Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

«Τζίνα πως σου φαίνομαι;» ρωτάει η Βίκυ τη φίλη της μπαίνοντας με ύφος μοιραίας γυναίκας στο δωμάτιό της.
«Ουάου! Φιλενάδα, είσαι μια κούκλα».
Η Βίκυ κοιτάζεται στο καθρέφτη και κάνει μια στροφή για να δείξει το μαύρο μακρύ φόρεμά της, κρατώντας με τα χέρια της τη κόκκινη αραχνοΰφαντη εσάρπα που έπεφτε στους ώμους της.
«Μήπως είναι επίσημο το ντύσιμό μου για μια βραδιά φλαμέγκο;»
«Όχι. Άλλωστε είναι η βραδιά σου απόψε. Πως και πως περίμενες τη μέρα αυτή» λέει  η Τζίνα καθώς έστρωνε στους ώμους της  τη κόκκινη εσάρπα. «Είσαι μέσα στο πνεύμα της βραδιάς. Ο «κατάρες» θα πάθει μπλακ αουτ  με την εμφάνισή σου και.... όχι μόνο αυτός», συμπληρώνει με πονηρό ύφος.
«Αν εννοείς τον Πάρη ξέχνα το»
«Γιατί; Έχεις περίσσευμα από γκόμενους και δεν το ξέρω;».
«Δεν έχω καλό προαίσθημα γι’ αυτόν»
«Τι εννοείς;»
 «Διαισθάνομαι ότι ο Πάρης δεν είναι αυθεντικός».
 «Μαιμουδένιος δηλαδή; Δεν έχω ξανακούσει γκόμενο μαϊμού. Δεν αφήνεις τις μαλακίες; Ο Πάρης σε γουστάρει. Νομίζεις πως είναι τυχαίο που θέλει να είναι στην ομάδα που θα πάει στη Κώ για τη συναυλία του Τάρες; Όχι βέβαια. Δεν τον πήρε ξαφνικά ο πόνος να δουλέψει, ο μαμόθρεφτος μπούλης.  Να σε ξεμοναχιάσει θέλει».
«Το ξεμονάχιασμα φοβάμαι. Και ξέρεις κάτι; Το γεγονός ότι είναι φίλος του Παύλου με βάζει σε αρνητική διαδικασία απέναντί του».
«Έχεις δίκιο σ’ αυτό. Όμως δεν θα σε φάει αν δεν το θέλεις. Μην είσαι αρνητική λοιπόν, απλώς προσεχτική»
«Ας τα’ αφήσουμε τώρα αυτά. Σε παρακαλώ φρόντισε να είσαι εγγλέζα στο ραντεβού μας  απόψε, και όχι μόνο αυτό, κατάλαβες πειραχτήρι;»
Η Τζίνα χαμογελάει «Για σένα το κάνω και έρχομαι βρε χαζό. Θα δεις πως είμαι σοβαρή όταν θέλω. Άλλωστε είπαμε είναι η βραδιά σου απόψε».
Η Βίκυ τη κοιτάει χωρίς να πολυπιστεύει πως δεν θα ξυπνήσει μέσα της ο διαβολάκος. Θυμήθηκε τη βραδιά που είχαν πάει να δούνε όπερα στο Ηρώδειο. Και ποια όπερα; “Τη δύναμη του πεπρωμένου”. Ένα από τα πιο αγαπητά λυρικά έργα  του Βέρντι. Η Τζίνα από τα πρώτα κιόλας λεπτά  έδειξε να βαριέται. Η Βίκυ από τη μεριά της προσπαθούσε να τη βάλει στο πνεύμα της ιστορίας, λέγοντας της ψιθυριστά πως ο Βέρντι ονόμασε αυτό το έργο του «όπερα ιδεών» θέλοντας να σκιαγραφήσει  όλες τις κοινωνικές ομάδες της εποχής. Μετά άρχισε να της μιλά  για τα ασίγαστα πάθη των ηρώων και τον μελωδικό πλούτο της μουσικής μήπως και της ξυπνήσει το ενδιαφέρον αλλά μάταιος κόπος. Η Τζίνα συνέχιζε να το διακωμωδεί βάζοντας τελικά και τη Βίκυ  στο χορό του καλαμπουριού. Πάει και η όπερα πάει και ο Βέρντι. Σίγουρα τα κοκαλάκια του μεγάλου μουσουργού θα έτριζαν από τις ατάκες που πήγαιναν και έρχονταν. Η μία έκοβε και η άλλη  έραβε.  Στο τέλος  μη μπορώντας άλλο να πνίξουν τα γέλια τους έφυγαν και πήγαν να τα πιουν σε κάποιο μπαρ.
«Λοιπόν Τζινάκι, ξεκουράσου, και στις 9 ραντεβού στο περιοδικό εντάξει;»
Η Τζίνα έγνεψε καταφατικά και βαριεστημένα, ενώ η Βίκυ ρίχνοντας  στα γρήγορα μια τελευταία ματιά στο καθρέφτη πήρε τη τσάντα της και έφυγε κατ’ ευθείαν για το περιοδικό.

Οι δύο φίλες μόλις μπήκαν στο ζεστό και μικρό χώρο της μουσικής σκηνής οδηγήθηκαν στο τραπέζι όπου ήδη ήταν μαζεμένη η «αφρόκρεμα» του Ντο ρε μι.
Η Βίκυ έκανε τις συστάσεις και κάθισε δίπλα στη θέση που της είχε κρατήσει ο Πάρης.
«Μμμ! γλύκα ο Παρούλης τελικά. Αν δεν το θέλεις τον παίρνω εγώ» της λέει  η Τζίνα ψιθυριστά.
«Πάρτον, αλλά σκάσε μη σε ακούσουν» της είπε μέσα από τα δόντια της και ξαναμπήκε αναγκαστικά στη συζήτηση που ήδη είχε αρχίσει γύρω από το περιοδικό.
Εν τω μεταξύ ο πατήρ Πάνδανος, φανερά γοητευμένος με την παρουσία της Τζίνας, κουβέντιαζε μαζί της κοιτάζοντάς την με το παράξενο και  έντονο βλέμμα του.
 Κάποια στιγμή ο Πάρης διακόπτει τη συζήτηση και ανακοινώνει  πως ο φλαμεγκίστας έκφρασε την επιθυμία να γνωρίσει τη Βίκυ.
«Ξέχνα το Πάρη, δεν είμαι εγώ για τέτοια» αντιδρά αμέσως η Βίκυ
«Άφησε τις ντροπές και έλα σε παρακαλώ μόνο για λίγα λεπτά».
Η Τζίνα μόλις βλέπει να πιάνουν τη Βίκυ οι ντροπές  τη σκουντάει με τον αγκώνα της.
 «Πήγαινε βρε βλαμμένο. Μια ζωή στην αφάνεια θα είσαι;» την παροτρύνει ψιθυριστά
«Έλα, ρε Τζίνα, αφού δεν γουστάρω τέτοια, το ξέρεις».
«Εντελώς χαζό είσαι» της λέει  και τη σηκώνει με το ζόρι.
Ο φλαμεγκίστας αμέσως τους καλοδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο αφήνοντας τη κουβέντα που είχε με το υπόλοιπο συγκρότημα
«Σας την έφερα» λέει ο Πάρης συστήνοντας την.
Ο Μανόλο με μια πηγαία ευγένεια πήρε το χέρι της και το κράτησε με θέρμη στο δικό του.
«Χαίρομαι από καρδιάς που σας γνωρίζω και θα ήθελα να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ  για το αφιέρωμα που μου γράψατε.  Δεν είμαι παρά ένας ταπεινός μουσικός που παίζει με τη ψυχή του» της είπε σε σπασμένα ελληνικά.
«Κύριε Τάρες, παρακολουθώ χρόνια το γεμάτο πάθος μουσικό σας ταξίδι,   και ομολογώ πως μου  ήταν πολύ δύσκολο να το καταγράψω και  να το καταθέσω μέσα σε λίγες λέξεις”  του λέει η Βίκυ και κοκκινίζει.
 «Ξέρεις Μανόλο, η Βίκυ θα είναι μαζί μας στη συναυλία της Κώ» ανακοινώνει  ο Πάρης και την πιάνει από τον ώμο για να νοιώσει πιο άνετα.
«Θαυμάσια! Θα είναι μεγάλη μας χαρά»
 «Σας ευχαριστώ πολύ» του είπε ενώ μέσα της παρακαλούσε  να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα η όλη φάση.
Λες και ήταν ώρα ανοικτή, γιατί σαν από μηχανής θεός  μπήκε ο υπεύθυνος της μουσικής σκηνής για να ειδοποιήσει τον Μανόλο πως σε  λίγα λεπτά αρχίζουν. Χωρίς χάσιμο χρόνου η Βίκυ και ο Πάρης αποχωρούν αφήνοντας τον φλαμεγκίστα με το συγκρότημά του να προετοιμαστεί.

Ούφ! Πάει και αυτό, είπε από μέσα της και γύρισε να δει τη Τζίνα που εξακολουθούσε να μιλάει  με τον Πάνδανο.
Καλώς τη  νέα τη συγκίνηση σκέφτηκε  και χαμογέλασε πονηρά.
Σκύβει στο αυτί  της φίλης της και παραποιώντας τον στίχο από ένα παλιό τραγούδι του Μικρούτσικου της σιγοτραγουδά. «Αυτός για σένα θα πάθει έρωτα, και συ για κείνον θα κινδυνέψεις.... »
Η Τζίνα χαμογελάει και  πριν  προλάβει ν’ ανταποδώσει το πείραγμα της,  τα φώτα χαμηλώνουν  και στην αίθουσα με μιας πέφτει  βαθιά σιωπή.
Η Βίκυ κλείνει τα μάτια από τις πρώτες νότες. Με συνοδοιπόρο τους μαγικούς ήχους του φλαμέγκο αφήνει τη ψυχή της να περιπλανηθεί στη κλασική γη του έρωτα τη Σεβίλλη. Στις ανδαλουσιάνικες αυλές, τις ζωντανεμένες από την ομορφιά και την αφθονία των λουλουδιών  και  τους σκεπασμένους τοίχους με τα πολύχρωμα αζουλέχος. Στα γαληνεμένα νερά του Γκουαλδακιβίρ και τις γειτονιές  του Λόρκα.
Μια μουσική γεμάτη εικόνες, συναισθήματα και πάθη που σε παραλύουν μαγικά και σε καθηλώνουν.
Ο Μανόλο ένας ταπεινός ταξιδευτής ταγμένος να κουβαλά στο δισάκι του  τη ψυχή μιας φυλής δίχως πατρίδα, παίζοντας τους καημούς και τις χαρές της  άλλες φορές  σαν ένας χείμαρρος φωτιάς, κι άλλες σαν μια λάβα ηφαιστείου που κυλάει πάνω σε βουνοπλαγιά.
Τέλειωσε  το πρώτο μέρος του προγράμματος. Η Βίκυ μοιάζοντας να ξυπνά από όνειρο, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης που δεν είχε γίνει κανένα  παρατράγουδο. Αλλά που να ήξερε, πως το δεύτερο κάθε άλλο παρά μαγικό θα ήταν.
     Ας όψεται η φάτσα της Φατσέα! Τέτοια παρωδία δεν είχε ταίρι.
Ευτυχώς  που μεσολάβησε ο Πάρης για να μη πετάξει ο φλαμεγκίστας στον αέρα όλη τη συνεργασία. Δύο ώρες ήταν μαζί του προσπαθώντας να τον καλμάρει. Όσο για τη Βίκυ, την είχε φάει η αγωνία. Περίμενε έξω σε με γωνιά μόνη της (γιατί η Τζίνα είχε φύγει νωρίτερα), καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Όταν άνοιξε επιτέλους η πόρτα και  αντίκρισε να βγαίνουν πατέρας και γιος παρέα με τον Μανόλο ανακουφίστηκε. Ο Πάρης μόλις την είδε έτρεξε αμέσως  κοντά της.
«Βίκυ τέλος καλό. Όλα καλά».
«Δόξα τω θεώ! Θα φύγω ήσυχη τώρα» του είπε.
 «Σε παρακαλώ μείνε. Δεν αργώ  σε δύο λεπτά έρχομαι» της απαντά.
Αντάλλαξε μαζί τους  μερικές κουβέντες στα πεταχτά, και αφού  καληνύχτισε τον φλαμεγκίστα και τον πατέρα του, επέστρεψε κοντά της.
 «Τι βραδιά και αυτή!», είπε ο Πάρης και άναψε τσιγάρο.
«Σκέτη ιλαροτραγωδία. Αλλά ευτυχώς που λύθηκε κάθε παρεξήγηση. Που πάνε τώρα ο πατέρας σου και ο Μανόλο;»
«Να  δειπνήσουν κάπου, και μετά θα τον συνοδεύσει μέχρι  το ξενοδοχείο του. Λοιπόν τι λες πάμε και εμείς μια βόλτα;» της πρότεινε ευγενικά.
Το κεφάλι της πονούσε πολύ και το μόνο που επιθυμούσε απεγνωσμένα ήταν το κρεβάτι της.
«Θα προτιμούσα να επιστρέψω σπίτι μου» του είπε κι έφυγε.


