Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο


   Γοργώ Δεμέζη. Έτσι έγραφε η ταυτότητα μου πριν τη χάσω για πολλο-
στή φορά μαζί με το πορτοφόλι μου και τις πιστωτικές του μπαμπά μέσα σ’
αυτό.
   Το ρήμα “χάνομαι” σε όλες του τις εκφάνσεις είναι η λέξη κλειδί του χαρα-
κτήρα μου. Από μικρό παιδί το κουβαλάω το χούι. Άλλοτε χανόμουν στο πάρ-
κο, άλλοτε στους δρόμους αν και κατά κανόνα είμαι χαμένη στο διάστημα.
   Κάπου μεταξύ Αλντεμπαράν και Σείριου όπως έλεγε η γιαγιά μου η Γοργώ που
μου κληροδότησε αυτό το υπέροχο ονοματάκι.
   Συμπτωματικοί γονείς μου ο Ντίνος και η Τερέζα. Γονείς αξιολάτρευτοι
και με μεγάλα πάθη. Άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας παραδομένοι μέχρι το
μεδούλι στην έξωθεν καλή μαρτυρία. Η μαμά Τερέζα με γονίδια ιταλικά από
τη γιαγιά της που ήταν σινσιλιάνα . Εντυπωσιακή γυναίκα με λαμπερά υπέ-
ροχα μάτια και μακριά μαγικά δάχτυλα που υπηρετούν με πάθος Ρηγάδες και
Βαλέδες. Χόμπι της να κλέβει στα χαρτιά, και φυσικά όχι για τα χρήματα, αλ-
λά αποκλειστικά και μόνο για τη “συγκίνηση” όπως λέει και η ίδια.
Ο μπαμπάς Ντίνος ψηλός, λεπτός γκριζομάλης, με θεληματικό πηγούνι
και φαρδιούς ώμους. Επάγγελμα “σκλάβος γυναικών”. Μη φανταστείτε ότι
είναι ένας κοινός ποδογυρολάγνος. Όχι βέβαια, “ψυχικό” κάνει ο χριστιανός
ποτίζοντας νεροκαμμένους κήπους… όπως λέει χαριτολογώντας, για να μη
πηγαίνει χαμένο το πολύτιμο σπέρμα του μια και πάσχει από πριαπισμό όπως
ονομάζει η επιστήμη την σεξομανία.
   Κάπου εκεί, μεταξύ βαλέ και “ψυχικών” έπαιξα κι εγώ. Δεν ξέρω πότε,
και με ποιο τρόπο τους προέκυψα μέσα σε τόσες σοβαρές ασχολίες που είχαν
οι άνθρωποι, αλλά μια και βρέθηκα στο δρόμο τους με φρόντισαν με το παρα-
πάνω. Μ’ ανάθρεψαν οι καλλίτερες νταντάδες. Είχα ότι μπορούσε να επιθυ-
μήσει ένα αχόρταγο χλιδάτο παιδί των παροχών. Είχα προσωπικό σοφέρ που
με πήγαινε σχολείο, δάσκαλο μουσικής, κι ένα ολόκληρο παλάτι τύπου χίλιες
και μια νύχτες ολότελα δικό μου, δώρο του μπαμπά Ντίνου στα δέκατα γενέ-
θλια μου. Προσωπικό ψυχίατρο δεν είχα αν και θα τον χρειαζόμουν μέσα σε
όλη αυτή την υπερβολή.
   Το βάλσαμο της ψυχής μου ήταν η γιαγιά Γοργώ που τα καλοκαίρια με έ-
παιρνε στην Τήνο στο χωριό της, όπου είχε αποσυρθεί μη μπορώντας να ανε-
χθεί τα καμώματα του γιου της. Ξηγημένο άτομο η γιαγιάκα κι άκρως ανα-
τρεπτικό. Ζούσε λιτά πέρα από τον πολιτισμό, υπηρετώντας τις προσωπικές
της αξίες. Τους τα έδινε στο χέρι κάθε που της πρότειναν να μείνει μαζί τους
στη βίλα. Καταναλωτικό γουρούνι αποκαλούσε το Ντίνο και μαντάμ Σουσού
την Τερέζα. Όταν πήγαινα στο χωριό ένοιωθα αληθινό παιδί. Αλήτευα στους
δρόμους και ζήλευα με πάθος τις κότες και τα γουρούνια που μπορούσαν να
κυλιούνται στη λάσπη χωρίς το φόβο να λερώσουν τα σινιέ ρούχα τους. Είχα
και ένα φίλο στο χωριό το Δομίνικο, που δεν ήταν αγοραστός σαν τα μουράτα
πεκινουά και τσιουάουα που μου επέλεγε η Τερέζα για φίλους. Με το Δομίνι-
κο έκανα ότι τρέλα μπορούσα να σκεφτώ. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν
να ζωγραφίζουμε γκράφιτι στα φρεσκοασπρισμένα σπίτια του χωριού, φρικά-
ροντας τους χωριανούς που ξενυχτούσαν πίσω από τα παράθυρά τους για να
τσακώσουν επ’ αυτοφώρω τα φρικιά που λέρωναν τους τοίχους. Μια φορά
μας έπιασε ένας μπάρμπας σ’ ένα γειτονικό χωριό να ζωγραφίζουμε πορτο-
καλί ταύρους στο στάβλο του, και με την ξύλινη μαγκούρα του μας τσάκισε
στο ξύλο. Ήταν αυτή η πιο γλυκιά κι ανθρώπινη στιγμή της ζωής μου.
