Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Άκου, Ανθρωπάκο...

Βίλχελμ Ράιχ, ένας αγωνιστής και βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής. Ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής που άσκησε δριμύτατη κριτική στα υφιστάμενα κοινωνικά καθώς και σεξουαλικά ήθη. Έγινε γνωστός κυρίως απ' τα βιβλία του "Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού" και "Άκου, Ανθρωπάκο". Το βιβλίο "Άκου, Ανθρωπάκο" πρόκειται για την κραυγή αγωνίας αυτού του μεγάλου στοχαστή, ο οποίος βλέπει τα σπέρματα του φασισμού καθώς και του ολοκληρωτισμού μέσα στον κοινό και καθημερινό άνθρωπο.
Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα απ' το βιβλίο του "Άκου Ανθρωπάκο".


ΑΚΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».
Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. To λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.
Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.
Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. To μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι κι οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.
Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματά μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».
Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.
Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές γυμνό το κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο ιρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σού ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σον πει:
ΑΚΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη δι-λή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...
Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!
«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα;» Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.
Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει οτι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται.
Ας αρχίσω, όμως, από τον ανθρωπάκο που έχω μέσα μου.
Επί εικοσιπέντε χρόνια υπερασπίζομαι, γραπτά και προφορικά, το δικαίωμά σου στην ευτυχία. Κατακρίνω την ανικανότητά σου να καρπώνεσαι εκείνο που σου ανήκει, να διασφαλίζεις όσα κέρδισες με αίμα στο Παρίσι και στη Βιέννη, στον αμερικανικό εμφύλιο και τη ρωσική επανάσταση. Μα το Παρίσι σου κατέληξε στον Πετέν και τον Λαβάλ, η Βιέννη σου στον Χίτλερ, η Ρωσία σου στον Στάλιν και η Αμερική σου κινδυνεύει να καταλήξει στα χέρια της Κου Κλουξ Κλαν! Καταφέρνεις να κερδίζεις την ελευθερία σου, μα δεν μπορείς να τη διασφαλίσεις για τον εαυτό σου και τους άλλους. Αυτό το γνώριζα από καιρό. Εκείνο, όμως, που δεν καταλάβαινα ήταν γιατί, αφού κατόρθωνες να βγεις παλεύοντας απ' το βούρκο, βούλιαζες κάθε φορά σ' ένα χειρότερο. Έπειτα, ψηλαφιστά, παρατηρώντας προσεκτικά γύρω μου, ανακάλυψα σταδιακά ποιό είναι εκείνο που σε κρατά δέσμιο: είσαι δεσμώτης του εαυτού σου. Ο μόνος υπεύθυνος για τη σκλαβιά σου είσαι εσύ ο ίδιος. Μόνον εσύ και κανένας άλλος, άκου που σου λέω!

«Δε σʼ αγαπούν ανθρωπάκο, σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό σου. Σε ξέρουν απ' έξω κι ανακατωτά. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σʼ ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σʼ εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο είπαν κατάμουτρα: “Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη”. Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις “ζήτω, ζήτω”»,
«Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι επειδή το κυριότερο μέλημα σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά. Δε φταις εσύ γιʼ αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα ʽχες από καιρό αποτινάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρυνες ο ίδιος την καταπίεση και δεν τη στήριζες άμεσα με τις πράξεις σου»

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Μέρα με τη  μέρα η κατάσταση στο γάμο της Τζίνας γινόταν βαρύτερη. Συνεπής με τον εαυτό της επισκέφτηκε μια σύμβουλο γάμου που της σύστησε κάποιος φίλος που είχε “σώσει” τον γάμο του με τον τρόπο αυτό. Πήγε λοιπόν σε μια κυρία Αλεξιάννα Τόλιου για μια τελευταία προσπάθεια διάσωσης του «πλοίου». Δεν ήθελε να έχει  καμιά αμφιβολία ότι δεν το έψαξε και πιο βαθιά. Ότι δεν προσπάθησε.
Η κυρία «σύμβουλος» ζήτησε να δει και τον Μίλτο όπως ήταν φυσικό. «Δεν είμαι τρελός να πάω σε γιατρό» ήταν η απάντηση του.
