Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Νίκος Γκάτσος



(8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992Ο σημαντικός Έλληνας ποιητήςμεταφραστής και στιχουργός.


Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με τεράστια επίδραση στους νεότερους ποιητές. (Δες: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, Εκδ. Πατάκη,1995). Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισούπνου» από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» τουΑυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η «Μυθολογία» (1965), το «Ένα μεσημέρι» (1966), η «Επιστροφή» (1970), το «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), οι «Δροσουλίτες» 1975, η «Αθανασία» (1976), «Τα παράλογα» (1976), το «Ρεμπέτικο» (1983), η «Ενδεκάτη εντολή» (1985) ή οι «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ





"Ήταν του Μάη το πρόσωπο" από το ποίημα "Αμοργός"

«Αμοργός»



Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’  ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα  ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων

Γι’  αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’  αυγά τους
Και τόνε κλαίνε κι αυτές
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι
Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Πετάτε τους νεκρούς είπ’  ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα  χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα  χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ  το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα  ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα  ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να  ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να  ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’  Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Το λιμάνι ήταν πανέμορφο, και ίδιο σχετικά με όλων των νησιών του Αιγαίου. Το ξεχωριστό στο λιμάνι της Καλύμνου ήταν η γοργόνα. Ένα πανέμορφο γλυπτό στην είσοδο του νησιού που θα τραβούσε την προσοχή ακόμα και σε έναν «τυφλό».
Πήραν το δρόμο προς τις Μυρτιές. Φτάνοντας εκεί σταμάτησαν σε ένα μικρό απόμερο λιμανάκι όπου τους περίμενε ένα μικρό σκάφος. Το όνομά του Ελισσώ.
Ωπα.. τώρα Τζίνα τι γίνεται; Που θα σε πάει ο μυστήριος; Μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσεις τις ταρζανιές  και να γυρίσεις πίσω; Έπρεπε να έχω μιλήσει στη Βίκυ. Αν μου συμβεί κάτι δεν θα ξέρει κανείς που βρίσκομαι.
Ο Δημοσθένης μάντεψε αμέσως τη σκέψη της.
«Τζίνα, αν δεν θέλεις να συνεχίσεις γυρίζουμε πίσω τώρα. Δεν έχεις όμως να φοβηθείς τίποτα καλή  μου. Δεν θυσιάζουμε εκεί μελαχρινά κορίτσια, μόνο ξανθά και γαλανομάτικα» είπε και χαμογέλασε.
«Δεν φοβάμαι αλλά έχει αρχίσει να μου τη δίνει όλο αυτό το τελετουργικό. Η σιωπή, το μυστήριο, διάολε να μάθω μήπως και εγώ που πάμε; Πώς λένε το μέρος; Τι παίζει και πως παίζει εκεί; Αν δεν μου πεις τώρα, συγνώμη για τον κόπο, αλλά δεν πάω πουθενά.» Είπε και κάθισε κάτω οκλαδόν.
«Ωραία. Θα σου πω, παλιοπεισματάρα… Περίμενε λίγο…» είπε ο Δημοσθένης χαμογελώντας και κινήθηκε προς το σκαφάκι.
Πήρε από μέσα ένα παχύ πανί. Το έστρωσε κάτω (μη λερώσει το λευκό του παντελονάκι) και κάθισε και αυτός.
«Το χωριουδάκι που θα πάμε Τζίνα το λένε Ατη… Στη μυθολογία η Ατη ήταν μια  θεότητα η οποία εκπροσωπούσε την σύγχιση, τη συμφορά. Λέγεται ότι την παλιά εποχή στο χωριό αυτό κατέφευγαν άνθρωποι με «διαταραγμένη» προσωπικότητα αναζητώντας την προσωπική τους γαλήνη.
Στο χωριό αυτό, υπήρχε, και υπάρχει ακόμα μια πηγή, της οποίας το νερό είχε την ιδιότητα να προκαλεί οράματα. Μέσα από τα οράματα αυτά, ο «ασθενής», αν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε έτσι, έβλεπε την αιτία που του προκαλούσε τις φοβίες, τις αμφισβητήσεις, και το «ό,τι» γενικά τάραζε την ψυχική του ηρεμία».
Η Τζίνα άκουγε με προσοχή,
«Είπες υπάρχει ακόμα. Έχει δηλαδή νερό “μαγικό;”»
«Όχι καλή μου. Δεν τρέχει πια νερό. Μόνο μια ή δυό φορές τον χρόνο λένε κάποιοι…»
«Κάποιοι; Το χωριό κατοικείται; Αυτοί που το είδαν ήπιαν;»
«Στο χωριό ζουν πια μερικοί γέροντες.. Ένας από αυτούς μου είπε ότι είδε την πηγή να αναβλύζει νερό κάποια ανύποπτη στιγμή. Δεν ήπιε φυσικά γιατί φοβήθηκε. Την άλλη μέρα ξαναπήγε παίρνοντας μαζί του ένα κατσίκι,  να το  ποτίσει από την πηγή,  για να δει αν συμβεί κάτι παράξενο. Η πηγή  όμως ήταν στεγνή.» 
«Και τον πίστεψες;»
«Τι να σου πω, δεν είχε λόγο να πει ψέματα. Αλλά…ήταν πολύ γέρος, δεν ξέρω… δεν ξέρω…»
 «Ελα πές μου για το σπίτι…» είπε η Τζίνα διακόπτοντας την ιστορία του.
«Το σπίτι αυτό είναι χτισμένο στην πλαγιά του λόφου. Είναι έξω από το χωριό»
«Και πώς θα πάμε; Γαιδουράτοι;» ρώτησε η Τζίνα που άρχισε να ξαναβρίσκει το χιούμορ της.