Ο Δομίνικος ήταν πολύπλοκος χαρακτήρας. Μαλώναμε συχνά γιατί εγώ
πάντα ζωγράφιζα φιγούρες που έφερναν σε διαβόλια, κάτι που ερέθιζε τον
καθολικό και βαθιά θρησκευόμενο μικρό μου φίλο.
  Η όαση Τήνος χάθηκε για μένα οριστικά κι ανέκκλητα, όταν ένα βράδυ
που ζωγραφίζαμε με το Δομίνικο μια θεσπέσια σύνθεση σ ένα φρεσκοασβε-
στομένο φράχτη μας έκανε τσακωτούς ο αστυνόμος του χωριού. Ο τσαμπου-
κάς από τη γιαγιά Γοργώ που δεν γούσταρε καθόλου την εξουσία, μας οδήγη-
σε τσιφ στο κρατητήριο και ο κύριος “νόμος” έκανε μήνυση για φθορά περι-
ουσίας και διατάραξη τάξης. Ο Ντίνος και η Τερέζα σε έξαλλη κατάσταση ήρ-
θαν και με παρέλαβαν κόβοντας με την γιαγιά κάθε δεσμό. Δεν την ξαναείδα
από τότε. Μιλήσαμε μόνο μερικές φορές από το τηλέφωνο και μάθαινα τα
νέα της από τον Δομίνικο με τον οποίο παραμείναμε φίλοι σε πείσμα των γο-
νιών μας επικοινωνώντας κρυφά.

   Τα εφηβικά μου χρόνια κύλησαν ανούσια σε χαϊλάτα σχολεία και με τζα-
κάτους γκόμενους εγκεκριμένους πάντα από τον Ντίνο και την Τερέζα. Το
πάθος ωστόσο για τη ζωγραφική ολοένα και μεγάλωνε μαζί με την επιθυμία
μου να μπω στη σχολή καλών τεχνών. Η Τερέζα όμως αποδοκίμαζε κάθε προ-
σπάθεια μου, χαρακτηρίζοντας κακότεχνες μουτζούρες τους πίνακες μου. Η
εντολή άλλωστε ήταν σαφής. Θα σπούδαζα ιατρική.
   Ήμουν στην τελευταία τάξη του σχολείου και προετοιμαζόμουν πυρετω-
δώς για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, όταν ο πρώτος “μεγάλος” έρωτας
τρύπωσε στην καρδιά μου με τη πιο ξεμαυλίστρα μορφή που μπορούσε να
πάρει.
   Τον έλεγαν Σίλβιο κι ήταν ζωγράφος του δρόμου. Ένας άπλυτος θεός που
στα μάτια μου έγινε ίνδαλμα. Τον γνώρισα στη Μύκονο ένα ρομαντικό από-
βραδο κάτω από το φως του δειλινού. Ήταν όμορφος άντρας, ηλιοκαμένος με
καστανά λαδωμένα μαλλιά, και ατημέλητα ντυμένος μ’ ένα τριμμένο τζιν και
λευκό φαρδύ μπλουζάκι. Το καταλυτικό όμως για μένα ήταν το επάγγελμα
του. Τον χάζευα μαγεμένη να κρατά επιδέξια την παλέτα στο δεξί του χέρι,
και με το αριστερό να δουλεύει με τα ακροδάχτυλα τα χρώματα πάνω στον
καμβά. Γοητεύτηκα, τον πλησίασα αδίστακτα και του την έπεσα στην ψύχρα.
Αν και μου έριχνε τουλάχιστον δέκα χρόνια δεν έφερε καμιάν αντίσταση, αφ’
ενός μεν γιατί ήμουν χωρίς να το παινευτώ κουκλάρα, αφ’ ετέρου γιατί από
μίλια μακριά μύριζα παραδίλα.
   Του παραδόθηκα άνευ όρων. Έρωτας έως θανάτου. Μπουχτισμένη όπως
ήμουν από τα χαζοχαρούμενα πλουσιόπαιδα του κύκλου μου, έπεσα με τα
μούτρα στο άγνωρο. Έμπειρος στον έρωτα ο Σύλβιο και φτωχοδιάβολος συ-
νάμα τάδωσε κι αυτός όλα στη σχέση, και πριν προλάβω καλά καλά να σκάσω
από το αβγό ορέχτηκα γάμο.