Η κυρία Αλεξιάννα  είπε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μονόπλευρα. Της έδωσε λοιπόν δυο σελίδες «πρέπει» μαζί με την «ευχή» της για ό,τι καλλίτερο. Φυσικά θα ήταν σε επαφή μαζί της. Μια επαφή που κόστιζε πενήντα ευρώ την ώρα.
Είναι απίστευτο πόσο απλά τα λένε οι κύριοι ειδικοί. Κάνε αυτό, κάνε εκείνο, κάνε το άλλο. Αφού είναι τόσο απλό γιατί τόσα διαζύγια  γαμώτο; Να σε βάλω κυρία σύμβουλε να ζήσεις με έναν Μίλτο λίγους μήνες και τα ξαναλέμε. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι μάτια μου, και το γυαλί άμα ραγίσει ράγισε. Άντε να τρέχεις μετά για κόλλες. Κι αυτή η κόλλα ειδικά έχει αμφίβολη δράση. Εκεί που νομίζεις ότι κόλλησε, ένα ανεπαίσθητο κρακ και πάλι κομμάτια το κρύσταλλο. Γι αυτό παίρνεις ένα ωραίο μαντήλι, το κουνάς και πας για άλλα. Ο δρόμος καθόλου εύκολος, αλλά μυρίζει αξιοπρέπεια ο άτιμος  και αυτοσεβασμό..
Η απόφαση ήταν πια ειλλημένη. Το μόνο που της είχε απομείνει  ήταν ο τρόπος που θα το έλεγε στον Μίλτο. Το ανέβαλε μόνο και μόνο γιατί ήξερε πως θα τον πληγώσει. Δεν είχε φίλους. Με τους συγγενείς του είχε τσακωθεί και δεν μιλούσε. Η οικονομική του ευμάρεια του εξασφάλιζε μόνο προσωρινές γνωριμίες από ανθρώπους της «αρπαχτής». Ήταν ένα μονόχνοτο άτομο που δυστυχώς δεν γνώριζε το πρόβλημά του. Το πιο πιθανό βέβαια ήταν να μην το γνώριζε ποτέ. Η Τζίνα ένοιωθε ενοχές που τον εγκατέλειπε. Ήθελε όμως την ζωή, το οξυγόνο της, τους φίλους και τις δραστηριότητες της πίσω.

 
Εκείνο το απόγευμα γύρισε από την δουλειά της με βαριά καρδιά. Είχε πάρει την απόφαση να κάνει μια τελευταία προσπάθεια συζήτησης.
«Μίλτο, θέλω να μιλήσουμε», του είπε.
Γύρισε την κοίταξε με βαριεστημένο ύφος και έριξε ένα χασμουρητό.
«Βαριέμαι τώρα έχει και ματς. Τα λέμε  αύριο. Είναι επείγον;»
Γίνεται έξαλλη. Του ρίχνει ένα βλέμμα από αυτά που ο Μίλτος έχει δει ελάχιστες φορές αλλά τρέμει όταν τα βλέπει.
«Σε ακούω», απαντάει… «Πες».
Ένα τρέμουλο απλώνεται σε όλο το σώμα της, παίρνει μια βαθιά αναπνοή για να μην δείχνει την ταραχή της και του λέει: «Μίλτο νομίζω ότι δεν πάει άλλο ο γάμος αυτός. Προσπαθώ πολύ καιρό να σου δώσω να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να ζω άλλο έτσι. Δεν θα σου ζητήσω να αλλάξεις. Τελικά είναι παράλογο να ζητάς από τον άλλο να μην είναι ο εαυτός του. Αυτό έκανα τόσα χρόνια και βρέθηκα σε αδιέξοδα. Δεν ήμουν ο εαυτός μου. Θεωρώ ότι «πτωχεύσαμε»Μίλτο. Θέλεις να το συζητήσουμε;»
  Την κοιτάζει περίεργα προσπαθώντας να ανακαλύψει αν μιλάει σοβαρά. Το ύφος της δεν του αφήνει αμφιβολίες….Ο Μίλτος μεταμορφώνεται μονομιάς σε λύκο. Δεν έχει μάτια, δυο φλογοβόλα έχει που φτύνουν φωτιά…
 «Έχεις γκόμενο ε; αυτό είναι. Το έχω καταλάβει μήνες τώρα, τι μήνες καλλίτερα να πω χρόνια»
Ρίχνει μια θυμωμένη ματιά στην φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο πάνω από το τζάκι. Μέσα σ’ αυτήν ποζάρει η «τρελοπαρέα» της Τζίνας σε ευτυχισμένες ξέγνοιαστες μέρες. Μια αγαπημένη παρέα που η Τζίνα χρόνια τώρα την έχει αποχωριστεί λόγω Μίλτου.