Η Βίκυ κρατώντας τη μικρή της βαλίτσα   μπήκε με τη ψυχή στα πόδια  στο πλοίο. «Ευτυχώς που το πρόλαβα στο τσακ» σκέφτηκε καθώς ανέβαινε δύο δύο τα σκαλοπάτια μέχρι τη ρεσεψιόν. Αναψοκοκκινισμένη στάθηκε  στο γκισέ και έδειξε το εισιτήριό της στον υπεύθυνο για να της δώσει νούμερο καμπίνας.
«Κυρία μου πάρτε μια ανάσα» της είπε ο υπεύθυνος ευγενικά όταν την είδε σ’ αυτή τη κατάσταση
«Αυτό παθαίνω όταν αγχώνομαι»  του αποκρίθηκε και συνέχισε να κάνει αέρα με το χέρι της.
Ο υπεύθυνος χαμογέλασε. Τσεκάρισε το εισιτήριο της και της έδωσε το κλειδί της καμπίνας.
Μπαίνοντας μέσα  στη μικροσκοπική καμπίνα της πέταξε με μιας τα παπούτσια και κάθισε στο κρεβάτι. Το μόνο που ήθελε ήταν να γείρει και να κοιμηθεί μέχρι το πρωί που θα έφταναν στη Κω. Η αλήθεια είναι πως ένοιωθε πολύ κουρασμένη.
 Όλες αυτές τις μέρες είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Από τη μια να γράφει πυρετωδώς αφιερώματα και κριτικές,  και από την άλλη να βοηθάει τον Πάρη στις προετοιμασίες για τη συναυλία του φλαμεγκίστα στη Κω. Και σαν να μην έφταναν αυτά να έχει και τη Φατσέα, που ήδη είχε πάει στο νησί μαζί με όλο το συγκρότημα του Μανόλο, να δημιουργεί προβλήματα σε οτιδήποτε  έκτακτο προέκυπτε.
Με όλα αυτά η Βίκυ έφτανε στο σπίτι ένα σκέτο ράκος. Έκανε  ντούς κι  έπεφτε κατ’ ευθείαν για ύπνο. Ακόμα και με τη Τζίνα δεν είχε κουράγιο  να πει κουβέντα. Μόνο κάποιο βράδυ που επέστρεψε νωρίς  κουβέντιασε  λίγο μαζί της προτείνοντάς της να έρθει το σαββατοκύριακο στο νησί. Εκείνη όμως αρνήθηκε προβάλλοντας λόγους βαριεστιμάρας.
«Καλώς την και ας άργησε», της φώναξε  ο Πάρης χαριτολογώντας καθώς την είδε να ξεπροβάλει από τη πόρτα του μεγάλου σαλονιού του πλοίου κοιτάζοντας το ρολόι του.
«Συγνώμη Πάρη  που άργησα στο ραντεβού μας. Παραλίγο  να χάσω και το πλοίο. Πέρασα μεγάλη αγωνία.  Λίγα λεπτά αν  καθυστερούσα  σίγουρα θα μου κουνούσατε το μαντήλι»  είπε και κάθισε.
«Φαίνεται πως δεν ήθελες να αφήσεις κάτι καλό γι  αυτό και καθυστέρησες», άφησε υπονοούμενο ο Παύλος.
 Όλο αυτό το ύφος του Παύλου είχε αρχίσει να την ενοχλεί πολύ.
Αν συνεχίσει να το παίζει έτσι και αυτές τις μέρες που κατ’ αναγκη θα τον τρώω στη μάπα, θα τον στείλω να κάνει  παρέα με τα ψάρια σκέφτηκε η Βίκυ.
«Για πες μας Βίκυ τελικά τι καλό άφησες;»τη ρώτησε ο και Πάρης με πονηρό ύφος
 «Τίποτα σπουδαίο.  Αν δεν με θέλεις κάτι, λέω να βγω λίγο έξω να αναπνεύσω  θαλασσινή αύρα πριν πάω για ύπνο» είπε αγνοώντας και τους δύο.
Βγήκε έξω και περπάτησε για  λίγο στο κατάστρωμα.
Η νύχτα είχε πέσει και τα φώτα από τον Πειραιά ίσα που φαίνονταν. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι να απολαύσει  την ηρεμία της νύχτας. Καιρό είχε να νοιώσει όμορφα και χαλαρά. Φευγαλέα από μπροστά της πέρασε η μορφή του Λίνου του ψαρά και ένοιωσε κάπως παράξενα. (Άραγε τι να κάνει;) αναρωτήθηκε και άναψε τσιγάρο.
Για τον Λίνο το μόνο που ήξερε ήταν πως ζούσε από το ψάρεμα. Όλες κείνες τις μέρες που αντάμωναν  σε κείνη την παραλία ποτέ δεν της είχε μιλήσει για τη ζωή του. Μα μήτε και κείνος είχε ζητήσει να μάθει κάτι για κείνην. Τελικά είναι ωραίο, και γοητευτικό συνάμα, όταν δύο άνθρωποι μπορούν να πουν πολλά, να αφουγκραστούν ο ένας τον άλλον χωρίς να χρειαστεί να δώσουν διαπιστευτήρια.
 «Δίνω όλα μου τα λεφτά  για να μάθω τη σκέψη σου» άκουσε τη φωνή του Πάρη  πάνω από το κεφάλι της.
Η Βίκυ τινάχτηκε.
«Απλά χαλαρώνω. Εσύ πως και δεν πήγες για ύπνο;»
«Δεν νυστάζω. Λέω να σου κάνω λίγη παρέα» της είπε και κάθισε δίπλα της. Για λίγα λεπτά έμειναν σιωπηλοί να παρατηρούν μια τρελοπαρέα φοιτητών που διασκέδαζαν γρατζουνόντας μια ξεκούρδιστη κιθάρα.
«Μου θύμισαν τα φοιτητικά μου χρόνια τότε που όλα σχεδόν ήταν ξέγνοιαστα» είπε ο Πάρης  και αναστέναξε.
Η Βίκυ χαμογέλασε φέρνοντας στο μυαλό της την εποχή των ισχνών αγελάδων  που με κάποια συντρόφια από το κόμμα είχαν αποφασίσει να κάνουν διακοπές.
«Έχεις ξαναπάει στη Κω;» τον ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα, για να μη πέσουν σε  κλίμα νοσταλγίας.
«Όχι είναι η πρώτη φορά εσύ;»
«Ναι, πριν είκοσι χρόνια. Ελπίζω να μην έχει αλλάξει τόσο πολύ ώστε να με απογοητεύσει»
«Ωραία τότε θα με ξεναγήσεις»
«Αν βρούμε χρόνο πολύ ευχαρίστως», δέχτηκε πρόθυμα η Βίκυ,«γιατί κάθε βήμα στο νησί, είναι μια πορεία μέσα στο χθες και το σήμερα, μέσα στο χρόνο και την ιστορία». 
«Μμ! Δεν έχω ιδέα για την ιστορία του νησιού. Τι λες αύριο μετά τη πρόβα του Μανόλο να κάνουμε μιαν αρχή;»
«Ναι και μάλιστα προτείνω να είναι στη παρέα μας  και ο Τάρες»
«Πολύ καλή ιδέα»

Η Βίκυ από τη πρώτη στιγμή που το καράβι άραξε στο λιμάνι της Κω έμεινε άφωνη από τις αλλαγές του νησιού.
Καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του Πάρη παρ’ όλη τη νύστα της παρατηρούσε τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα (σκέτα εκτρώματα) που δέσποζαν στη παραλιακή λεωφόρο.
Αχ! πάει η Κως που ήξερα. Τη θυσίασαν  στο βωμό του κέρδους, σκέφτηκε και έγειρε το κεφάλι πίσω.
«Σαν πρώτη εντύπωση μου αρέσει πολύ το νησί» δήλωσε ο Παύλος. «Τι λες και συ  Πάρη;»
«Πολύ ανεπτυγμένο τουριστικά» συμπλήρωσε ο Πάρης ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στη Βίκυ από το καθρέφτη του αυτοκινήτου..
Η Βίκυ δεν θέλησε να παρέμβει καθόλου στα σχόλια τους. Προτίμησε να κλείσει για λίγο τα μάτια της μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο που  βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα έξω από τη  πόλη. Άλλωστε μια δύσκολη γεμάτη άγχος μέρα τη περίμενε.
Οι πρόβες για τη συναυλία κράτησαν μέχρι αργά το μεσημέρι.
Τα μέλη του συγκροτήματος εξαντλημένα από τη κούραση και τη ζέστη δεν είχαν διάθεση για περιήγηση. Μπήκαν στο πουλμανάκι και πήγαν κατ’ ευθείαν στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούν. Μόνο ο Μανόλο έμεινε για να ακολουθήσει τη Βίκυ και τον Πάρη  στη βόλτα.
Μέσα στο ντάλα μεσημέρι, ξεκίνησαν πρώτα από τη γεμάτη ζωντάνια πλατεία της Ελευθερίας που βρίσκεται κοντά στο λιμάνι. Περπάτησαν  στα  δρομάκια της  με τα καταστήματα που ο κάθε ταξιδευτής μπορεί να  περάσει ευχάριστες ώρες χαζεύοντας  ακόμη και αν δεν χρειαστεί να αγοράσει κάτι. Κατόπιν επισκέφτηκαν τα αρχαία μνημεία στη δυτική πλευρά της πόλης που έχουν διασωθεί σε πολύ καλή κατάσταση. Το ελληνιστικό γυμνάσιο με το ονομαστό ξυστό δρόμο του, μια περίστυλη αίθουσα κορινθιακού ρυθμού όπου λειτουργούσε στα ρωμαϊκά χρόνια η βεσπασιανή των Θερμών και βέβαια το ιδιαίτερα αξιόλογο μωσαϊκό της αρπαγής της Ευρώπης.
Μετά από αρκετή ώρα ποδαρόδρομου, κατέληξαν μπροστά από τη κύρια είσοδο του κάστρου των ιπποτών, ίσως το εντυπωσιακότερο κτίσμα του νησιού. Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι το τεράστιο δέντρο, ο περίφημος πλάτανος του Ιπποκράτη .
«Είναι αλήθεια;» ρώτησε  ο Μανόλο τη Βίκυ.
«Ο Πλάτανος του Ιπποκράτη έχει συνδεθεί με πολλούς θρύλους και μύθους του λαού. Μάλιστα είναι πολύ πιθανό εδώ να έγινε και η ομιλία του Απόστολου Παύλου προς τους κατοίκους της Κω για τη χριστιανική θρησκεία».
«Μμ! Το νησί έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον», συμπλήρωσε ο Πάρης.
«Και δεν τα έχουμε δει όλα» σχολίασε η Βίκυ όταν κάθισαν σε μια καφετέρια εκεί κοντά να ξαποστάσουν.
«Ευτυχώς που θα μείνουμε άλλες δύο μέρες, και το πιο ενδιαφέρον φυσικά είναι πως θα έχουμε ξεναγό εσένα» είπε ο Πάρης  χαιδεύοντας το κεφάλι του.
«Σας είπα ό,τι θυμόμουν. Αύριο αν είμαστε ξεκούραστοι μπορούμε να πάμε στο Ασκληπιείο», πρότεινε η Βίκυ και ήπιε μια γουλιά από το καφέ της που λίγα λεπτά πριν είχε παραγγείλει.
Ο Μανόλο ενθουσιάστηκε και την ευχαρίστησε για τη προθυμία της να τον  ξεναγήσει, ενώ ο Πάρης την κοίταζε γδύνοντας την περίεργα με το βλέμμα του.
Η Βίκυ ενοχλήθηκε αμέσως χωρίς να το κρύψει Ποτέ δεν της άρεσαν οι άνδρες που ξεγυμνώνουν με το βλέμμα τους μια γυναίκα, όταν μάλιστα εκείνη δεν έχει αφήσει καμία χαραμάδα για οποιοδήποτε σεξουαλικό υπονοούμενο.  
Προφασίστηκε πονοκέφαλο και χωρίς χάσιμο χρόνου έφυγε για το ξενοδοχείο. Η πρώτη της κίνηση μπαίνοντας στο δωμάτιο ήταν να τηλεφωνήσει στη φίλη της. Η Τζίνα όμως δεν απαντούσε.
Που να είναι η γυριστρούλα; αναρωτήθηκε αφήνοντας το ακουστικό στη θέση του. Χωρίς να νοιώσει κάποια ιδιαίτερη ανησυχία, πέταξε τα ρούχα της από πάνω της και κατευθύνθηκε στο μπάνιο.
    Πάλι με τον ψυχεδέλικ της θα είναι. Αχ! Τζινάκι διακρινόμαστε για τη σταθερότητά μας  μονολόγησε και άφησε το νερό να κυλήσει στο κορμί της λυτρωτικά.
Το βράδυ δεν θέλησε να δειπνήσει με τον Πάρη και τους υπόλοιπους. Ένοιωθε πολύ κουρασμένη και προτίμησε να μείνει στο δωμάτιό της παραγγέλνοντας κάτι πρόχειρο να φάει. Προσπάθησε ξανά να επικοινωνήσει με τη φίλη της αλλά δεν τα κατάφερε. Η ανησυχία για κείνη είχε αρχίσει ήδη να φωλιάζει μέσα της.
«Χρειάζομαι επειγόντως κάτι να πιω» είπε και άνοιξε από το μίνι μπαρ ένα μπουκάλι άσπρο παγωμένο κρασί. Από το πρώτο ποτήρι κιόλας τα βλέφαρά της βάρυναν. Με κινήσεις αργές, σηκώθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο ύπνος την πήρε αμέσως μέχρι το άλλο πρωί.
Κατεβαίνοντας στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου για το πρωινό βρήκε τον Πάρη να την περιμένει.
«Καλημέρα» της είπε ευδιάθετος. «Θα μου κάνεις παρέα;»
Η Βίκυ κάθισε χωρίς να μιλήσει. Η διάθεσή της δεν ήταν και τόσο καλή απέναντι του. Ίσως γιατί τελευταία εισέπραττε ότι η συμπεριφορά του ήταν «κάπως». 
«Κακόκεφη σε βλέπω Βίκυ. Ξενυχτήσαμε χτες βράδυ;»
«Ναι, ήμουν με τον Μορφέα και τα πίναμε»του απάντησε ειρωνικά.
«Καλός;»
«Ποιος;»
«Ο Μορφέας» απαντάει φυσιολογικά ο Πάρης.
«Πλάκα μου κάνεις; Άστο καλύτερα»απάντησε η Βίκυ μη θέλοντας να τον προσβάλλει, και χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε τον Μίλτο τον πρώην άντρα της Τζίνας που δεν ήξερε τον Κοντορεβιθούλη.
«Είπα κάτι αστείο και γελάς;» τη ρώτησε θιγμένος.
«Είπες;» απάντησε διπλωματικά η Βίκυ και δάγκωσε με βουλιμία ένα ζεστό γευστικό κρουασάν.