   Ο Ντίνος και η Τερέζα έπαθαν αποπληξία όταν τους ανακοίνωσα με στόμ-
φο ότι σκοπεύω να παντρευτώ τον Σύλβιο. Μας πέταξαν και τους δύο έξω από
τη βίλα όταν τους παρουσίασα τον γαμπρό. Ο Σύλβιο που ποτέ δεν έμαθα αν
ήταν ερωτευμένος με μένα, ή με την ιδέα να αποκτήσει ξαφνικά όσα δεν είχε
ποτέ στη ζωή του, έπαιξε το χαρτί του ποντάροντας στο γονικό φίλτρο θεω-
ρώντας ότι κάποια στιγμή οι σχέσεις με τους γονείς μου θα αμβλυνθούν και θα
αποδεχτούν αυτό το γάμο.
    Ο γάμος έγινε κεκλεισμένων των θυρών σε ένα ξωκλήσι της Πάρου, όπου ο
Σύλβιο είχε ένα κολλητό παπά και δέχτηκε να κάνει το μυστήριο με συνοπτι-
κές διαδικασίες.
    Η προσδοκία του Σύλβιο δικαιώθηκε πολύ πιο γρήγορα από ότι περίμενε,
γιατί μια μόνο εβδομάδα μετά το γάμο, ο Ντίνος ήρθε και μας βρήκε στη σκη-
νή που μέναμε, ζητώντας να ζήσουμε στη βίλα μαζί τους, με μοναδικό όρο εγώ
να συνεχίσω τις σπουδές μου, και ο Σύλβιο να “εξανθρωπιστεί” και να εντα-
χθεί στον κύκλο μας, δηλώνοντας γόνος “καλής” οικογενείας, που από εκκε-
ντρικότητα και μόνο έκανε αυτή τη δουλειά.
   Περίμενα από το ίνδαλμά μου να αντισταθεί και να στείλει το Ντίνο αδιά-
βαστο, μια και η στάση ζωής του έδειχνε άνθρωπο ελεύθερο και περήφανο.
Αυτό άλλωστε είχα ερωτευτεί στον Σύλβιο.
Δυστυχώς όμως με έκπληξή μου τον είδα να δέχεται αμαχητί τους όρους
του μπαμπά, χωρίς καν να με ρωτήσει, και να δίνουν τα χέρια σαν νάκλειναν
συμφωνία κορυφής.
Che fece… il gran rifiiouto..
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι, ή το μεγάλο Όχι να πούνε.
Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει μέσα του το Ναι, και λέγοντας το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξανάλεγε. Κι όμως
τον καταβάλλει εκείνο τ΄ όχι -το σωστό- εις όλη τη ζωή του. (Καβάφης)
    Τους ακολούθησα αμίλητη στην Εκάλη και από τη στιγμή εκείνη άρχι-
σα να μεθοδεύω την απόδρασή μου από το κοινωνικό στατους που μου είχε
επιβληθεί ερήμην μου. Στο μεταξύ ο Σύλβιο είχε αποχτήσει το εργαστήριο των
ονείρων του και ελάχιστα νοιαζόταν για μένα. Ζωγράφιζε με πάθος ατέλειω-
τες ώρες, ετοιμάζοντας την μεγάλη του έκθεση, έχοντας την προσωπική του
θαυμάστρια που δεν ήταν άλλη από την Τερέζα. Ο “κύκλος” μας δέχθηκε με
ενθουσιασμό το Σύλβιο, τον “μεγάλο” ιταλό ζωγράφο, αφού έτσι τον παρου-


σίασαν οι γονείς μου, κι εκείνος καβαλώντας ένα τεράστιο καλλιτεχνικό κα-
λάμι το έπαιζε Μικελάντζελο και βάλε…

    Κλέβοντας χρήματα από το πορτοφόλι του Ντίνου και της Τερέζας, και
πουλώντας κοσμήματα και τιμαλφή του σπιτιού χωρίς να το πάρει κανείς χα-
μπάρι κατάφερα να μαζέψω ένα γερό κομπόδεμα. Παράλληλα διάβαζα και
πήγαινα φροντιστήριο για τις εξετάσεις που πλησίαζαν. Τόπαιζα ευτυχισμένη
κότα στο κοτέτσι, μέσα μου όμως το καζάνι έβραζε καθημερινά αναπτύσσο-
ντας θερμοκρασίες που έκαιγαν κάθε μου συναίσθημα. Το σχέδιο μου ήταν
οργανωμένο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Ήθελα διακαώς να αδειάσω
όλους τους “αγαπημένους” μου κάνοντας θεαματική την “έξοδό” μου. Ο μόνος
που γνώριζε το νταλκά μου ήταν ο Δομίνικος που μιλούσα μαζί του στο τηλέ-
φωνο. Είχε κι αυτός τα δικά του με την κοπέλα του κι αναστενάζαμε παρέα.
Ετοιμαζόταν να δώσει στη σχολή καλών τεχνών, είχε αποφασίσει να γίνει αγι-
ογράφος. Ήταν αδιαμφισβήτητο ταλέντο και οι γονείς του τον καμάρωναν.