«Αυτές σε ξεμυάλισαν το ξέρω» φωνάζει και δείχνει με το δάχτυλο την χάρτινη απειλή, «και ξέρεις γιατί; Γιατί ζηλεύουνε που έγινες άνθρωπος. Σου λείψανε ε; Σου έλειψε η αλητεία!!»
Η βελόνα της  χτύπησε κόκκινο, μια τρίχα πριν το εγκεφαλικό.
«Μίλτο είσαι ένας ντενεκές. Ακόμα και ένα βλήμα  σκέφτεται πιο πολύ από σένα» του απαντάει με οργή..
Ο Μίλτος μοιάζει με άνθρωπο που του τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια.  Όμως δεν το συζητάει. Δεν διεκδικεί. Δεν μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί ούτε και τώρα…..
«Να φύγεις!» λέει με ύφος  πεισμωμένου παιδιού «Άντε στα Εξάρχεια να μένεις στα παγκάκια με τα φρικιά. Εκεί είναι η θέση σου»
Η Τζίνα προσπαθεί με κόπο να κρατήσει την ψυχραιμία της και του λέει όσο ήρεμα μπορεί.. «Μίλτο μπορούμε να αφήσουμε τις υπερβολές και να μιλήσουμε μια φορά, ΜΙΑ φορά μόνο σαν σκεπτόμενοι άνθρωποι; Επί του  θέματος δεν έχεις  να πεις τίποτα;»
«Ναι έχω. Οι  πουτάνες οι φίλες σου φταίνε. Αυτές σε ξεμυαλίσανε». Απαντά τσιρίζοντας και οι φλέβες στο λαιμό του είναι έτοιμες να εκραγούν...
Η Τζίνα χάνει την ψυχραιμία της αλλά δεν το δείχνει. Του απαντά και  πάλι ήρεμα.
«Μίλτο δεν θα μπω στη διαδικασία να σου εξηγήσω. Δέκα χρόνια το κάνω και δεν τα κατάφερα που να με πάρει ο διάολος. Τώρα θα τα καταφέρω; Οι πουτάνες φταίνε; Έχω γκόμενο; Νοστάλγησα Εξάρχεια και σνίφα;  Οκ μωρό μου. Ό,τι πεις!! Το «δια ταύτα»  είναι το ίδιο.. Βyeee!!!»
Πηγαίνει προς το πατάρι κατεβάζει ένα σακβουαγιάζ, και μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα με το  Μίλτο να την ακολουθεί σε κατάσταση φρίκης…
«Φύγε! Στην ψάθα θα πεθάνεις. Θα σε τσακίσω οικονομικά. Θα παρακαλάς για ένα ευρώ στο υπόσχομαι», της λέει ενώ τα μάτια του γεμίζουν κακία  και απειλή.. Γυρίζει πίσω και φεύγει από το δωμάτιο.
Προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Πίστευε ότι θα έχει  μια  άλλη αντίδραση, γιατί ο Μίλτος έκοβε φλέβες για εκείνη. «Η γυναίκα μου» έλεγε, και το στόμα του έτρεχε σιρόπια. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς την Τζίνα δήλωνε  με πάθος. Και τώρα μπρος τα δύσκολα μόνο κακίες έβγαλε, συναίσθημα μηδέν. 
Η Τζίνα βρίσκεται σε απρόβλεπτη κατάσταση. Αρχίζει να μιλάει μόνη της για να εκτονωθεί, ενώ ρίχνει άτσαλα στην τσάντα ό,τι βρίσκει μπροστά της.
