“Η μητερούλα στον κόρφο της κοιμίζει/ το ακριβό, το μόνο της παιδί
έξω με χιόνια Δεκέμβρης τριγυρίζει/ κι αυτή το σφίγγει και, σα να τραγουδεί
σιγομιλάει με γέλιο και τρεμούλα, η μητερούλα:
«Άγιε Νικόλα, που ξέγνοιστα χτενίζεις/ τ’ άσπρα σου γένια ψηλά στον ουρανό
και πέφτουν κάτου σωρός και μας χιονίζεις/ μην το κρυώσεις, λυπήσου τ’ ορφανό.
Λαμπάδα τρέχω σ’ εσέ ν’ ανάψω κιόλα, Άγιε Νικόλα!
Να ο Χριστός σου γεννιέται σε λιγάκι/ που αγαπάει, μικρό μου, τα παιδιά.
Ζεστό σου φέρνει καινούριο φουστανάκι/ και την ευχή του πιστή σου συνοδιά.
Κοιμήσου τώρα, και θάρθει στ’ όνειρό σου, να ο Χριστός σου!
Κι αφού μας φύγει, δε μας ξεχνά, θ’ αφήσει/ στον Άη Βασίλη για σε παραγγελιά
χίλια παιχνίδια λαμπρά να σου χαρίσει/ και ζαχαράτα και χάδια και φιλιά.
Με τη χαρά του η χάρη του θα σμίγει/ κι αφού μας φύγει!
Τι θα μου μένει, αν γράφθη μαύρη μέρα/ για να το χάσω από την αγκαλιά;
Χωρίς παιδάκι τι είναι η μητέρα/ χωρίς πουλάκι τι θέλει κ’ η φωλιά;
Αν της πετάξει, ας πέσει χαλασμένη…Τι θα μου μένει!»”
Δόξα του Δεκέμβρη
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική:Παντελής Θαλασσινός
Στολίζω δέντρο με τα χιόνια του Χριστού τραπέζι στρώνω με τα δώρα του χειμώνα εσύ το φως ενός ορίζοντα κλειστού που το φορώ του ταξιδιού μου αρραβώνα.
Ανάβω φώτα και λαμπιόνια ζωηρά και μες στη φλόγα της γιορτής κεράκι λιώνω φωτογραφίζω αναμνήσεις στη σειρά να σε θυμάμαι όσο λείπω ένα χρόνο
Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα σε φιλήσω και μια ευχή πάνω στα χείλη σου θ' αφήσω καθώς αργά θα ξετυλίγεις τον καιρό σου σαν παραμύθι να με βλέπεις στ' όνειρό σου...
Ζυμώνω δώδεκα Χριστόψωμα ζεστά με της αγάπης τη μαγιά και άσπρο αλεύρι να τα μοιράσεις σε παιδάκια γελαστά να' χουν να λένε για τη δόξα του Δεκέμβρη
Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα σε φιλήσω και μια ευχή πάνω στα χείλη σου θ' αφήσω καθώς αργά θα ξετυλίγεις τον καιρό σου σαν παραμύθι να με βλέπεις στ' όνειρό σου...
Τυφλός-Γιώργος Σεφέρης
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρίς όνειρα, χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη. Ο ξύπνος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς μ’ ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν μωλωπισμένες φτέρνες απ’ τη βαριά ποδοβολή στην καταποντισμένη σύναξη εκειπέρα.
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη. Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλον. Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες· κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους,σακάτηδες, χωρίς πνοή και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.
Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα. Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρατο λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές σαν το τυφλό περιστέρι. Κι αυτός ψηλαφώντας βάδιζεστο βαθύ λιβάδι κι έβλεπε σκοτάδιπίσω από το φως.
