατατούκα του κι
έλεγε:
— Εεεέχ!
Μωρέ, ζεστό που είναι το καφενεδάκι
μας!…
Ύστερα
γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ,
που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:
— Αντίκρυ,
σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!
Ο
καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!
Απ᾿
όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια
και με χαρές. Από ’δω κι από ’κει
ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα
κάλαντα στα μαγαζιά.
Η
ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο
κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα.
Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε
ακόμα κάτι λίγοι.
Στο
τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους
μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα
φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια.
Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι,
οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι
ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους
ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι
σαν χοτζάδες:
Καλήν
εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού
την θείαν γέννησιν να πω στ᾿ αρχοντικό
σας.
Χριστός
γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι
ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις
όλη…
Κι
αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο,
τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες,
τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των
νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα
της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:
Ιδού
οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,
του
Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την
αγίαν.
Και
σας καλονυκτίζομεν, πέσετε, κοιμηθείτε,
ολίγον
ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.
Και
βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,
στην
εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.
Ν᾿
ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν
και
με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.
Και
πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν
σας,
ευθύς
τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Και
τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε,
ευφρανθείτε,
δότε
και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.
Δότε
κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ᾿ είναι ορισμός
σας
και
ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός
σας.
Και
εις έτη πολλά.
Μπαίνανε
στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη
χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα
από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από
τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, που
δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε
γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε
μέσα σε μία καλαθιέρα.
Αβραμιαία
πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι
και γινήκανε σαν ξερίχια από τον
πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!
Όλα
γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι:
Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε
έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε
οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές
της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι
σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς
πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε
όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε
στην εκκλησιά.
Σαν
τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα
σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε
από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των
σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε.
Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿
άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε πάνω
ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι
τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι
στέλνανε απ᾿ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς
να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε
το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος
σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον
ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε
απ’ όλα, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν
τ᾿ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί,
τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ
της Ιουδαίας.
Τώρα
ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή
στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά
φωτάκια, πέρα από το πέλαγο, που βογγά
από τον άγριο τον χιονιά.
Είναι
ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα, κοντά
στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια.
Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του
Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα
κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα
κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε.
Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι
παρα-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί
κανένα αρνί, τ᾿ αρπάνε και το μπάζουνε
στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά
να μην παγώσει. Απ᾿ όξω φωνάζουνε οι
μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι
είναι σαν χαμάμι.
Εκεί
μέσα βρίσκουνται εξ᾿-εφτά νοματέοι,
καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. Πρώτος
είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο
Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς
πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που
γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος
άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν
άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά
ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει
τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο
σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι
οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον
Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με
το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή
βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα
νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες,
με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.
Αυτοί
που κάθουνται στον σοφρά είναι
μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο
Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος
για την παλικαριά του. Είχε πάγει για
κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον
Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε
κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι
άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που
κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι άλλοι
δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το
γιο του, τον Κωσταντή.
Καθόντανε
λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω
στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες
ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια,
μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά
του κυνηγιού.
Ο
ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια
της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι
έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και
βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον,
ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε
οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης
ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν
εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε
ο Χριστός.
Απ᾿
έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα
ρουπάκια. Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε
στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε
το μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα
από αστραχάν, μ᾿ όλο που έκανε ζέστη,
κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε
χεριού του μέσα στ᾿ ανοιχτό μανίκι τ᾿
αλλουνού χεριού.
Για
μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε.
Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα.
Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε
το στόμα του κι είπε:
Βρε
παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη
Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι
ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά
κοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες
ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!
Κανένας
δε μίλησε. Ύστερ᾿ από ώρα, σαν να ’τανε
μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι
αναστέναξε κι είπε: Άραγες υπάρχει
Κόλαση και Παράδεισο;…
Και
δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε
το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα
του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:
Δεν
μπορεί! Κατιτίς θα υπάρχει…
Και
δεν ξαναμίλησε.
Πηγή:http://ikivotos.gr/
Πηγή:http://www.panagiapalatiani.gr/
Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις.
Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά–Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις. ΄Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ’ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην. Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες – που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν. Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον… Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ’ ακούτε σεις αυτά;
Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε· –Έχεις πεντάρα; Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον. –Βάλε συ το ρούμι, είπεν. Πως να έχη πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ν τ ό λ τ σ ε φ α ρ ν ι έ ν τε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέγει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν. Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ’ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον· –Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν. Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων. –Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ’ Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ’ Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα… Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν. –Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές. –Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ’ ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν’ ακούση. –Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της· ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή. –Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε… –Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς. Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!» Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο–Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!
Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθή; Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του. Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ’ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν· –Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου; –Του κυρ-Θανάση του Μπε… Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου. –Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ’ αυτόν το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι. –Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα–Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πώ; είναι η γενειά του… τη έχει λύσε-δέσε, σ” όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια. Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε· –Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος… ο αφέντης σου. Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν. Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα. Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν. –Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ’έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε; Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν. Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης. Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι. –Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη… Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ’ ακουσες; Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά· –Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου; –Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε… –Είναι μέσα; –Ή μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του. Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην. –Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος… Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο–Παύλου. –Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας. Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε–έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς; –Τ’ ακούω. –Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε –Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα! Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά. –Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!… Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν. –Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!
Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη του Άλεξανδρου Παπαδιαμάντη