 «Ρε πάλι  τα φράγκα του σκέφτεται ο φραγκοφόνης. Πάλι αυτά. Δεν τόχει χωνέψει ποτέ ότι τα έχω χεσμένα τα κωλολεφτά του. Δουλεύω σαν σκυλί όλα τα χρόνια παρ’ ότι θα μπορούσα να είμαι αραχτή και να  παίζω μπιρίμπα με τις κοσμικές του φίλες. 
Να φύγω λέει. Από πού να φύγω ρε Μίλτο; Το σπίτι μαζί το αγοράσαμε μισό μισό. Ακόμα και το αμάξι μου εγώ το πλήρωσα.. Τα λατρευτά σου γιουροπάκια είναι στην τράπεζα και  παχαίνουν με τους τόκους. Τζίνα, όχι δεν θα κατινιάσεις…Δεν σου αξίζει. Κοίτα πόσο  εύκολο στο κάνει  ρε βλάκα που σκεφτόσουνα τόσο καιρό πως θα το ξεπεράσει. Τόσα ξενύχτια για να  νικήσεις τις τύψεις  που τον αφήνεις  χωρίς  τα δεκανίκια του. Πάρτα Τζίνα!» λέει ενώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ρίχνει μια μούντζα στον εαυτό της.
Ξαναπαίρνει τον έλεγχο και με το σακβουαγιάζ στο χέρι κινείται προς την πόρτα. Ο Μίλτος που εν τω μεταξύ  έχει πάρει τη θέση του στον καναπέ και βλέπει ποδόσφαιρο  ήσυχος, θεωρώντας το θέμα λήξαν, μένει έκπληκτος καθώς την βλέπει να «αποχωρεί».
«Αν φύγεις ξέχνα το σπίτι. Θα στο πάρω. Έχω δικηγόρους και τα λεφτά να το κάνω» της λέει εμφανώς εκβιαστικά. «Αν ανοίξεις την πόρτα και βγεις, δεν θα ξαναμπείς ποτέ σε αυτό το σπίτι».
 «Μίλτο τα κωλοντούβαρα στα χαρίζω μαζί με όλα τα πράγματα που είναι μέσα σ’ αυτά. Δεν θα σου χαρίσω όμως ούτε μια στιγμή μου ακόμα. Ούτε μία. Το κατάλαβες κύριε Τούβλο;» του απαντά και κλείνει με θόρυβο την πόρτα πίσω της.

Πήρε μόνο μερικά ρούχα  σε μια τσάντα, και τη φωτογραφία με τις φίλες της. Το  αυτοκίνητο τρέχει στην παραλιακή με τον αυτόματο πιλότο  και πάει για το γνωστό του στέκι. Το αγνάντεμα  στη μαρίνα του Αλίμου. Εκεί όπου τα τελευταία χρόνια η Τζίνα πηγαίνει τα βράδια και τα πίνει παρέα με τον εαυτό της, παίζοντας παιχνίδια με την φαντασία της παρακολουθώντας τα παραγάδια που φωτίζουν  σαν μικρές πυγολαμπίδες την σκοτεινή  θάλασσα.
Εδώ τελειώνει μια ιστορία μ’ αυτό το τέλος το τραγικό, που λέει και το τραγούδι. Το τραγικό είναι ότι  μόλις τώρα συνειδητοποίησε ότι  ο γάμος της έπλεε τόσα χρόνια σε μια ανισόρροπη σανίδα.  Έσκυψε λίγο και  βυθίστηκε. Έτσι απλά. Πήγε στον πάτο μαζί με δέκα χρόνια από τη ζωή της.
Τα μάτια της  γέμισαν βροχή.
Γεια σου ρε κορόιδο Τζίνα, η  «αναμόρφωση» απέτυχε, αλλά δεν πειράζει. Το μάθημα το πήραμε. Σκέφτηκε και χαμογέλασε πικρά.
Ψάχνει στο πόρτ μπαγκαζ του αυτοκινήτου της. Πάντα υπάρχει κάβα για τα δύσκολα. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται εδώ για ανασύνταξη δυνάμεων. Μόνο που σήμερα  δεν έχει σπίτι  για να  επιστρέψει…
Πέρασαν δυο τρεις ώρες. Έκλαψε, ήπιε, κάπνισε μια στοίβα τσιγάρα. Ένοιωσε το κεφάλι της βαρύ, την καρδιά της όμως περίεργα ξαλαφρωμένη.