    Η συναυλία είχε μεγάλη επιτυχία. Το κοινό ενθουσιασμένο δεν σταματούσε να αποθεώνει τον Μανόλο Τάρες και το συγκρότημά του.
«Θρίαμβος! Θρίαμβος! φώναζε η Φατσέα, που ντυμένη στα λαχανί έμοιαζε σαν κάμπια με καπέλο.
Η Βίκυ που στεκόταν μόνη σε μια γωνιά, συγκρατήθηκε να μη βάλει τα γέλια βλέποντας την ενδυματολογική επιλογή της Κικίτσας.
Τελικά, πολλές γυναίκες κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να είναι η προσωποποίηση του κιτς  σκέφτηκε και κατευθύνθηκε στο μικρό καμαρίνι, που είχε κατακλυστεί από κόσμο, για να συγχαρεί τον Μανόλο.
Εκεί ήταν μαζεμένοι όλοι. Η Φατσέα μέσα στη τρελή χαρά σκορπούσε άφθονα χαμόγελα στον Δήμαρχο και τους τοπικούς δημοσιογράφους. Για να δείξει μάλιστα τις ικανότητές της γενικότερα, μοίραζε  ντιρεκτίβες σε όλους, εξηγώντας παράλληλα τον τρόπο που θα έφταναν ως το κέντρο που θα δεξιωνόταν το περιοδικό τους καλεσμένους.
Στο εξοχικό κέντρο που βρισκόταν σε ένα ορεινό ειδυλλιακό χωριό, συγκεντρώθηκαν λίγο πριν  τα μεσάνυχτα. Η Βίκυ θέλοντας να αποφύγει πιθανή πρόσκληση του Πάρη,  προτίμησε να μπει μαζί με το συγκρότημα στο πουλμανάκι για να φτάσει μέχρι το χωριό.
Ο θεός Διόνυσος δεν άργησε να φέρει την ευθυμία και το κέφι σ’ όλη την ομήγυρη. Από τη μια το κρασί και το καλό φαγητό, κι από την άλλη οι οργανοπαίκτες που είχαν έρθει  να παίξουν για τον συμπατριώτη Μανόλο, ξεσήκωσαν τους πάντες σε ένα ξέφρενο γλέντι πλην της Βίκυς που έπινε ήσυχη το κρασί της απόμερα.
Εκείνη όμως που έδωσε ρέστα, ήταν η Φατσέα. Κώλο δεν έβαλε κάτω. Μέχρι και μαθήματα μπάλλου έκανε στους χορευτές του συγκροτήματος. Κάποια στιγμή, εκεί που έστριβε και κουνούσε την άσπρη πετσέτα με τα ακροδάχτυλά της, σφηνώνεται το τακούνι της ανάμεσα σε ένα κενό που έκαναν οι πλάκες, και… πάρτην κάτω.  Ευτυχώς δεν χτύπησε, γιατί θα σχόλαγε το πανηγύρι.
«Απ’ ό,τι βλέπω δεν διασκεδάζεις Βίκυ» είπε ο Πάρης  που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν της είχε απευθύνει τον λόγο.
«Ευχαριστιέμαι που βλέπω εσάς να διασκεδάζετε και μου φτάνει» του λέει χαμογελώντας συγκρατημένα.
«Θέλεις να πάμε να χορέψουμε;»
«Όχι σε ευχαριστώ. Πήγαινε εσύ»
Εκείνος δεν υπάκουσε. Κάθισε δίπλα της και άρχισε να παίζει με το πακέτο τα τσιγάρα του νευρικά.
Δεν περνάνε λίγα λεπτά και γυρνάει πάλι προς το μέρος της.
«Θέλεις να επιστρέψουμε μαζί στο ξενοδοχείο;»
«Όχι, θα επιστρέψω με τον τρόπο που ήρθα» του απάντησε ψυχρά.
«Σε παρακαλώ. Θέλω να σου μιλήσω. Κάνε μου αυτή τη χάρη»της ζήτησε.
Η Βίκυ σκέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία να ξεκαθαρίσει μια και καλή μαζί του τα πράγματα. Γι’ αυτό αποφάσισε να δεχτεί.
Η ώρα θα  ήταν τρεις περίπου όταν η Βίκυ και ο Πάρης έφυγαν από το κέντρο αφήνοντας τους άλλους πίσω να συνεχίσουν το γλέντι τους.
«Γιατί επέμενες να φύγουμε πρώτοι; Δεν ήταν σωστό  που τους αφήσαμε» λέει  η Βίκυ 
Ο Πάρης δεν  σχολίασε τη κουβέντα της.
«Είπες πως θέλεις να μου μιλήσεις. Λέγε λοιπόν» του λέει  αυστηρά.
Το ύφος της τον έκανε να νοιώσει  άβολα, και για λίγα λεπτά σιώπησε. Ύστερα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεκίνησε την κουβέντα με επιθετικό ύφος.
 «Ξέρεις κάτι; Πολύ την αθώα μας παριστάνεις τελικά» της λέει νευριασμένα, και φρενάροντας απότομα σβήνει τη μηχανή του αυτοκινήτου.
«Πάρη τι έπαθες;» τον ρωτά έκπληκτη, και με την ανησυχία να χτυπάει την πόρτα της.
«Αναρωτιέμαι αν είσαι χαζή ή παριστάνεις τη χαζή» της απαντά  και  αρχίζει να τη ξεγυμνώνει και πάλι με τα μάτια του. Η Βίκυ κοκκινίζει και δαγκώνει τα χείλη της. Μαζεύεται περισσότερο στον εαυτόν της και με το  βλέμμα της τον παρακαλεί να μη συνεχίσει αυτή τη σιωπηλή διαδρομή  που ξεκίνησε στο κορμί της.
Εκείνος όμως δεν σταματά. Τα μάτια του περνάνε από το πρόσωπο της, κι ύστερα σιγά σιγά  χαμηλώνουν. Γέρνει ελαφρά προς τη μεριά της και με αργές κινήσεις σηκώνει το φόρεμά της αρχίζοντας να τη χαϊδεύει ανάμεσα στα πόδια.
Ακαριαία του τραβά το χέρι και με φωνή γεμάτο παράπονο τον ρωτά.
«Γιατί το έκανες  αυτό;».
Εκείνος ξεσπά σε σαρκαστικό γέλιο.
«Μη γελάς σε παρακαλώ» του λέει ευγενικά για να μην οξύνει άλλο τα πράγματα.
«Είναι να μη γελάω σαν παρθένα κάνεις» της λέει  χλευαστικά. «Δεν νομίζω πως έκανες το ίδιο όταν σε πήδαγε ο Παύλος» και ορμάει λυσσασμένα  πάνω της.
Η Βίκυ συνειδητοποιώντας το χυδαίο παιχνίδι που θα βίωνε, αρχίζει να αντιστέκεται απεγνωσμένα.
«Έτσι με ερεθίζεις πιο πολύ» έλεγε με φωνή που δήλωνε πόσο ολοκληρωτικά βυθισμένος ήταν μέσα στην «ερωτική» του έξαρση και παραζάλη.
Με βίαιες κινήσεις της σκίζει το φόρεμα και  ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Ακουμπά το ξεγυμνωμένο σκληρό μόριό του στη κοιλιά της και το κατεβάζει  στο αιδοίο της. Τη στιγμή  που είναι έτοιμος πια να τη κατακτήσει βιαστικά και να χυθεί μέσα της, η  Βίκυ βγάζει μια κραυγή. Απελευθερώνει τα χέρια της από τα δικά του, και βάζοντας όλη της τη δύναμη τον γρατζουνάει με τα νύχια της στο πρόσωπο μήπως έτσι μπορέσει και τον ακινητοποιήσει.
Ο Πάρης αμέσως αποτραβιέται. Νοιώθει ένα δυνατό πόνο και ενστικτωδώς αγγίζει  το πρόσωπο του.
 «Πουτάνα, τι μου έκανες;» άρχισε να βρίζει μόλις είδε αίματα στα χέρια του.
Η Βίκυ χωρίς να χάσει χρόνο του δίνει  μια δυνατή σπρωξιά και ανοίγοντας τη πόρτα πηδάει έξω από το αυτοκίνητο. Έντρομη αρχίζει να τρέχει μέσα στα χωράφια με όσες αντοχές της είχαν απομείνει. Στη θολούρα της τον άκουγε να αδειάζει όλη τη χολή του για κείνη, και για όλες τις γυναίκες.
Σταμάτησε μόνο όταν σιγουρεύτηκε  πως δεν κινδύνευε πια.
Αποκαμωμένη από τον φόβο και τον εξευτελισμό, ακούμπησε  το κορμί της  πάνω σε ένα δέντρο και ξέσπασε σε αναφιλητά.
«Δεν είναι κανένας εδώ;» φώναξε σηκώνοντας το βλέμμα της ψηλά. «Κανένας δεν είναι εδώ. Μόνο εσύ και το σκοτάδι» ψέλλισε και σαν αλλοπαρμένη  πήρε το μονοπάτι που δεν ήξερε που θα την βγάλει.
Μετά από αρκετή ώρα  περπάτημα  βγήκε επιτέλους στη δημοσιά.
Κρατώντας το σκισμένο της φουστάνι, στάθηκε στην άκρη του δρόμου και περίμενε μήπως και φανεί κάποιος άνθρωπος να τη βοηθήσει. Ξάφνου  στο βάθος φάνηκαν  φώτα  αυτοκινήτου. Τακτοποίησε πρόχειρα το φόρεμά της και κάνοντας μερικά βήματα προς τη μέση του δρόμου σήκωσε το  χέρι.
 Δεν περνάνε  δευτερόλεπτα  και μπροστά της σταματά ένα φορτηγάκι.
«Τι τρέχει κοπελιά;» τη ρωτά ένας άνδρας γύρω στα πενήντα με ταλαιπωρημένο πρόσωπο.
«Κάτι μου συνέβη και έχασα τον δρόμο. Σε παρακαλώ μπορείς να με πας στο ξενοδοχείο;»
Ο οδηγός βγάζει λίγο το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και την κοιτάζει καλά καλά  από τη κορφή μέχρι τα νύχια.
«Σίγουρα θέλεις στο ξενοδοχείο και όχι στην  αστυνομία;»
«Σίγουρα στο ξενοδοχείο» του είπε η Βίκυ με σταθερή φωνή.
«Τότε έμπα μέσα. Καταλαβαίνεις δεν  θέλω να μπω σε μπελάδες.»
«Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε βάλω  σε μπελάδες»τον καθησυχάζει..
Η Βίκυ κάθισε δίπλα του προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της.
«Δεν πρέπει να είσαι από δω, έχεις άλλον αέρα. Αυτόν της πρωτευουσιάνας.  Για διακοπές ήρθες στο νησί;» τη ρωτά ενώ με την άκρη του ματιού του την περιεργαζόταν.
«Ναι» του απαντά λακωνικά.
«Πρώτη φορά έρχεσαι στη Κώ;»
«Πρώτη. Εσύ ντόπιος;»τον ρώτησε διστακτικά.
«Όχι. Τούρκος είμαι αλλά μένω εδώ πολλά χρόνια. Δουλεύω σε οικοδομές.»
Η Βίκυ σιώπησε.
«Για πες μου εσύ που φαίνεσαι μορφωμένη κοπέλα. Πως βλέπεις τα ελληνοτουρκικά;»
Θεέ μου γιατί μου το κάνεις αυτό; είπε από μέσα της και μαζεύτηκε πιο πολύ.
«Καλά τα βλέπω»
«Καλά; Μα  δεν διαβάζεις τι γίνεται;»
«Ξέρεις… έχω έρθει για διακοπές και … »
«Ναι… ναι καταλαβαίνω. Ξεκούραση, μπάνια, διασκέδαση. Θα μείνεις μέρες;»
«Όχι» του απαντά με αδύναμη φωνή
«Φαίνεται δεν έχεις όρεξη για κουβεντούλα. Δεν πειράζει κοπέλα μου, έχεις και συ τα σεκλέτια σου» της  λέει με συμπόνια.  
Μαζεμένη στο κάθισμά της από την αγωνία της  μετρούσε ακόμα και τα δευτερόλεπτα.
 Όταν μετά από ώρα,  είδε πως πλησίασαν κοντά  στο ξενοδοχείο η Βίκυ αναστέναξε από ανακούφιση.
«Εδώ είναι καλά να κατέβω» του είπε.
«Εσύ ξέρεις καλλίτερα  κοπέλα μου» της είπε και σταμάτησε αμέσως «Είσαι σίγουρα καλά;»
 «Καλά είμαι, σε ευχαριστώ πολύ. Δεν πρόκειται να ξεχάσω τη καλοσύνη σου» του είπε με ζεστή φωνή.
«Να προσέχεις  κοπελιά μου και να ξέρεις πως ο Τούρκος και ο Έλληνας δεν έχει να χωρίσει τίποτα. Να θυμάσαι αυτή τη κουβέντα του Αχμέτ. Ο Αλλάχ μαζί σου»
«Το ξέρω Αχμέτ» του είπε συγκινημένη  και του έσφιξε το χέρι.
Το πρώτο πράγμα που προβλημάτισε  τη Βίκυ μπαίνοντας στο σαλόνι του ξενοδοχείου ήταν πώς να κρύψει το χάλι της. Μάζεψε  το φόρεμά της  όπως όπως, χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά της και με βήμα σταθερό πλησίασε στο γκισέ.
«Παρακαλώ το 312» είπε με αδιάφορο ύφος στον νυχτερινό υπάλληλο.
Εκείνος έκπληκτος μπροστά στη θέα της ανοίγει το στόμα του.
«Το 312... »επαναλαμβάνει αυτή τη φορά η Βίκυ με όσα αποθέματα αυτοκυριαρχίας της είχαν απομείνει.
«Αμέσως κυρία μου» μουρμούρισε εκείνος και γύρισε  αμέσως πίσω στο ξύλινο πίνακα με τα κλειδιά.
«Ορίστε…» της λέει ευγενικά και της το δίνει
 Πριν προλάβει να κάνει μερικά βήματα  ακούει να τη φωνάζει.
«Κυρία Στεργιάδη;  Έχω  τη τσάντα σας εδώ που ξεχάσατε στο κέντρο. Ξέρετε, ο κύριος Ιωάννου, μου είπε να σας τη δώσω»
«Ευχαριστώ πολύ» είπε ευγενικά και ανέβηκε γρήγορα στο δωμάτιό της.
Η πρώτη της δουλειά όταν μπήκε στο δωμάτιο ήταν να πετάξει τα ρούχα από πάνω της  και  να κάνει ένα ντους. Κατόπιν έβαλε  τα πράγματά της στη μικρή της αποσκευή  και κατέβηκε πάλι κάτω. Ο τόπος πια δεν τη χωρούσε.
«Παρακαλώ, αν με ζητήσει κανείς, πείτε πως λόγοι προσωπικοί με ανάγκασαν να φύγω εσπευσμένα» είπε στον υπάλληλο και του επέστρεψε το κλειδί του δωματίου.
«Εντάξει κυρία μου. Να φωνάξω ταξί γιατί τέτοια ώρα είναι δύσκολο να βρείτε»
«Ευχαριστώ, δεν θέλω να σας βάλω σε κόπο.» του είπε και έφυγε.
Ευτυχώς μόλις  βγήκε έξω μετά από λίγα λεπτά ένα ταξί σταμάτησε ακριβώς μπροστά της. 
«Στο λιμάνι παρακαλώ» είπε στον οδηγό και μπήκε μέσα.


Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΌΡΤΑ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Μπαίνοντας στο σπίτι η πρώτη της δουλειά ήταν να δει αν η Τζίνα είχε αφήσει κάποιο σημείωμα.
Άρχισε λοιπόν να ψάχνει σε όλα τα πιθανά σημεία όπως στη κουζίνα, πάνω στον μαύρο πίνακα, στη πόρτα του ψυγείου, κι ύστερα στην κρεβατοκάμαρα της πάνω στα μαξιλάρια, στη μικρή βιβλιοθήκη, στο κομοδίνο. Τίποτα. Γεμάτη ανησυχία  τρέχει στο σαλόνι. Τίποτα κι εκεί. Η άσχημη ψυχολογική της κατάσταση δεν ήθελε και πολύ να της βάλει τη μαύρη σκέψη πως κάποιο σοβαρό συμβάν ανάγκασε τη φίλη της να φύγει με τη ψυχή στα πόδια. Γιατί η Τζίνα ποτέ από τότε που μένουν μαζί δεν έχει φύγει χωρίς μια ειδοποίηση έστω ένα μικρό μήνυμα στο κινητό της.
Πίνει μονορούφι ένα σφηνάκι Tio Pepe, που είχε τόση ανάγκη, και επιστρέφει στη κρεβατοκάμαρα, ενώ ξωπίσω της τρέχει κι ο Αντρίκος, που μέχρι κείνη τη στιγμή  δεν είχε σταματήσει λεπτό να την ακολουθεί, λες και έτσι ήθελε να δείξει τη συμπαράστασή του στην αγωνία της.  Αποκαμωμένη πέφτει με τα ρούχα στο κρεβάτι  εκτοξεύοντας συνάμα  τα πέδιλά της στον αέρα
«Αχ! Αντρέα μου, η θεία Βίκυ είναι στα μαύρα της. Σκατά πάνε όλα» του λέει γυρίζοντας το βλέμμα της προς τη μεριά του. «Βρε, εγώ σου λέω τον πόνο μου και συ με γράφεις;» Αντέδρασε αμέσως  μόλις τον είδε να  τρώει μετά μανίας ένα μαξιλάρι . «Αλλά τι περιμένω; Αρσενικό  δεν είσαι  και του λόγου σου; Σκύλος μεν, αλλά αρσενικό» συμπλήρωσε τραβώντας το απότομα από το γεμάτο σάλια στόμα του.
Αφού έμεινε για λίγο να κοιτά το ταβάνι κάτω από το βάρος της απογοήτευσης, σηκώθηκε και έσυρε τα βήματα της προς το μπάνιο. Άνοιξε με μηχανικές κινήσεις τη βρύση της μπανιέρας, πήρε από τη μικρή εταζέρα που είναι κρεμασμένη στον τοίχο το γαλάκτωμα και το μπαμπάκι, και κάθισε  πάνω στο κλειστό καπάκι της τουαλέτας να ξεβάψει το πρόσωπο της. Τελειώνοντας και κει που ήταν έτοιμη να πετάξει τη μαύρη περιβολή της, το βλέμμα της καρφώνεται στον καθρέφτη .
 Ε! Είμαι εντελώς ούφο, τα βάζει αμέσως  με τον εαυτόν της που δεν είχε σκεφτεί να ψάξει και στο μπάνιο αν είχε αφήσει η φίλη της  κάποιο μήνυμα.   Γιατί η πάντα απρόβλεπτη Τζίνα είχε φροντίσει να της γράψει πάνω στο καθρέφτη με κόκκινο κραγιόν, πως πάει να συναντήσει τον Χρήστο της, τον “ψυχεδέλικ” όπως τον αποκαλεί η Βίκυ, θέλοντας να δώσει έμφαση στον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του. Και βέβαια είναι απορίας άξιον πως η φίλη της ακόμα δεν έχει πάθει ασφυξία έτσι στριμωγμένη στον μικροκοσμό του. Αλλά έτσι όπως πάει  δεν θα αργήσει  να έρθει εκείνη η μέρα που θα ζητάει   επειγόντως μια lexotanil pie.
Το μπάνιο ήταν πραγματικά σωτήριο για να χαλαρώσουν τα νεύρα της. Τυλιγμένη στ’ άσπρο της μπουρνούζι, και με τη πετσέτα τυρμπάν στα υγρά μαλλιά της πηγαίνει στο σαλόνι να ξαπλώσει στον καναπέ. Προς μεγάλη της έκπληξη ήταν  πιασμένος από τον  Αντρίκο. Βάζει στο πικ-απ να παίζει ένα δίσκο με νυχτερινά  του Σοπέν, κι εκεί που  είναι έτοιμη να διεκδικήσει μια θέση στον καναπέ, βλέπει  το πράσινο φωτάκι του αυτόματου τηλεφωνητή ν’ αναβοσβήνει. Πατάει το κουμπάκι!
Έλα Βίκυ μου, ξέχασες τη μάνα σου εντελώς σήμερα!
«Μάνα, μ’ έφαγαν  οι γκόμενοι.»
Τζίνα, που είσαι παιδί μου, δεν τηλεφώνησες καθόλου σήμερα.
«Κυρία Ματίνα, πριν λίγο την έψαχνα και εγώ»
«..όλα απόψε μιλούν και παρακαλούν να γυρίσεις φωνάζουν….και όσα ζήσαμε χθες σαν παλιές μουσικές νοιώθω να μ΄ αγκαλιάζουν…»
Με μιας νοιώθει ένα πετάρισμα στη καρδιά. Χωρίς να χάσει χρόνο ξαναγυρίζει τη κασέτα στο σημείο που άρχιζε το τελευταίο απρόσμενο μήνυμα. Με κομμένη την ανάσα το ακούει για δεύτερη φορά, και σωριάζεται κυριολεκτικά στη πολυθρόνα καθώς συνειδητοποιεί πως το μήνυμα είναι από τον Θάνο. Τελικά αυτά που δεν έχουν κάνει τον κύκλο τους στη ζωή, όσο κι αν εσύ νομίζεις  πως έχουν κλείσει, σε ανύποπτο χρόνο εμφανίζονται πάλι μπροστά σου για να σε προκαλέσουν… 