Ενδόμυχα τον ζήλευα θανάσιμα γι αυτό.
Μπήκα στην ιατρική Αθήνας από τους πρώτους. Οι γονείς μου και ο Σύλ-
βιο ένοιωσαν ξαφνικά πολύ περήφανοι για μένα. Εγώ πάλι ένοιωθα μια μεγά-
λη αηδία για όλη αυτή τη χάρτινη και ιδιοτελή αγάπη τους.
Το μεγάλο πάρτι της επιτυχίας ήταν έτοιμο σε χρόνο ρεκόρ. Προσκαλε-
σμένη όλη η υψηλή κοινωνία. Ε.. τέτοια κόρη ποιος γονιός δεν θα την “λά-
τρευε”. Η Τερέζα σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να παρουσιάσει και τα έργα
του γαμπρού της, στήνοντας παράλληλα μια μικρή πολιτιστική εκδήλωση με
θεατρικό αναλόγιο, και κονσέρτο για… κάτι που δεν θυμάμαι. Φυσικά εμένα
δε με ρώτησε κανείς για τίποτα.
   Η βραδιά ξεκίνησε με βεγγαλικά που ήρθαν από τη Γαλλία ειδικά για την
περίσταση. Ο ουρανός γέμισε μαλακίες και φωτεινές καρδιές με love που έ-
γραφαν Ντίνος Τερέζα, Σίλβιο Γοργώ.
   Χειροκροτήματα, συγχαρητήρια, και συγκίνηση έλαβαν χώρα μαζί με ηλί-
θια χάπενινγκ, ώσπου εγώ η επιτυχούσα Γοργώ κλήθηκα να ευχαριστήσω
τους καλεσμένους για την τιμή που μου έκαναν να παρευρεθούν στο πάρτυ
μου.

Πλησίασα στο μικρόφωνο με σαρδόνιο χαμόγελο, ενώ η “αγαπητή” μου
οικογένεια παρατάχθηκε δεξιά και αριστερά φορώντας το πιο αστραφτερό
τους χαμόγελο.
«Καλησπέρα» είπα κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. «Σας ευχαριστώ που εί-
στε απόψε εδώ μαζί μας τιμώντας μας με την παρουσία σας. Ευχαριστώ τους
γονείς μου που με την αγάπη, τη συμπαράσταση, και την φροντίδα τους, οδή-
γησαν τα βήματα μου στο όνειρο τους. Αφιερώνω λοιπόν ολόψυχα σε όλους
εσάς, , τους παρακάτω στίχους, και παρακαλώ να μη με διακόψετε» μίλησα
σοβαρά και συνεσταλμένα. Παλαμάκια ήχησαν στο χώρο και κραυγές επιδο-
κιμασίας.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, κι άρχισα να απαγγέλλω με στόμφο, κάνοντας ά-
γαρμπες χειρονομίες, όπως απαγγέλλαμε τα ποιήματά μας στο δημοτικό.
«Κοίτα ρε φίλε γύρω σου
ο κόσμος τάχει παίξει,
χλιδάτοι χαμαιλέοντες
από μουράτο σπέρμα
κονάρουν με το διάολο
μη χάσουνε τη μάσα,
κι οι σάλιαγκες ξεστράτισαν
να πιάσουνε τα πόστα,
μα εγώ γυμνός περπατητής
στ' αρχίδια μου τους γράφω,
άτριχοι πίθηκοι φαιδροί
που με κλουβιά ντυθήκαν,
φλερτάρουν με την ηδονή
και το φαλλό στο χέρι,
πομφόλυγες ανένδοιαστοι
άγονα φαφλατάρουν»
Έπεσε σιωπή μη ξέροντας αν πρέπει να γελάσουν ή να παρεξηγηθούν. Ο
Ντίνος με κοίταξε αυστηρά στα μάτια και μια μικρή σταγόνα ιδρώτα φάνηκε
να γυαλίζει στο μέτωπο του, ενώ η Τερέζα χαμογελούσε αμήχανα.

«Είστε όλοι μαλάκες» αντήχησε η φωνή μου από τη μικροφωνική που κά-
λυπτε όλη τη βίλα και τα περίχωρα. «Να πάτε να γαμηθείτε και σεις και τα
φράγκα σας» συμπλήρωσα και ξέσπασα σε ξέφρενο γέλιο.
Δεν πρόλαβα να πω περισσότερα γιατί η Τερέζα λιποθύμησε, κι ο Ντίνος
έσπευσε έντρομος να καλέσει ασθενοφόρο. Ο Σίλβιο με κοίταξε στα μάτια με
κακία. Ένα γενναίο χαστούκι άστραψε στο πρόσωπό του. «Φτού σου πουλη-
μένε καργιόλη» του είπα και χάθηκα μέσα στην ταραχή και την απορία που
επικρατούσε στο χώρο.