«Ποδαράτοι ματάκια μου» απάντησε χαριτολογώντας ο Δημοσθένης.
Σοβαρεύτηκε και συνέχισε….«Το σπίτι αυτό έχει χτιστεί το 1705 όπως λέει η πλάκα που υπάρχει στην είσοδο του. Έχουν ζήσει σε αυτό όπως καταλαβαίνεις πολλές γενιές.
«Θα είναι ερείπιο βρε μάτια μου. Τρακόσια χρόνια σπίτι;»
«Βρε χαζό έχει συντηρηθεί. Άλλωστε είναι χτισμένο με πέτρα. Παθαίνει τίποτα η πέτρα;»
«Μοιάζει με το δικό μου; Δηλαδή … αυτό στο όνειρο;»
«Θα το δεις μονή σου. Θα δώσεις εσύ την απάντηση. Ναι;»
«Ξέρεις αυτόν που το έχει; Κατοικείται δηλαδή;»
«Ναι, τον γνωρίζω. Και πάψε να ρωτάς, θα χαλάσεις όλο το σασπένς ανυπόμονο κορίτσι. Πάμε;»
Η Τζίνα ακόμα διατηρούσε κάποιες αμφιβολίες. Αν όμως όλα αυτά ήταν αλήθεια δεν ήθελε με τίποτα να το χάσει. Ακούγονταν όλα εξωπραγματικά. Αλλά εξωπραγματικό ακούγεται πάντα ότι δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Και υπάρχουν τόσα, μα τόσα πολλά που δεν μπορούν να ερμηνευτούν σε αυτή τη ζωή. Τζίνα δεν κάνουμε πίσω, πρέπει να δούμε το «στοιχιωμένο κάστρο». Τόσες ώρες ταξίδι και να κωλώσουμε τώρα; Vivere pericolozamnete δεν είπαμε;
 «Φύγαμε» είπε και σηκώθηκε.
«Το σκαφάκι ποιανού είναι;» ρώτησε καθώς τίναζε απ’ τα ρούχα της το χώμα.
«Δεν είπαμε τέλος οι ερωτήσεις περίεργο πλάσμα;»
«Καλά. Ότι πεις αλλά ποιανού είναι η Ελισούλα;»
Γύρισε και την κοίταξε με το περίεργο βλέμμα του. Ηλεκτρίστηκε στο άκουσμα Ελισούλα. Η Τζίνα αισθάνθηκε άσχημα. Σαν να είπε κάτι που δεν έπρεπε και σώπασε .
 Μπήκε στο σκάφος παρακολουθώντας τις κινήσεις του Πάνδανου με προσοχή. Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά. Ας δούμε πως δουλεύει το εργαλείο. Σκέφτηκε η Τζίνα που δεν είχε επαναπαυτεί ούτε  για μια στιγμή.
«Μες του Αιγαίου τα νησιά άγγελοι φτερουγίζουν….» άρχισε να σιγοτραγουδάει ο Πάνδανος καθώς το μικρό σκάφος έσχιζε τα γαλάζια  νερά.
Του χαμογέλασε και τον συνόδεψε στο τραγούδι. Ένοιωθε περίεργα. Αλλά ήταν όμορφα..
Το «ταξίδι» κράτησε ίσα με ένα τραγούδι.
Άραξαν σε ένα πανέμορφο και προς μεγάλη έκπληξη της Τζίνας καταπράσινο λιμανάκι.
Ο Δημοσθένης την πρόλαβε πάλι. Σα να διάβαζε τη σκέψη της αυτός ο άνθρωπος. Πάντα την προλάβαινε.
«Σου κάνει εντύπωση το πράσινο ε; Φαντάσου μια όαση. Ένα μικρό παράδεισο. Αυτό είναι η Άτη καλή μου.»
Το χωριουδάκι ήταν μικροσκοπικό με αραιά σπιτάκια εδώ και κει. Έμοιαζε να μην κατοικείται. Η Τζίνα ανατρίχιασε.
 Γαμώ την ερημιά. Γεια σου Αθήνα με το καυσαέριο και την μόλυνση. Ωαίος ο παράδεισος, αλλά…θα προτιμήσω  κόλαση. Σκέφτηκε κι άρχισε να παίρνει βαθιές εισπνοές, για να καβατζώσει τα πνευμόνια της με καθαρό οξυγόνο.
«Κύρ Δημοσθένη καλωσόρισες. Θα μείνεις μέρες;» ρώτησε μια γραφική φιγούρα ξεδοντιασμένης γιαγιάς, που ξεπρόβαλε στο κατώφλι ενός σπιτιού. Στα χέρια της κρατούσε καλαμπόκι και έριχνε στις κότες που έκαναν πανηγύρι γύρω από τα μακριά της φουστάνια….
«Για χαρά σου κυρά Βαγίτσα. Δεν ξέρω πόσο θα μείνω. Θα έλθω πάντως να με φιλέψεις παστό και τσίπουρο…»
«Να κοπιάσεις γιέ μου. Να φέρεις και την κυρά..» είπε και χαμογέλασε με το ξεδοντιασμένο της στόμα στη Τζίνα.
«Αυτό το πλανήτη έχει άλλους κατοίκους κυρ. Δημοσθένη;» ρώτησε η Τζίνα που έκανε χάζι τη γιαγιά.
«Έχει αλλά είναι μέσα και βλέπουν «πρωινό καφέ». Αποκρίθηκε με την ίδια διάθεση ο Δημοσθένης.
Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Η διαδρομή ήταν ανηφορική και η Τζίνα άρχισε να λαχανιάζει, 
«Φτάσαμε» της είπε ο Δημοσθένης βλέποντας την να έχει μείνει πίσω.