Κοίταξε ασυναίσθητα έξω. Πάνω στο «βουνό» που είχε σχηματιστεί από τις γόπες της, είδε να την  κοιτάζουν περίεργα  δυο τρυφερά μοναχικά ματάκια. Ήταν ένα βρομιάρικο σκυλί που της κουνούσε την ουρά…..
«Μόνος και άστεγος φιλαράκο; Έλα να σε κεράσω ένα ποτάκι». Του έριξε ένα χαμόγελο και άνοιξε την πόρτα. Εκείνος δεν δίστασε ούτε στιγμή. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο και άρχισε να της  γλείφει τα χέρια……
«Φίλε  από σήμερα είσαι ο καινούργιος μου δεσμός» του είπε δίνοντας του ένα αλκοολούχο φιλάκι…. Σκέφτεται λίγο και χαμογελά νοσταλγικά. Τον βαφτίζει Αντρέα. Το όνομα της πρώτης της αγάπης….

      »… Ήταν στα  δεκαέξη σε κάποιο από τα πάρτι της εποχής. Έπινε βερμούτ  ακούγοντας τα υπέροχα εκείνα μπλούζ που έκαναν το άγουρο σώμα να λαχταράει ένα σφυχταγκάλιασμα, ένα κρυφό φιλί. Ήταν πάντα η Τζίνα μια γυναίκα ερωτική,  μόνο που δεν το ήξερε. Ήξερε μόνο ότι έχει σπυράκια στο πρόσωπο και τα αγόρια δεν την κοιτούσαν. Ήταν ένα επαναστατημένο αγοροκόριτσο  που ο Μαρξ της  έλεγε καλημέρα και ο Λένιν καληνύχτα. Η ψυχή της έτοιμη για επανάσταση. Το κορμί και η καρδιά της όμως διψασμένα και ώριμα να παραδοθούν  σε ένα χάδι κι ένα φιλί.
Μια δειλή φωνούλα  της  ζητάει να χορέψουνε.  Το πικάπ παίζει let it be…
Αγκαλιάζονται σφιχτά. Δεν έχει δει καν το πρόσωπό του μέσα στο μισοσκόταδο. Όμως δεν την νοιάζει. Χάνεται μέσα στην ιδρωμένη αγκαλιά και για πρώτη φορά αισθάνεται να την καίει μια  απροσδιόριστη φωτιά…
Τον είχε  κιόλας  ερωτευτεί. Χορεύουνε και το επόμενο τραγούδι. Νοιώθει την ανάσα του κοντά στο πρόσωπό της . Της  δίνει ένα άτσαλο  φιλί. Το πρώτο της φιλί…Λειώνει. Τα γόνατά της τρέμουν και μια άγνωστη επιθυμία την κάνει να σφίγγεται επάνω του. Την  αγγίζουν χίλια χέρια, οι αισθήσεις της σε συναγερμό…Κόλαση!!
Τελειώνει το τραγούδι και ο υπέρμετρος εγωισμός της  την κρατάει να μη βάλει τα κλάματα όταν το αγόρι λέει ευχαριστώ, και χάνεται ανάμεσα στα άλλα παιδιά.  Ήθελε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Παίρνει κι άλλο βερμούτ να ξεχάσει τον πόνο της. Και εκεί που βυθιζόταν σε μαύρη απελπισία, στο χέρι της  έρχεται ένα χαρτάκι.. «.. μια αγάπη νιόβγαλτη με πολλές ελπίδες. Αντρέας  τηλ.646100….»
 Ο «δεσμός» της με τον Αντρέα κράτησε μερικούς μήνες. Ήταν και αυτός μαθητής. Βγήκανε πολλούς ρομαντικούς περίπατους  στο Άλσος  και τον Λυκαβηττό…Δεν έκάναν ποτέ έρωτα παρ’ ότι φτάσανε πολλές φορές στο σημείο μηδέν. Δεν τα καταφέρανε. Χωρίσανε όταν αυτός μπήκε στο πανεπιστήμιο στην Θεσσαλονίκη. Από τότε δεν τον ξαναείδε. Τον θυμάται όμως πάντα γλυκά. Η πρώτη της αγάπη, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα της καρδιάς… «.