Ένα σακβουαγιάζ ήταν έτοιμο έξω από την πόρτα πλάι στον κάδο των
σκουπιδιών. Έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου κι εξαφανίστηκα μέσα στο σκοτάδι
χωρίς την παραμικρή τύψη για ό,τι είχα προκαλέσει στην συμπτωματική μου
οικογένεια.
«Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,
ξενιτεμένη του κορμιού συντρόφισσα,
για πού μισεύεις;
Xλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,
μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα» συνέχισα να απαγγέλλω μεγαλόφωνα
τους αγαπημένους στίχους του Δομίνικου περπατώντας στους έρημους δρό-
μους της Εκάλης, γελώντας με την ψυχή μου καθώς σκεφτόμουν το σκάνδαλο
που θα ξέσπαγε την επομένη μέρα μέσα από τις κοσμικές στήλες.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο


   Είμαι η Μελίνα, η πρωτότοκος και αποκηρυγμένη “κόρη” του Χρύσανθου
Θωμαϊδη, καθηγητή Θεολογίας και δεξιού ψάλτη στην εκκλησία της ενορίας
μας.
   Όταν γεννήθηκα, μόνο έμφραγμα δεν έπαθε ο μπαμπάς. «Αποκλείεται να
είναι δικό μου αυτό το κοκκινομάλλικο και γεμάτο φακίδες μωρό» είχε φωνά-
ξει, «μήπως κάνατε λάθος και μου φέρατε αλλουνού παιδί;» ρώτησε τη νοσο-
κόμα με ύφος χαμένο. Δυστυχώς η απάντηση δεν ήταν αυτή που επιθυμούσε.
Όπως καταλαβαίνετε, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ζωής μου ήπια το
πικρό ποτήρι της απόρριψης, γιατί ο Χρύσανθος ποτέ δεν πίστεψε πως ήμουν
δικό του παιδί, επειδή η μάνα μου, η Γιολάντα, κατά την άποψή του δεν ήταν
φερέγγυα ένεκα θεατρίνα. Την είχε περιμαζέψει – έτσι τουλάχιστον διέδιδε
αυτός μαζί μ’ όλο του το σόι – από κάποιον θίασο δεύτερης κατηγορίας για να
την φέρει στον “ίσιο δρόμο”. Τώρα τι είναι “ίσιος δρόμος” αυτό παίζεται. Είναι
προσωπική υπόθεση του καθένα πως αντιλαμβάνεται την έννοια. Άλλος τη
“φοράει” και πηγαίνει στραβά, κι άλλος την απαρνιέται και τραβάει ευθεία.
Επιλογές είναι αυτές. Ας είναι, ο Χρύσανθος Θωμαϊδης, το βέβαιον ήταν, πως
την αντιλαμβανόταν καθαρά από τη πλευρά της θρησκείας.
Τα χρόνια περνούσαν. Η ζωή κυλούσε μέσα σε μια βασανιστική μονοτο-
νία και κάτω απ’ ένα επιχρύσωμα οικογενειακής ευτυχίας και γαλήνης. Μέχρι
κείνη τη μέρα, και συγκεκριμένα τη μέρα των γενεθλίων μου. Γινόμουν έξι
χρονών όταν η Γιολάντα την κάνει στριφογυριστή και φεύγει απ’ τη ζωή μας
για πάντα.
   Από κείνη την στιγμή, ο Χρύσανθος μένει απαρηγόρητος. Κι όχι τόσο που
τον εγκατέλειψε η Γιολάντα - δεν νομίζω να την αγάπησε ποτέ - όσο για το
κοινωνικό του στραπάτσο. Είχε πέσει κατά πάνω και το σόι, να του ενισχύει
συνέχεια το κακό που τον είχε βρει. Σκέτη τρέλα δηλαδή. Εγώ στο μεταξύ εί-
χα γίνει αόρατη. Στην αρχή η συμπεριφορά του αυτή με πλήγωνε, αλλά με τον
καιρό άρχιζα να τη συνηθίζω. Ώσπου μια Κυριακή ο Χρύσανθος, με νωπό α-
κόμα το μελάνι των υπογραφών εκείνου και της Γιολάντας πάνω στο χαρτί
του διαζυγίου, μετά τον καθιερωμένο εκκλησιασμό, φέρνει στο σπίτι μια χη-
ρεύσασα ενορίτισσα, τη κυρία Παρασκευή. Μετά από λίγο διάστημα πα-
ντρεύονται. Πάνω στο χρόνο, γεννιέται ο Κοσμάς, και στα χείλη του Χρύσαν-
θου επανέρχεται το χαμόγελο. Και πώς να μην επανέρθει δηλαδή, αφού ο Κο-
σμάς ούτε κοκκινοτρίχης ήταν, μήτε και φακιδιάρης. Τι να έβλεπες τον Κο-
σμά, τι τον Χρύσανθο, το ίδιο και το αυτό. Τελικά η κυρία Παρασκευή είχε
αποδειχτεί φερέγγυα και του “ίσιου δρόμου” γυναίκα. Όσο για μένα, έτσι
δυσδιάκριτη κι ασήμαντη κουκίδα όπως ήμουν στο γενεαλογικό δέντρο της
οικογένειας Θωμαϊδη, ήταν επόμενο να έχω πια διαγραφεί. Παρ’ όλα αυτά,
υποκρινόμουν την καλή αδελφή, καταστρώνοντας με τη φαντασία σχέδια εξό-
ντωσης του Κοσμά. Μη σας πω και εξαφάνισής του. Βέβαια, κανένα από τα
“καταχθόνια" σχέδια μου δεν πραγματοποιήθηκαν. Έμειναν όλα στη σφαίρα
της φαντασίας μου.