Μια μάντρα πέτρινη με ύψος που έκρυβε το εσωτερικό του χώρου έκανε την εμφάνιση του μπροστά στα μάτια της.
Πλησίασαν στην μεγάλη ξύλινη πόρτα και ο Πάνδανος έβγαλε από την τσάντα του ένα μεγάλο κλειδί.
Η Τζίνα διέκρινε μια ταραχή στο πρόσωπό του και παρατήρησε το χέρι του να τρέμει αλαφρά.
«Θέλω να δεις και να αισθανθείς. Να νοιώσεις. Άσε την σκέψη σου ελεύθερη καλή μου και μη φοβάσαι. Θα σου τα εξηγήσω όλα» της είπε και την έπιασε από το χέρι οδηγώντας την στο εσωτερικό της αυλής.
Η Τζίνα μαγεύτηκε. Συστάδες καταπράσινων δέντρων έκαναν την εμφάνισή τους. Τα πιο πολλά από αυτά ήταν οπωροφόρα. Μεθυστικές μυρωδιές από γαζία γέμισαν την αναπνοή της.
Γαζία, αχ, το αγαπημένο της δέντρο. Παράξενο.. Άρχισε να νοιώθει ήδη οικεία με το χώρο;Ή όλα αυτά τα έφτιαχνε η προδιατεθειμένη της φαντασία;
Προχώρησαν. Στο βάθος το «αρχοντικό» με ολόκλειστα παράθυρα.
Λουλούδια ήταν σκαρφαλωμένα στα παρτέρια. Άγριες τριανταφυλλιές σε διάφορα χρώματα. Ανάμεσά τους πάνω στο χώμα πανσέδες και πολύχρωμα χωνάκια. Το χώμα ήταν φρεσκοποτισμένο και μύριζε έντονα.
Η Τζίνα είχε κιόλας χίλιες ερωτήσεις. Όμως δεν μίλησε. Κάτι περίεργο άρχισε να παίζει μέσα της.
Έφτασαν στην πόρτα. Ο Δημοσθένης γύρισε και την κοίταξε.
«Έτοιμη;» τη ρώτησε. Του έγνεψε ναι.
Ένοιωσε τα πόδια της να τρέμουν και άρχισε να παίρνει εισπνοές για να δαμάσει την ταραχή της.
Ασπρόμαυρες πλάκες. Σαν σκακιέρα. Μπροστά η ξύλινη σκάλα με την σκαλιστή κουπαστή.
Κοίταξε προς το βάθος ελπίζοντας να μη δει τίποτα γνωστό. Η πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα ήταν μισάνοιχτη. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο Δημοσθένης δεν πήγε μαζί της. Είχε σταθεί στην άκρη του διαδρόμου και την παρακολουθούσε.
Τα μεγάλα ξύλινα παράθυρα. Το τραπέζι με τους πάγκους. Όλα εκεί στη θέση τους. Πήγε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Το φως του ήλιου ήρθε να βεβαιώσει την εικόνα.
Θεέ μου! «Το σπίτι». Αυτό είναι. Όχι. Μάλλον σε όνειρο είμαι πάλι. Κάτι μου κάνει ο Πάνδανος και ονειρεύομαι ξύπνια. Δεν είναι δυνατόν… Θέλω να φύγω. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά. Δεν είναι δυνατόν..
Γύρισε πίσω στο χώρο υποδοχής. Ο Δημοσθένης ήταν ακόμα στην ίδια θέση και την κοίταζε. Μόνο που τώρα τα μάτια του ήταν βουρκωμένα.
«Θέλω να φύγω» του είπε σοβαρά.
«Δεν μπορείς να φύγεις καλή μου. Πρέπει να ανέβεις επάνω. Να αισθανθείς. Να θυμηθείς»..
«Δεν θέλω ούτε να αισθανθώ, ούτε να θυμηθώ. Να φύγω θέλω» είπε η Τζίνα αφήνοντας επιτέλους τα δάκρυά της να τρέξουν. Ήταν κατατρομαγμένη.
«Η μοίρα έχει οδηγήσει εδώ τα βήματά σου. Δεν μπορείς να αγνοήσεις το πεπρωμένο καλή μου. Πάμε επάνω μαζί. Πρέπει να δεις κάτι» είπε και την έπιασε από το χέρι, ενώ το βλέμμα του είχε πάρει την περίεργη λάμψη που τρόμαζε την Τζίνα. Το ένστικτό της  έλεγε να τον ακολουθήσει.
Ανέβηκαν αργά τα σκαλοπάτια και όσο πλησίαζαν στο τέλος της σκάλας η καρδιά της χτυπούσε ολοένα και πιο δυνατά.
΄Ηταν όλα εκεί. Ο διάδρομος, οι πόρτες. Σαν να βρισκόταν στο «Όνειρο». Ένοιωσε ξαφνικά να χαλαρώνει. Μπήκαν στο παιδικό δωμάτιο. Ο Δημοσθένης άνοιξε το παράθυρο.
 Η μυρωδιά της κλεισούρας έκανε την ατμόσφαιρα περισσότερο μυστηριακή. Κάτι απροσδιόριστα γλυκό γέμισε την καρδιά της Τζίνας.
Ο Δημοσθένης εισέπραξε αυτή τη χαλάρωση και άρχισε να διηγείται…
«Πριν πολλά χρόνια σε αυτό εδώ το σπίτι, ζούσε ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Η Ελισσώ και ο Όμηρος. Ζούσαν όμορφα και γαλήνια. Η Ελισσώ λάτρευε τα λουλούδια και τον κήπο. Ο Όμηρος ήταν ψαράς. Τα βράδια καθόντουσαν στην αυλή σκοτεινά κάτω από τα αστέρια. Ο Όμηρος  μελετούσε αστρολογία. Ήταν το πάθος του. Έδειχνε λοιπόν στην Ελισσώ του τους αστερισμούς, και της εξηγούσε όλα όσα ήξερε για αυτούς. Εκείνη άκουγε τις ιστορίες και βάφτιζε τα αστέρια με δικά της ονόματα. Ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι.