      »..Ήταν η τελευταία μέρα του καλοκαιριού όταν  ο Θάνος και η Βίκυ καθισμένοι ο ένας αντίκρυ του άλλου σε κάποιο κουτούκι της Καισαριανής, έγραψαν τον επίλογο του ταξιδιού τους. Και ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια συντροφικής ζωής, που η Βίκυ ένοιωσε πως η σιωπή που είχε πέσει ανάμεσά τους κάτι κακό προμηνούσε.
«Τι όμορφα που μυρίζει το χώμα μετά το ξαφνικό απογευματινό μπουρίνι», είπε και ήπιε λίγο κρασί για να βρέξει τα  ξεραμένα χείλη της..
«Ναι μπαίνουμε σιγά  σιγά στο φθινόπωρο» είπε εκείνος αχνά.
«Χθες μόλις μου είπες πως θα έρθεις από Θεσσαλονίκη, ξέροντας πως δεν θα ήθελες να χάσεις τη παράσταση “Χοηφόρες” στο Ηρώδειο, πήγα και έβγαλα εισιτήρια. Λένε πως είναι πολύ καλή παράσταση” είπε η Βίκυ για να δώσει μια χαρούμενη νότα στο βαρύ  κλίμα που επικρατούσε από τη πρώτη στιγμή που είχαν συναντηθεί.
Κι όμως εκείνος  εξακολουθούσε να συντηρεί το ίδιο κλίμα.
«Έχεις κάτι;» τον ρώτησε καθώς τον είδε χαμένο στις σκέψεις του.
 «Όχι, απλά είμαι λίγο κουρασμένος από το ταξίδι.»της αποκρίθηκε μαζεύοντας  αφηρημένα  με τα ακροδάχτυλά του κάτι  ψιχουλάκια που είχαν ξεχαστεί πάνω στο τραπέζι.
Η Βίκυ δεν πείσθηκε και ξαναρώτησε «Μόνο αυτό συμβαίνει;» και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. 
«Βίκυ μη ξεχάσεις ποτέ, πως εμείς οι δύο δοξάσαμε τον έρωτα» είπε και της έδωσε ένα βιβλίο που μόλις είχε βγάλει από τη τσάντα του.
Με  απίστευτη ηρεμία το πήρε στα χέρια της κι ανοίγοντας τη πρώτη του σελίδα, διάβασε προσεκτικά το απόσπασμα που της είχε αφιερώσει από το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λ. Ντάρρελ
«Τι ωραία που είναι να σου σερβίρουν το τέλος με  λόγια ποιητικά», είπε η Βίκυ σηκώνοντας το βλέμμα της πάνω του.
«Δεν θα μπορούσα να σου φερθώ κάπως διαφορετικά. Μέρες βασανιζόμουν να βρω τον τρόπο  για  να κάνω όσο το δυνατόν πιο  ανώδυνο, γλυκό και ποιητικό το τέλος αυτού του ταξιδιού μας». Αποκρίθηκε ο Θάνος και έπαιξε νευρικά με το πακέτο τα τσιγάρα του.
«Με τη πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι, μουσκέψανε τα λόγια που είχαν γεννήσει αστροφεγγιές», μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει   η Βίκυ  τα λόγια  από το γνωστό  ποίημα του Ελύτη.
«Βίκυ η ζωή συνεχίζεται, και  σαν μια νέα   Σκάρλετ Ο΄ Χάρα  θα δεις να  ξημερώνει και για σένα  μια καινούργια μέρα», ήταν  τα  τελευταία γεμάτα παρηγοριά λόγια του για να χαθεί ύστερα  για πάντα…«
 
Και να  που απόψε  μπαίνει στη ψυχή της σαν κατεργάρης μουσαφίρης.
Η Βίκυ από κείνο το βράδυ δεν τον ενόχλησε ποτέ. Έκλεισε με αξιοπρέπεια  τα  φτερά της, και καθισμένη στη γωνιά της ακόμα αναζητά έναν ουρανό για να πετάξει.
Γέρνει το κεφάλι της  πίσω και παραδίνεται σε ένα λυτρωτικό βουβό κλάμα. Από  μικρό παιδί όταν πονούσε πάντα έκλαιγε βουβά. Έτρεχε στο  ξύλινο σπιτάκι του κήπου που εκεί ήταν κλεισμένος όλος  ο κόσμος της. Μια μικρή εταζέρα με πολλά βρεγμένα μπαμπακάκια με φακές και φασόλια, ένα τετράδιο με αποξηραμένα λουλούδια, ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα παπούτσια παλιά της μάνας της, μία τσάντα που είχε φτιάξει όπως όπως από τσουβάλι, μια στοίβα από  χιλιοδιαβασμένα κλασικά εικονογραφημένα και το μαντολίνο της. Όταν την αντιλαμβανόταν  η μάνα της, σκούπιζε γρήγορα τα δάκρυα της, άλλαζε  χροιά στη φωνή της και σαν να μη συνέβαινε τίποτα, φορούσε πάλι τη μάσκα του χαμόγελου και άρχιζε τα αστεία και τα πειράγματα. Έπρεπε να φανεί δυνατή μόλις ένα τόσο δα κοριτσάκι που χωρίς να το καταλαβαίνει ωρίμαζε πρόωρα.
Το ρολόι πάνω απ΄ το τζάκι χτύπησε μεσάνυχτα.
Τινάζεται σαν ελατήριο μαζί της και ο Αντρίκος που μέχρι εκείνη τη στιγμή κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.
«Αντρίκο η θεία Βίκυ δεν έχει όρεξη για παιχνίδια και βόλτα.. Τράβα στη βεράντα να κάνεις τσίσα». Ο τετράποδος φίλος της την κοίταξε  με τα απορημένα του ματάκια, και το δίχως άλλο   υπάκουσε.
Πετά από τα βρεγμένα της μαλλιά τη πετσέτα και στέκεται μπροστά στο κομό. Με δισταγμό ανοίγει το συρτάρι που εκεί μέσα κρύβονται θαμμένες μικρές αναφορές του Θάνου δεμένες με άσπρη κορδέλα. Ένα βιβλίο με ποιήματα, γράμματα, ένα ματσάκι γιασεμί, ένα πακέτο με δύο τσιγάρα από τη μάρκα του και μια φωτογραφία. Κρατώντας τα σαν ιερά κειμήλια κάθεται στον καναπέ και αρχίζει  να τα ξεδιπλώνει  δειλά  δειλά.
«Τι κάνεις εκεί;» ακούγεται η φωνή της Τζίνας που μόλις είχε μπει στο σπίτι χωρίς να την πάρει είδηση.
Η Βίκυ πετάγεται και με νευρικές κινήσεις τα μαζεύει όπως όπως.
«Τίποτα  τίποτα. Έλα κάθισε και πες μου τι έγινε. Πως πέρασες;».
Όμως η Τζίνα  δεν πείθεται. Ρίχνει διακριτικά το βλέμμα της πάνω στο τραπεζάκι και κάθεται δίπλα της.
«Είναι σίγουρο πως κάτι σου συμβαίνει. Κι αλήθεια, τι είναι όλα αυτά στο τραπέζι;»
«Ό,τι απόμεινε από το παρελθόν μου. Δες τα», απαντά η Βίκυ.
Η Τζίνα τα παίρνει στα χέρια της και με αργές κινήσεις αρχίζει να τα κοιτά ένα  ένα.
«Βίκυ ποτέ δεν θέλησες να  μου μιλήσεις με λεπτομέρειες για τον Θάνο και τι συνέβη που χωρίσατε», της λέει η Τζίνα δείχνοντας  τη φωτογραφία.
«Το ξέρω».
«Μήπως ήρθε η ώρα να το κάνεις;» ρωτά η Τζίνα.
«Μάλλον έχεις όρεξη βραδιάτικα για λεξοτανίλ pie και μάλιστα διπλή δόση. Γιατί κι εσύ απ’ ό,τι βλέπω δεν είσαι καλλίτερα. Τα μάτια σου είναι κατακόκκινα».
«Βρε χαζό άσε με εμένα», αποκρίνεται η Τζίνα  και πάει στη κουζίνα επιστρέφοντας σε λίγα  λεπτά με δύο ποτήρια ουίσκυ.
«Πιες μια γουλιά να συνέρθεις», λέει και κάθεται κατάχαμα απέναντι της.
«Μμμ! Αύριο και για τις δύο τροφική δηλητηρίαση μου μυρίζεται. Κι όχι τίποτε άλλο, έχω να παραδώσω και το αφιέρωμα του Μανόλο», λέει η Βίκυ και σκάει ένα χαμόγελο.
  «Ε, και; Δεν το δικαιούμαστε γαμώτο μετά από τόσα χρόνια δουλειάς;» ρωτά η Τζίνα αγανακτισμένα.
«Σίγουρα, αλλά έχουν πέσει μαζεμένες και αν μας υποπτευθούν θα μας στείλουν στον αγύριστο».
 «Βρε βλαμμένο, άσε  αυτά και λέγε επιτέλους» λέει η Τζίνα και της δίνει τσιγάρο.
Η Βίκυ πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της, αρχίζει να μιλά  για τη μεγάλη γοητεία που άσκησε πάνω της ο Θάνος  σαν άντρας αλλά και σαν προσωπικότητα από τη πρώτη στιγμή που τον αντάμωσε.
«Δηλαδή κεραυνοβόλος έρως;»
«Ναι αλλά πιστεύω πως έπαιξε ρόλο  και  η χρονική στιγμή καθώς και ο τόπος που ανταμωθήκαμε».
«Αχα! Λες για  κείνο το μέρος που ακόμα και σήμερα όταν είσαι βαρεμένη   πας και κάθεσαι ώρες ατέλειωτες και ρεμβάζεις».
 «Ναι, σε αυτό το μέρος» αποκρίνεται η Βίκυ με μια νοσταλγική γλύκα στη φωνή της.
 «Έλα τώρα. Πάψε να πετάς και συνέχισε».
 «Με τον Θάνο λοιπόν, είχαμε κοινές απόψεις για τη ζωή και τον έρωτα.  Αυτό πίστευα γιατί αυτό μου έδειχνε με έναν μοναδικό τρόπο πειθούς. Όμως στο τέλος αποδείχθηκε πως δεν ήταν άλλο παρά μαέστρος της τακτικής του: «Μέσα σε όλα, αλλά από απ’ έξω».
«Μαφία ο Θανούλης!», λέει η Τζίνα.
«Μικρόψυχος θα έλεγα Αυτός ο χαρακτηρισμός του πάει γάντι».
«Γιατί το λές;»
«Γιατί δεν είχε το σθένος να πετάξει το προσωπείο του και να με αντιμετωπίσει».
«Τελικά τι ήταν αυτό που επί της ουσίας μεσολάβησε να χωρίσετε;»
«Να σου πω την αλήθεια. Εκείνο το βράδυ που μου σερβίρισε τόσο ποιητικά τον χωρισμό μας, είχα πιστέψει, πως απλά αυτό το ταξίδι που είχαμε ξεκινήσει μαζί, για κείνον είχε φτάσει στο τέλος του. Όσο κι αν στεναχωρήθηκα το δέχτηκα. Όλα έχουν μια αρχή, μέση, και τέλος, είπα στον εαυτόν μου. Αυτό μου έδωσε να καταλάβω».
«Όμως δεν ήταν έτσι».
«Όχι φυσικά. Μετά από καιρό όταν τυχαία συνάντησα κάποιον κοινό φίλο και μου είπε, πως ο Θάνος μετά από μία εβδομάδα του χωρισμού μας τέλεσε τους γάμους του, με τη γυναίκα που ήδη είχε σχέση παράλληλη με μένα, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, και μάλιστα εσπευσμένα γιατί περίμεναν και παιδί, έπεσα στο απόλυτο κενό. Ποιος ο Θάνος που άκουγε τη λέξη “γάμος” και έβγαζε σπυράκια».
«Σκέτο άδειασμα», μονολόγησε η Τζίνα
«Και να σκεφτείς πως ένα βράδυ, λίγες μέρες πριν φύγει για Θεσσαλονίκη για να πάει να επανδρώσει το νέο υποκατάστημα της εταιρείας του, μου είχε προτείνει να κάνουμε παιδί. Θυμάμαι σαν τώρα τα λόγια του: “Έτσι κι αλλιώς δεν γουστάρουμε γάμους και συμβατικότητες, όμως τίποτα δεν μας εμποδίζει να κάνουμε παιδί. Τι λες το προγραμματίζουμε μόλις γυρίσω από τη Θεσσαλονίκη;”», λέει η Βίκυ και  κομπιάζει από τον λυγμό  που  την έπνιγε.
«Τελικά αποδείχτηκε ένας κομφορμίστας του κερατά», λέει με αγανάκτηση η Τζίνα.
«Ναι, που άδικα ξοδευόταν  να δείχνει, ότι ανήκε σ΄ αυτούς τους λίγους εκλεκτούς, που ζούνε μέσα σε συνθήκες αυτοεξορίας και εγκλεισμού, αποδοκιμάζοντας τον αχό των πολλών. Και να σου πω την αλήθεια, αυτή η προδοσία του κυρίως με πλήγωσε, κι όχι τόσο ο έρωτάς του για κάποια άλλη γυναίκα, πράγμα που θεωρώ ανθρώπινο, και που μπορεί να συμβεί στον καθένα μας».
«Προσπαθώ να καταλάβω  πως ένοιωσες».
«Όπως νοιώθει, αν μπορεί να νοιώθει, μια άχρωμη κουλουριασμένη μάζα πάνω σε ένα κρεβάτι, με βλέμμα απλανές, ώρες ατέλειωτες που με το καιρό  μάθαινε να κολυμπά στα βαθιά νερά της λήθης».
Η Τζίνα πάει κοντά της και την αγκαλιάζει.
«Συγνώμη φιλενάδα που επέμενα να μου πεις για τον Θάνο».
«Όχι Τζίνα. Η επιμονή σου αυτή μου έκανε πολύ καλό. Γιατί πέταξα επιτέλους  απ΄ τα μάτια μου το πέπλο της λήθης, κι αντιμετώπισα την αλήθεια που αρνιόμουν να δω».
«Ένα όμως μου κάνει εντύπωση σε σένα  φιλενάδα».
«Τι;»
«Μετά από τη τόσο οδυνηρή ιστορία σου με τον Θάνο, πως εξακολουθείς να θεωρείς τον έρωτα ζωοδότη;»
«Μα Τζίνα μου, είναι  δυνατόν να μην είναι ζωοδότης ο έρωτας, όταν  σου χαρίζει τη πνοή της ζωής. Τη δύναμη εκείνη να δημιουργήσεις. Την αισιοδοξία που, σαν θωρείς τον ήλιο να φεύγει, να μη νοιώθεις πως πάει  στη δύση του, αλλά πάει ν’ ανταμωθεί με τη νύχτα, να πλαγιάσει κοντά της και κάτω απ’ την αστροφεγγιά να δοξάσουν το αντάμωμά τους αυτό;»
«Ρε Βίκυ, πάψε να  πετάς και επιτέλους συνειδητοποίησε πως αυτό το φτερωτό τερατάκι που εσύ το λες ζωοδότη δεν είναι  παρά σκέτη αρρώστια».
«Αρρώστια δεν είναι ο έρωτας, αλλά το “λίγο” των ανθρώπων. Αυτό είναι η αιτία  που τον ευτελίζει και τον κακοποιεί».
«Ή το “πολύ”, που στο τέλος αποδεικνύεται πως στην ουσία του ήταν “λίγο”. Πάντως  φιλενάδα, ό,τι και να πούμε για τον έρωτα, το δια ταύτα είναι, πως στο τέλος ο καθένας μας πέφτει σε κατάθλιψη».
«Αυτό γίνεται  γιατί  αν και  βλέπουμε το “λίγο” των ανθρώπων,  δεν αποστρέφουμε το βλέμμα μας από πάνω του. Αυτή είναι και η μεγάλη παγίδα που στήνεται  από εμάς για εμάς».
«Τέλος πάντων. Το θέμα του έρωτα είναι ανεξάντλητο», λέει η Τζίνα και πίνει μια γουλιά από το ποτό της.
«Και πάντα επίκαιρο» συμπληρώνει με νόημα η Βίκυ κάνοντας αμέσως την φίλη της να τσιμπήσει.
«Μη μου πεις πως έχουμε «έκτακτο» ανακοινωθέν;»
Η Βίκυ κουνάει καταφατικά το κεφάλι της.  «Πάτησε το κουμπάκι του τηλεφωνητή και άκουσε το τελευταίο μήνυμα».
Η Τζίνα υπακούει.
Μέσα στη σιωπή της νύχτας, ακούγεται πάλι η βαθιά φωνή του Θάνου.
«Μη μου πεις πως είναι ο Θάνος;» γυρίζει και την ρωτά έκπληκτη.
«Αυτός είναι» απαντά η Βίκυ.
«Ε! Είναι μαλάκας ο άνθρωπος», ξεσπά αμέσως η Τζίνα «βέβαια πέρασαν οι γλύκες του γάμου και αφού βουλιάξαμε στη καθημερινότητα είπαμε να κάνουμε ένα ψι πι στη Βίκυ. Παράτα τον. Αδιαφόρησε γιατί θα σου κόψω τα πόδια τ’ ακούς;» λέει θυμωμένη και ανάβει αμέσως τσιγάρο.
«Μην ανησυχείς είμαι δυνατή. Και  αν κάποια στιγμή  τον συναπαντήσω, ξέρω πια να τον αντιμετωπίσω», καθησυχάζει η Βίκυ  τη φίλη  της.
«Βρε χαζό απόψε σε έκανε κουρέλι, και δηλώνεις πως ξέρεις να τον αντιμετωπίσεις;»
«Απόψε ήταν κι άλλα μαζεμένα, γι αυτό και δεν αντιμετώπισα ψύχραιμα αυτό το γεγονός».
«Α! κατάλαβα. Φιάσκο η συνάντησή σου με τον πομφόλυγα».
«Φιάσκο; Δεν θα πει τίποτα. Αλλά τον  έσφαξα με μετάξι».
«Δεν αμφιβάλω. Καλά του έκανες. Γιατί κάποια στιγμή πρέπει να μπαίνει και ένα φρένο στην αυθάδεια όπως λες και συ».
«Δεν νομίζεις πως αρκετά μονοπώλησα τη κουβέντα απόψε με τα του Θάνου;  Έλα πες μου τι έγινε με τον Χρήστο;»
«Μία από τα ίδια. Το άτομο δεν αλλάζει.» λέει η Τζίνα κι αναστενάζει δείχνοντας πως δεν είχε καμιά διάθεση να συζητήσει το θέμα. 
Πέφτει σιωπή. Το μόνο που ακούγεται είναι το γρατζούνισμα από τη βελόνα του πικ απ, και η ανάσα του Αντρίκου που κοιμάται μακάρια δίπλα στα πόδια της Τζίνας.
«Φιλενάδα τι λες πάμε να τη πέσουμε;» σπάει τη σιωπή η Τζίνα και σηκώνεται.
«Είναι αδύνατον να πάω για ύπνο. Το μόνο που επιθυμώ τώρα είναι...»
«Να χτυπήσεις λιπαρό», τη διακόπτει  η Τζίνα με σιγουριά πως αυτό επιθυμούσε η φίλη της.
«Όχι. Να τραγουδήσω θέλω».
«Μέσα στην άγρια νύχτα; Μα καλά πως σου ήρθε τώρα αυτή η διάθεση;»
«Ε! μου ήρθε. Είναι και αυτός ένας τρόπος εκτόνωσης όταν βρίσκομαι   στα πρόθυρα της αποδιοργάνωσης».
«Μπορώ να σου χαλάσω χατίρι; Ας τραγουδήσουμε λοιπόν», λέει η Τζίνα χαμογελαστά και κάθεται κοντά της κάνοντας νόημα στον Αντρίκο να ανεβεί  στον καναπέ..
Η Βίκυ παίρνει τη κιθάρα στην αγκαλιά της και αρχίζει να παίζει  την εισαγωγή από ένα παλιό και ξεχασμένο τραγούδι που είχε φτιάξει πάνω σε στίχους  της Τζίνας.
    «Αλήθεια το θυμάσαι;» ρωτά η Βίκυ
Η Τζίνα γνέφει καταφατικά και το δίχως άλλο άρχισε να το σιγοτραγουδά μαζί της.