   Κλείνοντας τα δεκαοχτώ και τελειώνοντας το λύκειο, αποφάσισα να την
κάνω, όπως κι η Γιολάντα, με ελαφρά πηδηματάκια δηλαδή. Άλλωστε κανείς
δεν θα αντιλαμβανόταν την απουσία μου.
   Έτσι ένα ωραίο πρωί του Σεπτέμβρη, χωρίς ν’ αποχαιρετίσω κανένα, πήρα
των ομματιών μου και πήγα να βρω τη μάνα μου. Από μια θεια μου, πρώτη ε-
ξαδέλφη της, είχα μάθει πως κείνη την εποχή έφτιαχνε θίασο, και επρόκειτο
να ανεβάσει ένα έργο του κλασικού ρεπερτορίου, σε κάποιο θέατρο στη Θεσ-
σαλονίκη. Το δίχως άλλο, βρέθηκα στο τρένο να ταξιδεύω για βόρεια Ελλάδα
με μοναδικό μπαγκάζι τη δύναμη της ηλικίας μου. Φθάνοντας εκεί μια πρωτό-
γνωρη αίσθηση ελευθερίας με κατέκλυσε έτσι ξένη όπως ήμουν μέσα στη με-
γάλη πόλη, που έσφυζε από ζωή. Χωρίς να χάσω χρόνο σε λίγη ώρα βρισκό-
μουν μπροστά από το θέατρο, ένα κτίσμα αλλοτινής εποχής, εκείνης του με-
σοπολέμου. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στη μαρκίζα. Το όνομα που δέσποζε
με μεγάλα γράμματα, μ’ έκανε ν’ αναρριγήσω, ενώ μια χλιαρή παλίρροια άρ-
χισε ν’ ανεβαίνει στα μάτια μου, και κατόπιν να απελευθερώνεται κυλώντας
στα μάγουλά μου. «Γιολάντα Μακρή» ψιθύρισα, κι ήταν η πρώτη φορά που
έλεγα το όνομα της μάνας μου χωρίς να φοβάμαι.
Άνοιξα αποφασιστικά τη πόρτα και μπήκα μέσα. Ένας άντρας με μαύρο
μπερέ στο κεφάλι καθόταν σ’ ένα βελούδινο καναπέ, και σκυμμένος πάνω σ’
ένα χοντρό τετράδιο, διάβαζε.
«Μπορώ να δω τη κυρία Μακρή;» ρώτησα διστακτικά.
Εκείνος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, βαριεστημένα μου αποκρίθηκε:
«Αν είσαι για τη νέα θέση της αμπιγιέζ, τράβα κατά εκεί» και μου έδειξε με
τον δείκτη του μια μεγάλη πόρτα.
Χωρίς να ξέρω τι εννοούσε του απάντησα καταφατικά, και κατευθύνθηκα
προς το μέρος που μου είχε δείξει.
Με το άνοιγμα της πόρτας, κι αντικρίζοντας για πρώτη φορά μια αίθουσα
θεάτρου, αρχικά ένοιωσα να περνώ σε μιαν άλλη διάσταση. Σαν εκείνη της
Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Κατόπιν όμως με τη μυρωδιά του ξύλου να
διαχέεται όπως του νοτισμένου μετά από τη βροχή, και τον αχνό απόηχο κά-
ποιων μαγικών φράσεων να φτάνουν στα αυτιά μου σαν αγεριού ανασαιμιά,
η αρχική αίσθηση ανατράπηκε. Εκεί μέσα κάτι ιδιαίτερο και πέρα από κάθε
κοινότυπη αντίληψη συντελείτο. Σαν να υπήρχε ένας αόρατος σχοινοβάτης
που πάνω στο τεντωμένο σχοινί της ζωής, προσπαθούσε να ισορροπήσει ανά-
μεσα στις δύο άκρες της. Την αλήθεια και τον μύθο. Συναρπαστικό σκέφτηκα,
κι αφέθηκα.
   Η συνάντηση μου με τη Γιολάντα Μακρή ομολογώ πως ήταν επεισοδια-
κή. Ντυμένη μ’ ένα καφτάνι στα χρώματα της άμμου και μια εσάρπα αρα-
χνοΰφαντη να τυλίγει τους ώμους της, με υποδέχτηκε στο καμαρίνι μία ώρα
μετά από το τέλος της πρόβας.