Μια μέρα, ανοιξιάτικη πρέπει να ήταν, ο Όμηρος μπήκε στο σπίτι με δυνατές φωνές. Η Ελισσώ άρχισε να κατεβαίνει σαν τρελή τις σκάλες. Δεν πρόλαβε να φτάσει στο τέλος τους. Ο Όμηρος είχε ήδη πεθάνει. Ένα δηλητηριώδες φίδι τον είχε δαγκώσει δίπλα στη καρδιά καθώς προσπαθούσε να ανέβει σε ένα δέντρο για να κόψει καρπούς»
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του Δημοσθένη και μούσκεψαν τα χέρια της Τζίνας που τα κρατούσε στα δικά του.
«Κατάλαβες Ελισσώ μου; Κατάλαβες τώρα γιατί το όνειρό σου σταματούσε στις σκάλες; Γιατί αυτό το δωμάτιο ήταν ανοιχτό;»
«Γιατί;» ψέλλισε με κόπο η Τζίνα;
«Γιατί εδώ μέσα, σε αυτή την κούνια, κοιμόταν ο γιός μας αγάπη μου». Είπε και την αγκάλιασε κλαίγοντας με λυγμούς…
«Μια στιγμή. Περίμενε..» είπε η Τζίνα και τον έσπρωξε δυνατά. «Καλό το παραμύθι Δημοσθένη. Αλλά εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά; Πως τα θυμάσαι κι εγώ δεν θυμάμαι τίποτα; Πας καλά; Με δουλεύεις;»
Πλησίασε κοντά της και της έπιασε ξανά τα χέρια.
«Όχι δεν τα θυμήθηκα μόνος μου. Τα είδα στην αναδρομή. Είναι όλα γραμμένα σε βιντεοταινίες. Μπορείς να τα δεις και τώρα αν θέλεις. Αυτό έγινε πριν από πέντε χρόνια. Δεν είχα ιδέα μέχρι τότε. Το σπίτι έρχεται παλιά, από τους παππούδες μου. Εγώ ήμουν ανυποψίαστος μέχρι την αναδρομή. Σου το είπα και πριν μικρή μου. Η μοίρα οδηγεί τα βήματα μας. Είμαστε έρμαια στα χέρια της. Όταν μου μίλησες για το όνειρο «έπαθα». Αν σου μιλούσα από την αρχή  για όλο αυτό δεν θα με πίστευες. Τώρα όμως με πιστεύεις. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Κανείς δεν πάει κόντρα στο πεπρωμένο».
«Μισό λεπτό Δημοσθένη. Είναι μαλακίες όλα αυτά. Συμπτώσεις είναι. Δεν πιστεύω τίποτα. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Θέλω να φύγω τώρα..» είπε η Τζίνα σοκαρισμένη.
«Είσαι η γυναίκα μου. Η Ελισσώ μου. Δεν μπορείς να φύγεις πια είναι η μοίρα» της είπε και την άρπαξε απότομα φέρνοντας την στην αγκαλιά του.
«Την έχω χεσμένη την μοίρα Πάνδανε. Άσε με να φύγω τώρα γιατί θα δεις την άλλη Ελισσώ» Φώναξε η Τζίνα και τον έσπρωξε ξανά .
Η Τζίνα πάντα όταν έρχεται σε δύσκολη θέση αντιδρά πάντα επιθετικά. Την στιγμή εκείνη παρ’ ότι ήταν τρομοκρατημένη έκανε πάλι την επίθεσή της. Βγήκε από το δωμάτιο και άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας την σκάλα.
Έφτασε στην πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει. Μάταια όμως, ήταν κλειδωμένη.
«Τι σημαίνει αυτό;» Ρώτησε τον Πάνδανο που είχε ήδη κατέβει και αυτός.
«Δώσε μου το κλειδί σε παρακαλώ. Δεν μπορώ τις αηδίες και τα δράματα. Σε παρακαλώ».
«Ελισσώ μου ηρέμησε κοριτσάκι μου» είπε και την πλησίασε.
«Η Τζίνα είμαι άρρωστε. Τζίνα με λένε και σένα Δημοσθένη. Και δεν έχω παιδί, ένα σκυλί έχω τον Αντρέα. Σου κάνει για το σενάριο;» του φώναξε θυμωμένη κολλώντας το πρόσωπο της στο δικό του.
Την κοίταξε σε αλλόφρονη κατάσταση, κι αρπάζοντάς την από τους ώμους την τράνταξε χτυπώντας τη στην πόρτα.
«Είσαι η Ελισσώ μου. Σε βρήκα. Είσαι η γυναίκα μου. Θα ζήσουμε μαζί… » είπε με λύσσα και τα μάτια του αγρίεψαν θυμίζοντας τρικυμίες.

Η Τζίνα τα χρειάστηκε και άρχισε να το μαζεύει Τα πόδια της δεν θα την κρατούσαν για πολύ ακόμα. Είχαν αρχίσει να πονούν από την τρεμούλα και την προσπάθεια να μην το δείξουν.
Τρελός για δέσιμο είναι. Την έχω άσχημα. Τζίνα ηρέμησε.. Είπε στον εαυτό της  και άρχισε να σιγοτραγουδάει για να ηρεμήσει όπως έκανε πάντα όταν ήταν μικρή: «..Ήρθα στη ζωή μου αργά, αργά και να την αρνηθώ. Μέγας έρωτας και τρόμος είναι η νύχτα που μεθώ..»