«Ένα χάδι σου ζητούσα, ένα χάδι
κι εσύ έφευγες δειλέ μεσ’ το σκοτάδι,
σαν φονιάς που κάποιο θύμα αναζητούσε
και μαχαίρι φονικό, κρυφά κρατούσε…

Χίλιες νύχτες και ακόμα σ’ αγαπώ,
όμως πήρα απ’ την πόρτα τα κλειδιά μου.
Χίλιες νύχτες κι η τρελή.. σ’ αναζητώ.
αλλά…έμαθα να ορίζω την καρδιά μου….»
     Τραγουδούσαν, κι ήταν σαν ν΄ άκουγες αγγέλους κάποιου χαμένου παράδεισου, που άνοιξαν για λίγο τα μουδιασμένα τους φτερά, για  να  πετάξουν μέσα νύχτα που όλο και βάθαινε.

Το άλλο πρωί  η Βίκυ έφτασε στο περιοδικό αργά. Δεν είχε καμία όρεξη να δουλέψει αλλά ήταν η τελευταία μέρα προθεσμία που της είχε δώσει ο εκδότης για να παραδώσει το αφιέρωμα του φλαμεγκίστα Μανόλο.
Με αργές κινήσεις άνοιξε το κομπιούτερ κι έφερε μπροστά της το κείμενο. Όμως ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί. Έσβηνε, έγραφε και πάλι απ’ την αρχή.
Χθες βράδυ τελικά δεν έκλεισε μάτι. Όταν η Τζίνα πήγε για ύπνο κάθισε στη βεράντα καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο μέχρι που χάραξε. Κι η αιτία της ξαγρύπνιας της  αυτή τη φορά  δεν ήταν  η συναισθηματική της φόρτιση αλλά ο θυμός της που χόρευε προκλητικά μπροστά της σαν διαβολάκος, και κρατώντας τον πορφυρό του μανδύα της έλεγε:  “Ήρθε η ώρα να με αντιμετωπίσεις”.
Πόσο δίκιο είχε ο Λίνος ο ψαράς. Αυτός ο παράξενα όμορφος άνθρωπος με το φευγάτο αλλά και τόσο γαλήνιο βλέμμα, ήταν ο μόνος που είχε αφουγκραστεί τον θυμό της. Τον είχε ανταμώσει  σε μια ερημική παραλία κάποιου αιγαιοπελαγίτικου νησιού το περσινό καλοκαίρι στις διακοπές της.
Πάντα και λίγο πριν πέσει ο ήλιος, ερχόταν στη παραλία κι έφτιαχνε τα δίχτυα του. Ύστερα έμπαινε στη βάρκα του “Βανιώ”, έτσι την είχε βαφτίσει, και ξανοιγόταν μεσοπέλαγα. Της άρεσε να τον ακολουθεί με το βλέμμα της μέχρι που χανόταν.
Κάποιο απόγευμα την πλησίασε. Γονάτισε μπροστά της κι ανοίγοντας  τις χούφτες του της πρόσφερε κοχύλια.
Για σένα τα μάζεψα” της είπε και κάθισε δίπλα της.
Σ΄ευχαριστώ” του αποκρίθηκε  σαν παιδούλα που της είχαν δώσει το ομορφότερο δώρο.
Με λένε Λίνο
Εμένα....”
Αερικό”  της είπε πριν προλάβει καλά – καλά να πει το όνομά της. “Ένα παιδί αερικό” πρόσθεσε και την κοίταξε.
Η Βίκυ αναρίγησε. Μόνο η γιαγιά της την αποκαλούσε έτσι όταν ήταν μικρή.
Μόνη σε δύσκολα μονοπάτια” συνέχισε εκείνος χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της. “Ακροβατείς ανάμεσα στη ζωή και σ΄ένα ξέφρενο καλπασμό ψυχής. Μοιάζεις σαν να πατάς σ’ενος βράχου τη μύτη. Αχ! Πόσο θυμό κρύβεις μέσα σου”.
Βαθύ θυμό. Γι αυτό, και φεύγω” του αποκρίθηκε 
Πρέπει κάποτε να βρεθείς αντιμέτωπη μ’ αυτόν”.
Είναι θέμα χρόνου. Τώρα ξεσπώ με σιωπή
Χμ! Η σιωπή κουβαλά πολλούς ήχους. Κάνει πάντα πιο πολύ κρότο” της είπε και σηκώθηκε. “Ας πηγαίνω τώρα Αερικό. Ν΄ ανασαίνεις”.
Από κείνο το απόγευμα αντάμωναν πάντα στο ίδιο μέρος και την ίδια ώρα.
“Τα κοχύλια ζουν;” ήταν η πρώτη του κουβέντα σαν την έβλεπε.
Πάντα” απαντούσε εκείνη και κάθονταν μέχρι που έδυε ο ήλιος.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα. Οι διακοπές της Βίκυ έφτασαν στο τέλος τους.
Λίνο, αύριο φεύγω. Πάρε το τηλέφωνό μου και όποτε θελήσεις να ξέρεις πως το Αερικό θα είναι εκεί” του είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει τη συγκίνησή της και τη μελαγχολία της που δεν θα τον ξανάβλεπε.
Είναι χαρά, Αερικό, να μιλάει κάποιος μαζί σου. Αποπνέεις αλήθεια, ταξίδι”.
“Νοερό ταξίδι, Λίνο;”
Πραγματικό ταξίδι. Οι εικόνες σου είναι εικόνες ζωής. Είσαι καλό κοχύλι. Χρωματιστό. Γι΄ αυτό μην αφήνεις ν’ ακροβατούν πάνω στη πλάτη σου κένταυροι, σκυλιά, ανθρωπάκια και ν’ ανασαίνεις ανάμεσα στην ηδονή και την οδύνη. Δεν αξίζει να αιμορραγείς για χάρη κανενός” ήταν οι τελευταίες του κουβέντες.
Από τότε δεν τον ξαναείδε, ούτε κι εκείνος την αναζήτησε.