Χτύπησα τη πόρτα με χέρια που έτρεμαν. Το στόμα μου ήταν στεγνό,
και τα χείλη μου ξερά, ενώ οι χτύποι της καρδιάς μου έτρεχαν πάνω από εκα-
τό. Είχα να τη δω από τότε που είχε φύγει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα
μέσα.
Τη βρήκα να στέκεται μπροστά από έναν μεγάλο καθρέφτη που θύμιζε
χριστουγεννιάτικο δέντρο έτσι όπως ήταν στολισμένος με τις ψείρες λαμπιό-
νια που αναβόσβηναν. Ξεροκατάπια, κι έκανα μερικά βήματα προς το μέρος
της. Εκείνη ατάραχη βαφόταν με μια απίστευτη άνεση. Μέσα σε λίγα λεπτά
είχε μεταμορφωθεί. «Πως σου φαίνομαι;» με ρώτησε όταν τέλειωσε, κοιτώ-
ντας με μέσα απ’ τον καθρέφτη.
«Όμορφη…» της αποκρίθηκα σχεδόν ξέπνοα.
Η Γιολάντα έσκασε ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση.
«Λοιπόν; Ήρθες για τη θέση της αμπιγιέζ;»
Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Η ίδια μου η μάνα ούτε που με θυμόταν. Μέ-
τρησα μέχρι το δέκα να πάρω δύναμη.
«Ναι…» της είπα κι έκανα ένα βήμα πίσω.
«Από πού είσαι;»
«Από τη Λαμία» της απάντησα, ό,τι μου ήρθε κείνη τη στιγμή.
Με τον μορφασμό και μόνο που έκανε, φάνηκε αμέσως πως δεν της άρεσε
η σκέψη να έχει στη δούλεψή της μια αμπιγιέζ απ τη Λαμία. Λες και κείνη ή-
ταν από τας Παρισίους. Ψωνάρα είπα από μέσα μου γεμάτη αγανάκτηση και
με ύφος κάπως υποχθόνιο τη ρώτησα: «Λοιπόν; Θα με προσλάβετε;».
«Χμ! είσαι λίγο μικρή».
«Αλλά θαυματουργή…» συμπλήρωσα με αυθάδικο ύφος για να την προκα-
λέσω.
Έμεινε για λίγο σκεφτική. Μετά με πλησίασε και με ύφος μπλανζέ μου
ανακοίνωσε: «Σε προσλαμβάνω μικρή μου».
Χωρίς να πω κάτι, έκανα μεταβολή να φύγω. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμη
να ανοίξω την πόρτα, η ερώτηση που τόση ώρα περίμενα εναγωνίως, επιτέ-
λους έβγαινε από το στόμα της.
«Πως σε λένε;»
«Μελίνα Θωμαϊδη» ξεστόμισα μ’ ένα χαμόγελο όλο κακία.
Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Ύστερα ένας δυνατός γδού-
πος ακούστηκε. Ήταν από τη Γιολάντα Μακρή, που μη αντέχοντας την απο-
κάλυψη, είχε σωριαστεί λιπόθυμη κάτω.

   Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ η Γιολάντα, μου ξεκαθάρισε πως δεν υπήρχε
περίπτωση να με περιθάλψει. Σαφώς ούτε τη θέση της αμπιγιέζ είχε σκοπό να
μου δώσει πλέον. Χωρίς να επιμείνω, άλλωστε τίποτε δεν γίνεται με το ζόρι,
πήρα και πάλι των ομματιών μου. Το μόνο που της ζήτησα ήταν κάπου κάπου
να μου επιτρέπει να τη βλέπω. Να πηγαίνω στο θέατρο και να παρακολουθώ
τη παράσταση.


   Ο καιρός περνούσε και ζήτημα να την είχα δει πάνω από δύο φορές. Η μία
απ’ ότι θυμάμαι, ήταν στη πρεμιέρα της παράστασης, και η άλλη τη παραμονή
Χριστουγέννων. Στο μεταξύ είχα πιάσει δουλειά σαν εργάτρια, σε κάποιο ερ-
γοστάσιο, κι απ’ τον πενιχρό μισθό μου ίσα που κατάφερνα να πληρώνω το
δωμάτιο που είχα νοικιάσει σε κάποιο ξενοδοχείο της συμφοράς, από κείνα
που τα σεντόνια τους μυρίζουν ληγμένες κολόνιες. Όσο για φαγητό, την έβγα-
ζα με κανένα σαντουϊτς ή στη καλλίτερη περίπτωση σουβλάκι με πατάτες.
Πάνω στον χρόνο κλείνει το εργοστάσιο και χάνω τη δουλειά μου. Μη ξέ-
ροντας τι να κάνω, κι από πού να κρατηθώ, πήγα να βρω τη Γιολάντα, μήπως
ακούγοντας το χάλι μου, φιλοτιμηθεί και με πάρει στη δούλεψή της, σαν ταξι-
θέτρια ή σαν καθαρίστρια ακόμα, στο θέατρο, που εντελώς συμπτωματικά
είχα μάθει πως της ανήκε.