 «Όμηρε, ηρέμησε μωρό μου. Έλα να το συζητήσουμε», τον παρακάλεσε αλλάζοντας τακτική για να τον  χαλαρώσει.
«Πως; Πώς με είπες αγάπη μου; Το ήξερα πως θα θυμηθείς…» είπε και άρχισε να της φιλά πάλι τα χέρια.
Τα πόδια της πήραν να λυγίζουν. Κατέρρευσε αργά αργά και βρέθηκε στο δάπεδο με την πλάτη στην πόρτα και τον Πάνδανο κολλημένο σαν στρείδι επάνω της.
Ήθελες pericolozamente Τζινάκι ε; Κολύμπα τώρα παρεούλα με τον τρελό. Ψυχραιμία. Θα του περάσει και θα βγούμε από εδώ. Πρέπει να τον ηρεμήσω. Έχω το κινητό. Να πάρω την Βίκυ. Αλλά τι να της πω γαμώτο; Πώς να της εξηγήσω και τι;
 Όσο η Τζίνα σκεφτόταν είχε τα μάτια κλειστά έτσι ο Πάνδανος πίστεψε πως αποκοιμήθηκε.
«Χαλάρωσε κοριτσάκι μου. Σου ήρθαν όλα ξαφνικά. Χαλάρωσε, κοιμήσου καρδούλα μου. Αύριο όλα θα είναι όπως παλιά. Θα αρχίσουμε από εκεί που μείναμε» ψιθύρισε στο αφτί της,
Άντε στο διάολο παλάβρα, ήθελε να του πει. Κρατήθηκε όμως συνειδητοποιώντας ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση, και σώπασε προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα κάνει.
Τον ένοιωσε να χαλαρώνει το σφίξιμο. Δεν κουνήθηκε καθόλου ελπίζοντας να αποκοιμηθεί και να του φύγει. Η απόλυτη σιγή της φύσης άρχισε να την τρομάζει. Προσπάθησε να ακούσει ένα θόρυβο, κάτι, ένα κρώξιμο πουλιού, ένα θρόισμα φύλου. Απόλυτη ησυχία. Το σώμα της εξακολουθούσε να τρέμει. Δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ακούγοντας την βαριά του ανάσα  έκανε μια κίνηση αιφνιδιασμού. Πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο και άρχισε να τρέχει προς την σκάλα. Ανέβηκε τρία τρία τα σκαλοπάτια και βρέθηκε στον πάνω όροφο χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Δεν άκουσε τον Δημοσθένη να την ακολουθεί και αυτό την έβαλε σε υποψία. Μπήκε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκε μπροστά της. Η Πόρτα είχε κλειδί από πίσω. Έκλεισε με δύναμη και με χέρια που έτρεμαν προσπάθησε να κλειδώσει. Αφουγκράστηκε κολλώντας το αφτί της στην πόρτα. Δεν ακουγόταν τίποτα. «Τι είναι πάλι ετούτο το κόλπο γαμώτο;» Είπε δυνατά ανακτώντας κάπως το κουράγιο της. Πήγε μέχρι το τεράστιο παράθυρο. Από μια χαραμάδα στο παντζούρι κοίταξε έξω. Ήταν πολύ ψηλά για να πηδήξει. Ούτε συζήτηση. Άρχισε να περιεργάζεται το δωμάτιο. Ήταν κρεβατοκάμαρα με μονό κρεβάτι σκεπασμένο με ένα πολύχρωμο χράμι. Οι κουρτίνες βαριές με τις αποχρώσεις του καλύμματος. Βαθύ πορτοκαλί με κεραμιδί ρίγες. Έστρεψε το βλέμμα της στους πανύψηλους τοίχους. Οι κρεμασμένοι πίνακες την έκαναν να ανατριχιάσει. Ήταν ζωγραφιές της Αναγέννησης. Η Τζίνα πάντα απεχθανόταν αυτή την εποχή και τους πίνακες της. Της έφερναν κατάθλιψη τα σκοτεινά χρώματα και τα στρουμπουλά σώματα των γυναικών με τα γελαδινά στήθη. Άνοιξε την σκαλιστή ντουλάπα και κοίταξε μέσα. Ήταν εντελώς άδεια.
Η ώρα είχε αρχίσει να περνάει και ο Πάνδανος δεν ακουγόταν. Η Τζίνα άρχισε να εκνευρίζεται. Ιδρώτας έτρεχε σε όλο το κορμί της, και δυνατοί πόνοι τρυπούσαν το στομάχι της. Αποφάσισε να βγει έξω από το θλιβερό δωμάτιο. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα, αφού πρώτα κοίταξε από την κλειδαρότρυπα μήπως ο Δημοσθένης ήταν απ’ έξω. Το πάτωμα έτριξε με τα βήματά της. Κράτησε την ανάσα της και προσπάθησε να ακούσει κάποιο θόρυβο. Τίποτα. Μια γνώριμη μυρωδιά ερχόταν από το κάτω πάτωμα. Ήταν η μυρωδιά του καπνού του Πάνδανου.