«Πω πω! Άργησα» μονολόγησε όταν είδε την ώρα Ρίχνει μια τελευταία ματιά στο κείμενο και δίνει αμέσως εντολή για εκτύπωση. Το βάζει σ’ ένα φάκελο κι ύστερα πατάει γκάζι για τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Ιωάννου. Στο προθάλαμο φρενάρει. Η Φαίη έλειπε. Σίγουρα σε κάποιο άλλο γραφείο θα είναι και θα κουτσομπολεύει ως συνήθως, σκέφτεται και χτυπάει τη πόρτα. Δεν παίρνει απάντηση. Μισανοίγει και φωνάζει το όνομά του.
Ξαφνικά απ΄ το βάθος του γραφείου ακούει μια αντρική φωνή να της λέει να περάσει μέσα.
Προβάλει το κεφάλι της απ’ την πόρτα να δει. Ένας άντρας με γυρισμένη τη πλάτη στεκόταν όρθιος μπροστά απ’ τη βιβλιοθήκη.
«Συγνώμη, αλλά ψάχνω τον κ. Ιωάννου», λέει η Βίκυ ευγενικά..
«Απουσιάζει αυτή τη στιγμή», την ενημερώνει εκείνος εξακολουθώντας να έχει γυρισμένη τη πλάτη.
«Καλά δεν πειράζει. Θα έρθω αργότερα».
«Μπορείτε να τον περιμένετε», της αποκρίνεται και γυρίζει προς τη μεριά της.
«Εσείς, ποιος είστε;» τον ρωτά κάπως αμήχανα.
«Δεν με θυμάστε;»
«Όχι» του απαντά
«Κι όμως, εγώ σας θυμάμαι έστω κι αν έχουμε συναντηθεί μόνο μία φορά κυρία Στεργιάδη».
Η Βίκυ ένοιωσε άβολα που δεν μπορούσε ακόμα να θυμηθεί.
Ο άντρας τη πλησίασε χαμογελώντας. «Είμαι ο Πάρης, ο γιος του κ. Ιωάννου».
«Ω! συγχωρέστε με», του λέει κοκκινίζοντας ελαφρά. «Μάλλον θα πρέπει ν’ αρχίσω ν’ ανησυχώ για το μνημονικό μου».
«Δεν φταίει το μνημονικό σας, αλλά ο χρόνος που δεν μ’ έχει αγαπήσει φαίνεται όπως εσάς. Πάντα δροσερή και νέα» της λέει κοιτώντας την με θαυμασμό.
Η Βίκυ κάτι  καλό πήγε να πει και για κείνον, αλλά σταμάτησε. Ποτέ δεν ήταν καλή στην ανταπόδοση φιλοφρονήσεων, όταν μάλιστα αυτές επιβάλλονταν από τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς.
«Ο πατέρας μου έχει μια συνεργασία με τον Παύλο», της λέει κι ανάβει τσιγάρο.
«Τότε, ας φύγω. Δεν θέλω να σας ενοχλώ».
«Κάθε άλλο. Θα χαρώ πολύ να τα πούμε αν φυσικά δεν έχετε αφήσει πίσω σας κάποια δουλειά».
Η Βίκυ χαμογελάει. «Πάντα έχω, αλλά ας περιμένει λίγο».
Κάθονται στο σαλόνι ο ένας αντίκρυ στον άλλον χωρίς να μιλούν.
Η Βίκυ παίζει αμήχανα με τον φάκελλο και ο Πάρης φυλλομετράει άσκοπα το βιβλίο που πριν λίγο είχε πάρει απ΄ την βιβλιοθήκη.
«Λοιπόν κυρία Στεργιάδη;» σπάει ο Πάρης τη σιωπή «Ελπίζω να χαρήκατε που θα συνεργαστούμε».
«Θα συνεργαστούμε;» ρωτά έκπληκτη.
«Δεν το γνωρίζετε;»
«Όχι», του απαντά κοφτά.
«Φαίνεται πως τα νέα φτάνουν αργά σε σας» .
«Είστε μουσικολόγος;» τον ρωτά προσπερνώντας το σχόλιό του.
«Καμία σχέση. Το κύριο επάγγελμά μου είναι δημοσιογράφος, αλλά ποτέ δεν το άσκησα».
 Η αλήθεια είναι πως η Βίκυ το μόνο που ήξερε για τον Πάρη ήταν πως ζούσε με την οικογένειά του στο Λονδίνο, κι εργαζόταν σε κάποια εταιρεία. Τη μια και μοναδική φορά που είχαν συναντηθεί πριν χρόνια στο περιοδικό είχαν ανταλλάξει λίγες τυπικές κουβέντες, και μάλιστα όρθιοι στο γραφείο του Παύλου, που είναι και κολλητός του φίλος. Τώρα τελευταία είχε πάρει το αυτί της  να λένε στο περιοδικό πως ο γάμος του είχε χτυπήσει φαλιμέντο και επρόκειτο να εγκατασταθεί στην Ελλάδα μόνιμα.
Ο Πάρης την κοίταξε με βλέμμα ερευνητικό. «Πρόκειται ν’ αντικαταστήσω την αρχισυντάκτρια» της ανακοινώνει με επίσημο ύφος.
«Τη Μάγκυ;» ρωτά φανερά ξαφνιασμένη.
«Ναι. Αποχωρεί από το περιοδικό. Ούτε κι αυτό το γνωρίζατε;»
«Όχι» του απαντά, κι ένοιωσε άσχημα για την άγνοιά της.
«Προέβαλε λόγους προσωπικούς», συνέχισε ο Πάρης. «Ο πατέρας μου στην αρχή αντέδρασε για την παραίτησή της αλλά στο τέλος την αποδέχτηκε».
«Μάλιστα...», ψελλίζει η Βίκυ μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει  από την οργή που με μιας ένοιωσε, σαν σκέφτηκε πως για μια ακόμη φορά ένας φαύλος-Παύλος, ήταν η αιτία να ανατραπεί αρνητικά η ζωή μιας γυναίκας. Γιατί ήταν σίγουρη πως η αιτία να παραιτηθεί η Μάγκυ ήταν αυτός ο αχρείος.
«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πηγαίνω», του λέει.
«Όπως νομίζετε. Αλλά θα ήθελα κάποια στιγμή να βρισκόμασταν ξανά».
«Φυσικά. Θέλετε στο γραφείο μου ή στο γραφείο σας;»
Ο Πάρης σκάει ένα χαμόγελο με νόημα. «Σε κανένα από τα δύο. Τι θα λέγατε αν σας πρότεινα να βγαίναμε απόψε το βράδυ και να σφραγίσουμε τη συνεργασία μας πίνοντας ποτό;»
Αν και η πρότασή του θα έπρεπε σαν γυναίκα να την κολακέψει, παρ’ όλα αυτά ήχησε στ’ αυτιά της σαν ξεκούρδιστη καμπάνα, ενώ ταυτόχρονα το ένστικτό της έδινε αρνητικά σήματα.
«Σας ευχαριστώ, αλλά δεν μπορώ», του αρνήθηκε ευγενικά και αποχώρησε.
     Μπαίνοντας στο γραφείο της, ένοιωσε αμέσως σαν  θηρίο στο κλουβί. Χωρίς δεύτερη σκέψη μαζεύει γρήγορα  γρήγορα τα πράγματά της, και  φεύγει θέλοντας να αφήσει για λίγο πίσω της κάθε έγνοια.
«Κυρία Βίκυ, νωρίς  φεύγετε σήμερα», της λέει ο κυρ Μιχάλης ο θυρωρός του μεγάρου καθώς την είδε φουριόζα να περνάει από μπροστά του.
«Θέλω να αδράξω τη μέρα», του αποκρίθηκε και τον χαιρέτισε κουνώντας τη παλάμη  της.
Βγαίνοντας έξω ένοιωσε αμέσως καλλίτερα. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της  να δει ένα κομμάτι ουρανού ανάμεσα από τα γκριζόμαυρα  κτίρια, κι έπιασε τον εαυτόν της, να έχει καιρό πολύ να περιπλανηθεί μέσα στη πολύβουη πόλη  παρατηρώντας πράγματα  που καθημερινά προσπερνάει, καθώς σκυφτή και με το βλέμμα καρφωμένο κάτω, τραβά προς το δρόμο του ανέλεους.
 Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της, στην ιδέα και μόνο, πως θα ξέφευγε έστω και για λίγο  από τα καθιερωμένα.
Στάθηκε  στη διασταύρωση περιμένοντας  το φανάρι ν’ ανάψει πράσινο. Ξαφνικά  πίσω της μια παλιά γνώριμη αντρική φωνή είπε  το όνομά της. Με μιας τη διαπέρασε ένα ρεύμα απ’ την κορφή ως τα νύχια, αναγκάζοντάς την να μείνει ακίνητη στη θέση της.
Δεν είναι δυνατόν,  τώρα ή μετά να καταρρεύσω; Βαστάτε ποδαράκια μου... μόλις που ψελλίζει και παίρνει μια βαθιά ανάσα για ανακτήσει το χαμένο της κουράγιο.
«Τόσο κακή έκπληξη είμαι λοιπόν και δεν με χαιρετάς;» τη ρωτά ο άντρας που την είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, και  που δεν ήταν άλλος  από τον Θάνο.
«Ούτε ραντεβού να είχαμε», λέει   η Βίκυ γυρίζοντας προς τη μεριά του χωρίς να κρύψει  τη ταραχή της.
«Αλήθεια είναι όταν  λένε πως τα μεγάλα πνεύματα συναντούνται πόσο μάλλον τα δικά μας», λέει εκείνος χαριτολογώντας.
«Μα καλά πως με βρήκες;»
«Η καλή τύχη φρόντισε γι αυτό. Εκεί που ήμουν έτοιμος να μπω στο μέγαρο και να έρθω να σε βρω, ξαφνικά είδα   τη φιγούρα σου  στο φανάρι. Όμως θα καθόμαστε πολύ ώρα εδώ; Δεν πάμε  κάπου να τα πούμε;» της προτείνει και τη πιάνει από  το μπράτσο».
«Ξέρεις τον τελευταίο άνθρωπο που περίμενα να δω ήσουν εσύ»
«Το καταλαβαίνω, αλλά μη μου στερήσεις σε παρακαλώ τη συντροφιά σου έστω και για λίγο».
Η Βίκυ δέχεται αν και ξέρει πως τη λεξοτανίλ pie σίγουρα δεν θα τη αποφύγει. Τελικά η στιγμή που θέλησε να αδράξει τη μέρα της αποδείχθηκε πως δεν ήταν κάτω από την εύνοια της τύχης.
Κατηφόρισαν τον γεμάτο κίνηση δρόμο. Στο πρώτο εστιατόριο που βρήκαν μπροστά τους μπήκαν μέσα.
«Τι θα  παραγγείλουμε;» τη ρώτησε παρατηρώντας γύρω του.
«Δεν πεινώ. Έφαγα κάτι πρόχειρο στο περιοδικό και μου έκοψε την όρεξη».
Τρομάρα της  θέλει να το παίξει και άνετη, δεν λέει καλλίτερα πως με τέτοιο  κόμπο στο στομάχι της ούτε αέρας κοπανιστός δεν κατεβαίνει.
«Όπως θέλεις, αλλά εγώ  ψοφάω στη πείνα. Ήρθα σήμερα με τη πρωινή πτήση και μέχρι αυτή την ώρα είμαι με καφέδες και τσιγάρα»,  της είπε και παράγγειλε  μια ποικιλία κρεάτων και τυριών μαζί με ένα  μπουκάλι λευκό κρασί για κείνον, και ένα καφέ για τη Βίκυ.
Κοίτα αναισθησία, σκεφτόταν  η Βίκυ όση ώρα τον έβλεπε να κατεβάζει αμάσητα κομμάτια από κρύο κρέας και τυρί, ενώ στο ενδιάμεσο δεν παρέλειπε με το στόμα μπουκωμένο να της μιλά  για τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη, τη δουλειά του που ήταν τόσο ευχαριστημένος, και φυσικά για την κόρη του που σαν κλασικός χαζομπαμπάς έσταζε το στόμα του μέλι.
«Να! δες την κούκλα μου» λέει  και δείχνει τη φωτογραφία της κόρης του που είχε βγάλει από το πορτοφόλι του.
«Μμ! Είναι πραγματικά  όμορφη»
«Είδες πόσο μου μοιάζει;» της λέει με περηφάνια, «δικό μου παιδί και μόνο».
«Δεν θα το έλεγα. Περισσότερο μοιάζει στη κυρία που τη κρατά αγκαλιά.  Προφανώς είναι η σύζυγός σου», σχολιάζει πικρόχολα η Βίκυ.
«Ναι», της απαντά ξερά και παίρνει τη φωτογραφία από τα χέρια της.
«Δεν έχεις άλλες να μου δείξεις για να την θαυμάσω και σ’ άλλες στιγμές της;»
«Βρε Βίκυ, δεν μεταφέρω μαζί μου τα άλμπουμ», απάντησε χαριτολογώντας.
Αφού καταβρόχθισε στη κυριολεξία όλο το περιεχόμενο του πιάτου ξεκίνησε τις ερωτήσεις.
«Πως πάει η δουλειά;»
«Μια χαρά.  Από το νέο χρόνο θα κάνω και άλλα  επαγγελματικά ταξίδια κυρίως σε χώρες της Ανατολής».
«Πολλές φορές διαβάζω κριτικές και κείμενά σου στο περιοδικό και ύστερα πάω και αγοράζω τα συγκεκριμένα cd.»
«Ελπίζω να μην σε έχει απογοητεύσει κανένα με αποτέλεσμα να με σιχτιρίζεις μετά».
«Όχι κάθε άλλο. Μάλιστα είναι φορές που τ’ ακούω μαζί με τη κόρη μου και εκείνη ενθουσιάζεται»
«Χαίρομαι που συμβάλλω έστω κι έτσι στην μουσική της παιδεία»
«Ας τα αφήσουμε τώρα όμως αυτά. Ελπίζω σήμερα να σε αιφνιδίασα ευχάριστα, γιατί αν δεν είναι έτσι καλλίτερα να φύγω»
«Μείνε. Άλλωστε απ’ ό,τι είδες, το εγκεφαλικό επεισόδιο το γλίτωσα»
«Πάντα με το χιούμορ σου” της λέει και σκάει στα γέλια.
«Ναι,  ομολογώ πως το χιούμορ είναι σωτήριο»
«Όμως  για πες μου μόνο επαγγελματικά νέα  υπάρχουν;» τη ρωτά με πονηρό ύφος.
«Τέσσερις γάμοι αλλά χωρίς  κηδεία».
«Βίκυ, η πλάκα έχει και κάποιο όριο», της λέει κάπως ενοχλημένα 
«Εμ! Αν σου έλεγα πως η μετά Θάνο  εποχή φέρνει κάτι της εποχής των παγετώνων, θα με έβρισκες υπερβολική» του αποκρίνεται και ανάβει τσιγάρο.
«Σε πλήγωσα ε;»
«Ψιλοπράγματα»  του απαντά  με ειρωνικό κάπως ύφος
«Βίκυ δεν σου κρύβω πως αναπολώ όλα όσα ζήσαμε. Να ξέρεις πως  μου λείπεις».
 Η κουβέντα του αυτή τη χτύπησε σαν κεραυνός.
«Κάτσε βρε Θάνο γιατί το εγκεφαλικό μπορεί να το γλίτωσα, τον ζουρλομανδύα έτσι όπως το πας δεν τον γλιτώνω. Έπρεπε να μου τηλεφωνήσεις πριν έρθεις  να ρίξω μια ώρα αερόμπικ στη ψυχούλα μου έτσι για να βρίσκεται σε φόρμα»
«Άσε  βρε Βίκυ.  Μ’ έχεις πάρει εντελώς στο χαβαλέ  δεν σε αναγνωρίζω πια».
«Δεν  ήξερα Θάνο πως θα έπρεπε να σε πάρω και στα σοβαρά.  Άλλωστε προς τι  να αναπολείς το παρελθόν από τη στιγμή που είσαι κοινωνικά και συναισθηματικά καλυμμένος στο παρόν. Βλέπεις εμένα να λέω κουβέντα που ….;»
«Αχα!» τη διακόπτει, «άρα είσαι καλυμμένη»
«Προτρέχεις Θάνο. Αυτό κατάλαβες;» τον ρωτά με παραπονιάρικο ύφος, «γαμώτο δεν βλέπεις ότι  μπάζω από παντού;»
Ο Θάνος σκύβει  το κεφάλι και ανάβει ένα τσιγάρο από τα δικά της.
«Βίκυ αξίζεις. Αξίζεις πολλά» της λέει χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του.
«Κόφτο βρε Θάνο. Μπούχτισα να μου λένε τέτοια και μετά  να με βάζουν στα αζήτητα», του αποκρίνεται προσπαθώντας να  συγκρατήσει την οργή της.
Ο Θάνος καταλαβαίνοντας πως την είχε ζορίσει πολύ  αλλάζει θέμα.
 «Αύριο το πρωί φεύγω. Τι θα έλεγες απόψε να πίναμε κρασάκι  σε κάποιο κουτούκι από κείνα που πηγαίναμε;»
«Εξακολουθείς να είσαι αδιόρθωτος  και θρασύς  συνάμα.   Τι θέλεις από μένα επιτέλους;», τον ρωτά έτοιμη να εκραγεί.
«Θέλω να είσαι καλά, και κάποια μέρα να φτιάξεις τη ζωή σου, γιατί στην χαντάκωσα και λυπάμαι πολύ γι αυτό».
«Δεν πιστεύω στα αυτιά μου γαμώτο. Με συμπονιέται κιόλας ο μεγαλόψυχος. Μια χαρά είμαι θέλεις τίποτα άλλο;»
«Κακό είναι που θέλω να είμαστε φίλοι, να βλεπόμαστε και να πίνουμε ένα κρασάκι όταν έρχομαι Αθήνα;»
 «Φιλαράκια εμείς;  Στέκεις στα λογικά σου;»
«Γιατί όχι;»
«Και τότε το χθεσινό μήνυμα στον τηλεφωνητή μου  τι στο διάολο ήταν; Φιλικό κι αυτό;»
«Είχα ανάγκη να σε ακούσω» της λέει βάζοντας όλη τη τρυφεράδα στη φωνή του  «μου λείπεις όπως σου είπα».
«Μη με  υποτιμάς γαμώτο, γιατί θα τα πάρω στο κρανίο και θα βγω εκτός εαυτού αν συνεχίσεις».
«Ποτέ μου δεν σε υποτίμησα. Ξεχνάς πως μαζί δοξάσαμε τον έρωτα;»
«Και τώρα ήρθε η ώρα να δοξάσουμε τη φιλία; Εδώ απέδειξες πως δεν ήσουν άξιος να δοξάσεις τον έρωτα πόσο μάλλον  τη φιλία», του αποκρίνεται και σηκώνεται να φύγει.
«Μείνε σε παρακαλώ» της λέει, και για την σταματήσει την αρπάζει απ΄ το χέρι.
«Δεν μπορώ να κάνω άλλα push ups» του λέει τραβώντας απότομα το χέρι της «τα έπαιξε το αναπνευστικό μου σύστημα, κι είναι κρίμα να πάω στο τέλος  από ασφυξία».
Ο Θάνος για να βουλώσει κάθε σχισμή, και να αποτρέψει τη φυγή της επιστρατεύει την πονηράδα του.
«Θέλω να είμαστε και πάλι μαζί» της ανακοινώνει με σοβαρό ύφος, «τα παρατάω όλα για χάρη σου»
«Σ’ ευχαριστώ για τη θυσία σου, αλλά όσο κι αν μπάζω από παντού, δεν θα πάρω. Κι αυτό γιατί  έπαψα να σ’ εκτιμώ, πρώτον  γιατί  μου χρύσωσες το χάπι του χωρισμού με ποιηματάκια και ποιοτικές τρίχες για να αποφύγεις περίτεχνα την αποκάλυψη του πραγματικού σου εαυτού, και δεύτερον γιατί  επιδιώκεις να μπεις στη ζωή μου και πάλι σαν κατεργάρης για να με αδειάσεις  ακόμη  μια φορά  Ε! Αυτό και αν λέγεται αυθάδεια Θανούλη»,  ξεσπά επιτέλους τον θυμό της.
«Βρε Βίκυ ένα λάθος έκανα, πρέπει να το λουστώ για χρόνια;
«Καθείς πληρώνει το τίμημα των επιλογών του, μη το ξεχνάς»
     «Μα θέλω να επανορθώσω και να είμαστε όπως παλιά»
«Δεν είσαι παρά ένα «πεθαμένο λικέρ» για μένα», ήταν τα τελευταία της λόγια  και έφυγε αφήνοντας τον μετέωρο.