   Αν και παράδοξο, συμμερίστηκε τη κατάστασή μου, και προθυμοποιήθηκε
αμέσως να με προσλάβει, φυσικά όχι σαν καθαρίστρια ή ταξιθέτρια, αλλά
σαν προσωπική της γραμματέα. Δεν το κρύβω στην αρχή ενθουσιάστηκα με
τη μετάλλαξή της. Στη συνέχεια όμως, όταν μια μέρα την είδα σε μια τηλεο-
πτική εκπομπή, από κείνες που αδιακρίτως μπαίνουν στη ζωή των καλλιτε-
χνών από τη κλειδαρότρυπα, ν’ αποκαλύπτει δήθεν με πόνο ψυχής, πως επιτέ-
λους μετά από πολλά χρόνια έρευνας, βρήκε τη χαμένη της κόρη, δηλαδή ε-
μένα, κατάλαβα πως η ξαφνική καλοσύνη της , είχε σαν απώτερο σκοπό την
προσωπική της προβολή και διαφήμιση. Την είχε δασκαλέψει ένα γλοιώδες
υποκείμενο της show bisiness, κάποιος ονόματι Γαρυφαλλίδης, που τον είχε
προσλάβει σαν μάνατζέρ της. Ο εν λόγω “γάτος”, είχε πιάσει πόσο ανασφα-
λής, εγωκεντρική και ματαιόδοξη ήταν, και την πήγαινε με τα νερά της. Μάλι-
στα της πουλούσε κι έρωτα, με στόχο να της φάει μια μέρα και το θέατρο. Κι
εκείνη σαν το ποντίκι στη φάκα, έτρωγε το τυρί ανυποψίαστη.

   Η μία σαιζόν μετά την άλλη πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, αφού τα
έργα που ανέβαζε, πάντα κατόπιν έγκρισης του Γαρυφαλλίδη, είχαν μετατρέ-
ψει το θέατρο από ναό της τέχνης, σε αρένα εύπεπτων θεαμάτων. Επόμενο
ήταν λοιπόν η φήμη και η αίγλη της να παίρνουν την κατιούσα. Εγώ αν και τα
έβλεπα όλα αυτά, δεν της έλεγα τίποτα. Δεν ήθελα να της πάω κόντρα, μη και
χάσω τη δουλειά μου και δεν μπορώ να συνεχίσω τις θεατρικές μου σπουδές,
που ήδη είχα ξεκινήσει σε κάποια δραματική σχολή, φυσικά κρυφά από κείνη.

   Πήρα το πτυχίο μου με άριστα, κι η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη, που πάνω
στον ενθουσιασμό μου, έκανα το λάθος να τη μοιραστώ μαζί της.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω τη σκηνή. Τη βρήκα στο καμαρίνι της μαζί με τον
Γαρυφαλλίδη να κάθονται στο ανάκλιντρο και, ως συνήθως, να σαλιαρίζουν.
«Τι θέλεις;» με ρώτησε κοιτώντας με με την άκρη του ματιού.
«Να μοιραστώ μαζί σου μια χαρά μου» της αποκρίθηκα.
«Ποια χαρά;»
«Σήμερα πήρα το πτυχίο μου από τη δραματική σχολή και μάλιστα με άρι-
στα» της ανακοίνωσα συγκρατημένα.
Μονομιάς έχασε το χρώμα της, ενώ το βλέμμα της άρχισε να εκπέμπει σε
συχνότητα μίσους. Με μια σπαστική κίνηση ξεφεύγει από την αγκαλιά του
Γαρυφαλλίδη, και με πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής.
«Πως τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο πίσω απ’ τη πλάτη μου; Ποια νομί-
ζεις πως είσαι; Μου λες;» ούρλιαξε, και σηκώνοντας το χέρι της μου κατεβά-
ζει στο μάγουλο ένα χαστούκι μ’ όλη της τη δύναμη.
Βλέποντας με να μην αντιδρώ, άρχισε να με χαστουκίζει απανωτά. Εγώ με
μιαν απίστευτη ηρεμία, μετρούσα απλά τα χτυπήματα. Μεταξύ του πέμπτου
και έκτου χαστουκιού, έπιασα το χέρι της στον αέρα. Πάγωσε. Η ανάσα της
ανάδυε τη μπόχα του μέσα της.
«Είσαι πολύ άσχημη. Η ασχημότερη που έχω δει ποτέ μου» της είπα με
σταθερή φωνή, κι έφυγα ικανοποιημένη πια με τον εαυτόν μου, που είχε κα-
ταφέρει να κόψει όχι μόνο τον ομφάλιο λώρο, αλλά ν’ απελευθερωθεί και από
κάθε γονικό σύμπλεγμα.