Κατέβηκε με αργές κινήσεις τη σκάλα. Τον είδε να κάθεται στη μεγάλη μπερζέρα στο βάθος του καθιστικού. Με την άκρη του ματιού της είδε την εξώπορτα ελαφρά ανοιχτή. Με δυο δρασκελιές θα μπορούσε να φύγει. Όμως τι σήμαινε αυτό; Γιατί όλο αυτό το σκηνικό; Κάτι δεν της άρεσε. Όπως και να είχε όμως αν έβγαινε έξω θα μπορούσε να τρέξει. Θα έφτανε μέχρι το χωριό. Εκεί θα ήταν ασφαλής. Δεν ήθελε να το σκεφτεί άλλο. Δεν είχε πολλές επιλογές. Ήταν σίγουρη ότι ο Δημοσθένης την είχε ακούσει, αν ήθελε θα είχε ήδη φτάσει μέχρι εδώ. Μάλλον του πέρασε η κρίση και με αφήνει να φύγω σκέφτηκε και κινήθηκε με αργά βήματα προς την πόρτα.
 «Ελισσώ;» ακούστηκε η φωνή του Πάνδανου, ήρεμη αυτή τη φορά.
Η Τζίνα στράφηκε προς το μέρος του χωρίς όμως να κάνει ούτε ένα βήμα πίσω. Τον κοίταξε. Τα πόδια της άρχισαν πάλι να τρέμουν.
 «Θα φύγεις λοιπόν; Θα με εγκαταλείψεις Ελισσώ;»
Τι να του πω τώρα του άρρωστου Θεέ μου να μην τον αγριέψω πάλι;
«Όπως θέλεις γλυκιά μου. Δεν μπορώ να σε κρατήσω με το ζόρι. Να ξέρεις μόνο ότι θα σε περιμένω στην επόμενη, και στην επόμενη ζωή. Θα σε ψάξω παντού. Θα σε αναζητώ χίλιες ζωές. Μέχρι να είμαστε και πάλι μαζί» της είπε.
Δεν έβγαλε άχνα. Τον κοίταξε μόνο ανέκφραστη. Φοβόταν μήπως κάνει μια λάθος κίνηση και τον πιάσει πάλι η κρίση του.
«Φύγε λοιπόν αφού το αποφάσισες. Πήγαινε κόντρα στη μοίρα ανόητη. Εγώ δεν θα ζήσω άλλο σε αυτή τη ζωή. Δεν έχει πια νόημα για μένα. Φύγε τώρα. Μέχρι το βράδυ θα έχω φύγει και εγώ. Για πάντα. Μέχρι να σε ξαναβρώ. Φύγε Ελισσώ φύγε, φύγε, φύγε»φώναξε υστερικά και ξέσπασε σε λυγμούς.
Η Τζίνα άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Άρχισε να τρέχει σαν τρελή. Δεν πήρε μαζί της τίποτα. Έτρεχε έτρεχε ώσπου της σώθηκε η ανάσα. Έπεσε πάνω στο χώμα και άρχισε να κλαίει. Όλος ο φόβος ξέσπασε μέσα της φέρνοντας την σε κατάσταση υστερίας. Εκείνη τη στιγμή μια σκέψη την έκανε να ανατριχιάσει. Αν ο Πάνδανος έλεγε αλήθεια ότι θα «φύγει», ότι θα αυτοκτονήσει δηλαδή, εκείνη μπορεί να βρισκόταν μπλεγμένη. Δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν είχε καμία σχέση με το θάνατο του. Την είχε δει μαζί του η γρια στο χωριό. Τους είδε να πηγαίνουν στο χτήμα. Αν πάθαινε κάτι θα έβρισκε άσχημο μπελά. «Τώρα Τζίνα τι κάνουμε;» μονολόγησε. «Πάνδανο ή φυλακή; Λες να την κάνει; Αλλά τρελός είναι γιατί όχι;». Γυρίζει πίσω και αρχίζει να τρέχει προς το κτήμα. Από το μυαλό της περνάνε μαύρες σκέψεις. Έτρεξε για πέντε έξη λεπτά που της φάνηκαν αιώνες. Το στήθος της πονούσε φριχτά. Δεν μπορούσε να ανασάνει άλλο. Στάθηκε για ένα μόνο λεπτό και μετά άρχισε να ξανατρέχει. Μπήκε στον κήπο. Από μακριά είδε την πόρτα ορθάνοιχτη όπως την είχε αφήσει. Μπήκε μέσα πανικόβλητη. Ο Πάνδανος ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Τον πλησίασε διστακτικά μήπως είναι κόλπο και την αρπάξει πάλι. Καμιά κίνηση. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό. Άγγιξε το μέτωπό του. Ήταν ζεστό. Με αλλόφρονες κινήσεις έψαξε να βρει το σακίδιο της. Κάπου γύρω πρέπει να έχει πέσει. Το βρίσκει και βγάζει το κινητό της. Τα χέρια της τρέμουν τόσο που δεν μπορεί να σχηματίσει νούμερο. Καλεί με μεγάλη προσπάθεια την Βίκυ. «Έλα σήκωσε το, σήκωσε το σε παρακαλώ» φωνάζει κλαίγοντας. Δεν απαντάει. Παίρνει το εκατόν εξήντα έξη. Τους μιλάει αλλοπρόσαλλα. Δεν μπορεί να τους εξηγήσει που βρίσκεται. Προφανώς θεωρούν ότι είναι φάρσα και το κλείνουν. Καλεί την Αστυνομία. Μιλάει με έναν αστυνομικό ο οποίος καταλαβαίνει αμέσως ότι υπάρχει πρόβλημα και την βοηθάει να ηρεμήσει και να του εξηγήσει που βρίσκεται. Πρέπει να πέρασαν ώρες από τη στιγμή εκείνη. Η Τζίνα καθισμένη στο πάτωμα χαμένη εντελώς. Ο Πάνδανος ακίνητος. Τώρα πια δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Φοβόταν ότι είχε πεθάνει.