  
«Λοιπόν Αντρίκο πάμε και ο Θεός βοηθός. Η Βίκυ θα πάθει έμφραγμα από το ξαφνικό που θα ακούσει. Θα το αντέξει όμως τι  λες  φιλαράκο;»

Ώρα 4 τα ξημερώματα χτυπούσε το κουδούνι της Βίκυς.
Της ανοίγει μια φιγούρα αγουροξυπνημένη με πυτζάμες κοιτάζοντας την  σαν να βλέπει όνειρο. 
Στο ένα χέρι της κρατά το σακοβουαγιάζ, στο άλλο αγκαλιά τον βρωμοαντρέα. Τα μάτια της είναι κόκκινα, ενώ το χαμόγελο και το θολό της βλέμμα  της θυμίζουν  αλκοολικό….
«Βίκυ χώρισα με τον Μίλτο. Μπορώ να μείνω εδώ απόψε…. και για μερικούς μήνες; Α..Να σου συστήσω τον Αντρέα»
Το θέαμα ήταν πραγματικά αστείο, έτσι μόλις τελείωσε η έκπληξη η Βίκυ άρχισε να γελάει δείχνοντας συγχρόνως στη Τζίνα να περάσει μέσα, ενώ ο Αντρέας γάβγιζε και κουνούσε τη βρώμικη ουρά του συμμετέχοντας με τον τρόπο του στο «χάπενινγκ»…Από το γέλιο δεν κατάφερναν να μιλήσουν για αρκετή ώρα.
« Ρε δεν το πιστεύω. Τι έγινε; Τι έπαθες; Τι χάλια είναι αυτά; Που βρήκες τον μούργο;»
«Μη μου βάζεις δύσκολα Βικάκι. Μια μια ερώτηση παρακαλώ. Βάλε  ποτάκι και θα σου πω»
«Δεν  πας καλά που θες και ποτάκι. Φτιάχνω καφέ και λέγε……»
Δεν είπανε και πολλά πράγματα γιατί η Τζίνα ήταν σε άσχημη φάση. Η Βίκυ την αγκάλιασε και της είπε ότι  στο σπίτι  από σήμερα ζούνε τρεις… Ήταν η πιο ζεστή  αγκαλιά που είχε ποτέ αισθανθεί. Ευχαρίστησε τον Θεό της που είχε μια τέτοια φίλη, κι αφού έκανε ένα ζεστό μπάνιο μαζί με τον Αντρέα, που τον πέρασε τρία σαπούνια για να καταλάβει ότι ήταν άσπρος, έπεσαν όλοι για ύπνο…….
Σαφώς την άλλη μέρα κοπάνα από την δουλειά και οι δύο. Τροφική δηλητηρίαση είπαν στα αφεντικά. 
Ο Μίλτος το ίδιο κιόλας βράδυ πήγε στην αστυνομία και δήλωσε «εγκατάλειψη συζυγικής στέγης». Έβαλε δικηγόρους, πήρε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της. Προσπάθησε να της πάρει ακόμα και το αυτοκίνητο. Ορκίστηκε να την τιμωρήσει σκληρά γι’ αυτό που του έκανε. Την διέσυρε σε όλους τους συγγενείς διαδίδοντας ότι τον εγκατέλειψε φεύγοντας με έναν «άλλον». Και τους έπεισε όλους, γιατί ο Μίλτος ήταν ο τέλειος σύζυγος. Ο μοναδικός λόγος εγκατάλειψής του θα μπορούσε να είναι μόνο η απιστία. Έπεισε ακόμα και την οικογένεια της Τζίνας που την “αφόρισαν” δια παντός. Ο εγωισμός του δεν τον άφησε ποτέ να αναλογιστεί τις ευθύνες του.
Η Τζίνα παρακολουθούσε στωικά τις κινήσεις του. Δεν είχε καμία διάθεση να μπει στη διαδικασία να εξηγεί τα «ανεξήγητα». Όταν ο δικηγόρος την ρώτησε ποιος ήταν ο λόγος διαζυγίου που θα αναφερόταν στην αγωγή, εκείνη του απάντησε: «Γιατί δεν ήξερε τον “κοντορεβιθούλη”».