Δεκέμβρης 1945
Στο γκρίζο τρένο του Δεκέμβρη: Nίκος Kαρούζος
Σ α να μὴν υπήρξαμε ποτὲ
κι όμως πονέσαμε απ᾿ τὰ βάθη. Ούτε που μας δόθηκε μία εξήγηση για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον. Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα. Και λέγαμε πως δεν έχει καιρὸ η αγάπη να φανερωθεί ολόκληρη. Μία μουσικὴ άξια των συγκινήσεών μας δεν ἀκούσαμε. Βρεθήκαμε σ᾿ ένα διάλειμμα του κόσμου ο σώζων εαυτὸν σωθήτω. Θα σωθοῦμε απὸ μία γλυκύτητα στεφανωμένη με αγκάθια. Χαίρετε άνθη σιωπηλὰ με των καλύκων την περισυλλογὴ ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας. Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας. Δεν έχει η απαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής. Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιὰ μία μέρα… Με τη θυσία του γύρω φαινομένου θα ανακαταλάβει, η ψυχὴ τη μοναξιά της.
"Ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια..." Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου1922 - 30 Οκτωβρίου1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα.
Ερωτικό γράμμα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Μη χάνεις το θάρρος σου εμείς πάντα το ξέραμε πως δε χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο.
Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι που στα σπλάχνα τους κοιμούνται τόσοι σκοτωμένοι.
Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά θα θυμάμαι τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα σαν δυο νύχτες έρωτα μέσα στον άγριο πόλεμο.
Βίος
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
«Γι’ αυτό σου λέω. Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.»
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980(με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Δρόμοι που χάθηκα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Δρόμοι που χάθηκα γωνιές που στάθηκα δάκρυα που πίστεψα παιχνίδια στο νερό. Πικρό το βράδυ φτάνει.
Νύχτες που έκλαψα γέφυρες που έκαψα άστρα π’ αγάπησα που πάω και τι θα βρω. Πικρό το βράδυ φτάνει.
Λόγια που ξέχασα φίλοι που έχασα καημέ μεγάλε μου ας πάμε τώρα οι δυο. Πικρό το βράδυ φτάνει.
Επί πλέον δράση
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).
Γερνάς και σκοτεινιάζει
Μουσική: Μάνος Λοίζος
Ήταν ατέλειωτη η μέρα κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα τους άντρες παίζαμε κρυφά.
Τώρα η μέρα σε τρομάζει γύρω αποτσίγαρα σωρός και πια δεν είναι γυρισμός γερνάς και σκοτεινιάζει.
Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι πέτρες στην τσέπη της ποδιάς μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι για να σε κάνει να πονάς.
Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Βρέχει στην φτωχογειτονιά
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.
Σαββατόβραδο
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη, παίζουν τον έρωτα κρυφά στις μάντρες τα παιδιά.
Σαββάτο βράδυ μου έμορφο ίδιο Χριστός Ανέστη, ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά.
Πάει κι απόψε τ’ όμορφο τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, από Δευτέρα πάλι πίκρα και σκοτάδι. Αχ, να `ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο κι ο Χάρος να `ρχονταν μια Κυριακή το βράδυ.
Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά και το βαρύ καημό τους να θάψουν κατεβαίνουνε στο υπόγειο καπηλειό.
Και το φεγγάρι ντύνει, λες, με τ’ άσπρο νυφικό του τις κοπελιές που πλένονται στο φτωχοπλυσταριό.
Πάει κι απόψε τ’ όμορφο τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
Τιμήσεις και διακρίσεις
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων». Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.
Πήρα τους δρόμους
Να `χα δυο χέρια, δυο σπαθιά να σε σκεπάσω αγάπη μου να μη σ’ αγγίζει ο πόνος. Να `μουν αητός, να `χα φτερά για να σε πάρω μακριά να μη σε βρίσκει ο χρόνος.
Έφυγ’ η μέρα μας πικρή κι άρχισε να βραδιάζει, μες στο τραγούδι το αίμα μου κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.
Πήρα τους δρόμους τ’ ουρανού τα σύννεφα κυνήγησα μίλησα με τ’ αστέρια. Έψαξα νότο και βοριά για να σου φέρω τη χαρά μα έμεινα μ’ άδεια χέρια.
Έφυγ’ η μέρα μας πικρή κι άρχισε να βραδιάζει, μες στο τραγούδι το αίμα μου κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».