Ο ήχος του ελικοπτέρου τάραξε την σιωπή της φύσης. Η Τζίνα πετάχτηκε έξω. Άρχιζε να κουνάει  τα χέρια της δείχνοντας ότι ήταν εκεί. Το ελικόπτερο τους μετέφερε αμέσως στην Κω. Η Τζίνα οδηγήθηκε στο τμήμα για κατάθεση και ο Πάνδανος σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει όλη αυτή την απίθανη ιστορία στην αστυνομία. Κανένας δεν θα την πίστευε έτσι και αλλιώς. «Είχαμε έρθει εκδρομή» τους είπε. «Φίλοι είμαστε. Τον τελευταίο καιρό έλεγε κάτι αλλοπρόσαλλα πράγματα αλλά δεν έδωσα σημασία. Μάλλον είχε κάποιο πρόβλημα που δεν μου το είχε πει. Έφυγα για το χωριό. Εκείνος είπε ότι θα μείνει. Επειδή όμως δεν τον είδα και πολύ καλά ξαναγύρισα και τον βρήκα έτσι. Δεν ξέρω τι πήρε. Δεν έχω ιδέα».
Ο αστυνομικός την κοίταξε με συμπάθεια. Φάνηκε να την πίστεψε. Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.
«Θα μείνεις εδώ απόψε και το πρωί βλέπουμε» της είπε. «Μην ανησυχείς. Πιστεύω ότι τον προλάβαμε. Ο γιατρός είναι αισιόδοξος. Το πρωί θα έρθει και ο γιός του. Τον έχουμε ειδοποιήσει.»
«Α, ωραία. Μπορώ δηλαδή να φύγω;»
«Εε, θα το δούμε αυτό. Ηρέμησε τώρα και ξεκουράσου. Θα σου φέρω κάτι να φας. Εντάξει;»
  Έγνεψε ναι και τον είδε να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου. Που είσαι ρε Βίκυ; Τι έπαθες γαμώτο και χάθηκες; Και να σκεφτεί κανείς ότι είναι στην Κω. Πώς έμπλεξα έτσι Θεέ μου; Πως θα ξεμπλέξω;
   Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Το μυαλό της έτρεχε σε φυλακές και σιδερένιες μπάλες. Μακριά από τ’ άδικο έλεγε πάντα η γιαγιά της. Μακριά από τ’ άδικο παιδί μου.
 Οι πρωινές ακτίνες του ήλιου φώτισαν το χώρο δηλώνοντας την έναρξη της νέας μέρας. Η Τζίνα κουλουριασμένη σε μια άβολη καρέκλα έβγαλε το κινητό της προσπαθώντας για μια ακόμα φορά να επικοινωνήσει με τη Βίκυ. Είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά για τη φίλη της. Η Βίκυ ήταν πάντα τυπική. Το κινητό της δεν το έκλεινε ποτέ. Μαύρες σκέψεις έκαναν το στομάχι της να σφιχτεί.
Κουβέντες και πνιχτά γέλια ακούστηκαν από το διπλανό γραφείο. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και χτύπησε δυνατά την πόρτα. Ένας αγουροξυπνημένος μπάτσος άνοιξε την πόρτα και της χαμογέλασε με ευγένεια.
«Καλημέρα κυρία Σταυρίδου. Δεν ρωτώ πως περάσατε την νύχτα. Το βλέπω. Είστε χάλια. Να σας προσφέρουμε ένα καφεδάκι;»
«Ω, ναι. Σας ευχαριστώ πολύ. Αυτό είναι δώρο ανεκτίμητο. Σκέτο παρακαλώ, και διπλό».
«Καθίστε, έχω καλά νέα. Πριν λίγο μου τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο. Ο κύριος Πάνδανος είναι εκτός κινδύνου. Δεν μένει παρά να μας δώσει μια τυπική κατάθεση, και  είστε ελεύθερη να πάτε να τον δείτε».
Της ήρθε να τον αγκαλιάσει. Πήρε βαθιά ανάσα και καλημέρισε τον ήλιο που καθρεπτιζόταν στη γαλανή θάλασσα του Αιγαίου.
«Αυτό κι αν είναι νέο. Χίλια ευχαριστώ καλέ μου κύριε. Χίλια ευχαριστώ» είπε και άφησε ελεύθερα τα δάκρυα της να τρέξουν στο πρόσωπό της.
«Ηρεμήστε κυρία. Τέλος καλό, όλα καλά» απάντησε ο κύριος αστυφύλαξ και της πρόσφερε το αχνιστό καφεδάκι που μόλις είχε φέρει ο καφετζής.
Άνοιξε ανακουφισμένη το σακίδιο της και ψαχούλεψε στο βάθος για να βρει κανένα ξεχασμένο πακέτο τσιγάρα. Ξαφνικά χλόμιασε. Το πορτοφόλι της έλειπε. Έφερε το άνοιγμα της τσάντας στο πρόσωπο της, και κοίταξε προσεκτικά μέσα στην βομβαρδισμένη τσάντα. Πουθενά δεν φαινόταν. Την έλουσε κρύος ιδρώτας.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε το όργανο βλέποντας την αμηχανία της.
«Όχι. Η μάλλον ναι, λείπει το πορτοφόλι μου. Κάπου θα μου έπεσε» του είπε.
«Λυπάμαι. Ίσως να σας έπεσε στο σπίτι του κυρίου Πάνδανου. Όπως και να έχει θα σας δανείσει να κινηθείτε υποθέτω. Άλλωστε σας οφείλει τη ζωή του κατά κάποιο τρόπο. Αν πάντως το βρει κάποιος και το φέρει σε εμάς θα σας το στείλουμε. Να μείνετε ήσυχη. Είχε μέσα πολλά χρήματα;».