«Βαρέθηκα, βαρέθηκα αντί να κάνω βήματα μπρος όλο και πηγαίνω πίσω» είπε θυμωμένα στον εαυτόν της  όταν μπήκε στο σπίτι πετώντας  από πάνω της ρούχα και παπούτσια, αφού δεν μπορούσε να πετάξει ό,τι  βάρυνε μέσα της. Το ένα παπούτσι βρέθηκε στο κομοδίνο και τ΄ άλλο στο κρεβάτι.
«Φτου! μη με ματιάσω. Κοίτα κατάντια! Μμ! Δεν είμαι και άσχημη όταν θυμώνω. Ωχ! Να και μια καινούργια ρυτιδούλα. Να μη με ξεχνάς και συ χρόνε, όπως δε με ξεχνά και το παρελθόν» μονολόγησε σαν κοιτάχθηκε στον καθρέπτη.
«Τι μονολογείς νευριασμένα φιλενάδα;» ακούει τη Τζίνα να τη ρωτάει από το δωμάτιο της. Μάλλον την είχε ξυπνήσει από τον θόρυβο.
«Συγνώμη Τζινάκι που σε ξύπνησα» της φωνάζει. «Δεν έχω κάτι. Ξανακοιμήσου» συμπληρώνει και πάει στη κουζίνα.
Με αγωνία ανοίγει το ψυγείο  να δει  αν υπάρχει στοκ παγωτάκι.
«Ευτυχώς», λέει  αναστενάζοντας  και  παίρνει ένα κουτάλι της σούπας.  Αλλά τη στιγμή  που ήταν  έτοιμη  να βάλει τη πρώτη κουταλιά στο στόμα η Τζίνα την αιφνιδιάζει.
«Μπα! Τι κάνουμε εκεί; Μήπως έχουμε έκτακτο δελτίο θυέλλης;» τη ρωτά η φίλη της παίρνοντας ταυτόχρονα το παγωτό από τα χέρια της.
«Ναι, κι επειδή ο τυφώνας σιμούν σάρωσε πάλι, είπα να στραμπουλίσω λιπαρό» απαντά, και της  το αρπάζει σαν το μικρό παιδί που του έχουν πάρει το αγαπημένο του παιχνίδι.
«Η Βίκυ σε νέες περιπέτειες;» τη ρωτά η φίλη της και την αγκαλιάζει.
«Η Βίκυ στα πρόθυρα νευρικής κρίσης».
«Βρε φιλενάδα ασκήσεις αντοχής έκανες πάλι;»
«Αποκαθήλωση του  Θάνου» της λέει και ξεφεύγοντας  από την αγκαλιά της ανοίγει το παράθυρο, και πετάει με δύναμη το παγωτό στον ακάλυπτο.
 Μετά πηγαίνει στο σαλόνι. Η Τζίνα την ακολουθεί.
«Λέγε, βρε τυφώνα, τι πας να κάνεις;», τη ρωτά ανήσυχη καθώς την είδε να παίρνει το τηλέφωνο.
«Να γίνω κατίνα ρε γαμώτο. Έστω μια φορά να δοκιμάσω πως είναι να τους χαλάς την  έξωθεν καλή μαρτυρία».
 «Θα τηλεφωνήσεις στη  γυναίκα του; Σταμάτα σε παρακαλώ» την αποτρέπει αμέσως η Τζίνα.
«Γιατί; Γουστάρω εκτός από κατίνα να γίνω και κακιά.  Λίγοι είναι κείνοι που έχουν αδειάσει πάνω μου την κακία και την κατινιά τους; Ε! Δεν μπορεί για να το κάνουν θα είναι μεγάλη ηδονή», της λέει και σχηματίζει τον αριθμό του σπιτιού του Θάνου που είχε αποθηκευτεί στη μνήμη του τηλεφωνητή.
Όμως πριν αρχίσει καλά καλά να καλεί, αφήνει αποκαμωμένη το ακουστικό πάλι στη θέση του.
 «Αχ! φιλενάδα, πρέπει να  έχεις στα γονίδιά σου τη κατινιά και εγώ γαμώτο μου δεν έχω τέτοια γονίδια».
«Έλα μάτια μου, ξέσπασε αν θέλεις» της λέει η φίλη της, «όμως θα πρέπει να καταλάβεις  πως δεν αξίζει να πονάς για κανέναν».

«Ρε συ δεν πονάω πια. Ο θυμός ήταν που έκρυβα τόσα χρόνια μέσα μου και που ξέσπασε επιτέλους. Φιλενάδα πάμε γι άλλα».