«Όχι κάτι λίγα. Μην ενοχλείστε. Σας ευχαριστώ» είπε η Τζίνα που δεν είχε καμιά όρεξη να δώσει συνέχεια στο θέμα.
Πέρασαν δύο ώρες περίπου όταν το πολυπόθητο τηλέφωνο που θα έδινε την άδεια στην Τζίνα να φύγει έγινε. Ο Πάνδανος είχε συνέλθει και είπε ότι η ευθύνη ήταν μόνο δική του. Ζήτησε μάλιστα να δει την Τζίνα. Ο αστυνομικός προσφέρθηκε να την μεταφέρει μέχρι το νοσοκομείο. Δέχτηκε μη έχοντας άλλη επιλογή, γιατί φοβήθηκε μήπως και  υποψιαστούν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε και  έμπλεκε πάλι.
Ανακατεύτηκε το στομάχι της φτάνοντας έξω από το νοσοκομείο. Η ιδέα και μόνο ότι θα συναντούσε πάλι τον θεοπάλαβο της προκάλεσε ταραχή. Ο αστυνομικός την άφησε στην πύλη του νοσοκομείου. Η Τζίνα τον ευχαρίστησε για τη «φιλοξενία» και  πέρασε με γρήγορο βήμα το κατώφλι του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου.
«Ούφ! Τι ιστορία και αυτή Θεούλη μου. Φτηνά τη γλίτωσα» είπε μεγαλόφωνα.
«Ουεέ, η τρέλα δεν πάει στα βουνά» είπε γελώντας ο κουλουρτζής όταν την άκουσε να μιλά μόνη της.
«Στα βουνά; Πας καλά κύριε μου; Σε ποια βουνά; Όλη η τρέλα πάνω στο νησί σας είναι!» του απάντησε με  χαμόγελο.
Κάθισε ανακουφισμένη στο παγκάκι και πήρε βαθιές ανάσες περιμένοντας να απομακρυνθεί το περιπολικό. Η σκέψη της πήγε ξανά στη Βίκυ. Επιχείρησε πάλι να της τηλεφωνήσει. Καμία απάντηση. Σηκώθηκε και με βήμα αργό βγήκε από το νοσοκομείο.
«Κυρία Τζίνα;» άκουσε μια λεπτή φωνούλα να την καλεί.
Γύρισε πίσω ξαφνιασμένη. Ήταν ο Ερμής ο γιος του Δημοσθένη που έφτασε πανικόβλητος στην Κω με την πρωινή πτήση.
«Φεύγετε; Τι έγινε; Τι συνέβη με τον μπαμπά;» τη ρώτησε σε ένα στυλ που δεν της άρεσε καθόλου.
«Δεν σου είπε ο ίδιος;» του απάντησε ψυχρά.
«Όχι. Πέστε μου εσείς»
«Άκου αγόρι μου. Έχω περάσει μια απίστευτη περιπέτεια εξ αιτίας του Δημοσθένη. Μη την πληρώσεις εσύ. Και κατέβασε τους τόνους σε παρακαλώ γιατί δεν σε παίρνει. Πίστεψε με».
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μπορείτε να γίνετε σαφέστερη;» επέμενε.
«Όχι δεν μπορώ. Ρώτα το μπαμπά σου. Νομίζω πάντως ότι θέλει ψυχίατρο. Και πες του να μην τολμήσει να με ενοχλήσει άλλο γιατί θα του κάνω μήνυση» απάντησε θυμωμένη και συνέχισε το δρόμο προς το λιμάνι.
Η καλή «κακή» της συνήθεια να πετάει χύμα ψιλά μέσα στην τσάντα της έλυσε προσωρινά το πρόβλημα της πείνας που θέριζε ήδη το στομάχι της. Τα σκόρπια κέρματα συγκέντρωσαν τρία ολόκληρα ευρώ. Ποιος τη χάρη της. Αγόρασε μια ολόκληρη φρατζόλα ζεστό ψωμί και ένα τέταρτο φέτα. Κάθισε πάνω στο ζεστό βότσαλο και απόλαυσε το γεύμα της περιμένοντας  το πρώτο πλοίο, όπου θα τρύπωνε ως λαθρεπιβάτης, και ..ο Θεός βοηθός.
Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να μπει στο Καράβι. Ήταν τόσος κόσμος μαζεμένος στο λιμάνι που μέσα στο συνωστισμό πέρασε απαρατήρητη από τα μάτια του ελεγκτή. Ανέβηκε στο κατάστρωμα και αφού βρήκε ένα άδειο παγκάκι, έβαλε προσκεφάλι το σακίδιο της και κοιμήθηκε ξερή κάτω από τον ζεστό ήλιο που ήταν ακόμα ψηλά.
Είχε νυχτώσει για καλά όταν άνοιξε τα μάτια της. Το φεγγάρι είχε πάρει το δρόμο του φωτίζοντας αχνά το στερέωμα. Η υγρασία της περόνιασε το κορμί. Ένοιωσε κρύα ρίγη να διαπερνούν το κορμί της, κουλουριάστηκε βάζοντας τα παγωμένα χέρια της ανάμεσα στα γόνατα. Ήταν τόσο γλυκιά η βραδιά, τόσο γαλήνια η θάλασσα με τις ασημένιες πινελιές του φεγγαριού να στολίζουν τον υγρό της καμβά, που δεν της έκανε καρδιά να μπει μέσα στο πνιγηρό σαλόνι με τη βρωμοποδία και το ροχαλητό.
«Ότι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατοοο» άρχισε να σιγοτραγουδάει.
«Τρέμε Βίκυ. Την έβαψες μόλις σε δω. Μόνο να είσαι καλά. Μόνο αυτό Θεέ μου».