Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Ο ντελάλης, ο δημόσιος κήρυκας

 Ντελάλης , ο δημόσιος κήρυκας
 τουρκική tellâl < αραβική dallā αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα, ο δημόσιος κήρυκας





Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο
δημόσιος κήρυκας.. Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε στους κατοίκους των χωριών τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζε συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζε τα προϊόντα, τον καθιστούσε γνωστό στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του τα πρώτα χρόνια ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Επειδή πολλά σχόλια ακολουθούσαν το άγγελμά του, αλλά και η μικρή αμοιβή του, δεν ήταν εύκολη η εξεύρεση τέτοιου προσώπου. Πάντως, τον κατάργησαν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα.
Πηγή: από το ecomuseum.gr

Ποιος  μπορεί να ήταν ο πρώτος ντελάλης, ο πρώτος δημόσιος κήρυκας...; Ίσως ο Στέντωρ. Ποιος ήταν ο Στέντωρ;
Στην ελληνική μυθολογία ο Στέντορας (Στέντωρ) ήταν ένας Αχαιός ήρωας του Τρωικού Πολέμου, που αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα (Ε 785) όσο και στη «Διομήδους Αριστεία». Ο Στέντορας είχε ευεργετηθεί από τη θεά `Ηρα με το χάρισμα να έχει πολύ δυνατή φωνή, που ισοδυναμούσε με φωνή 50 ανδρών, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται με το επίθετο«χαλκεόφωνος». Ακόμα και σήμερα, η φράση «Στεντόρεια φωνή» σημαίνει τη μέγιστη σε ένταση φωνή.
Θεωρείται ότι ο Στέντορας καταγόταν από τη Θράκη ή, σύμφωνα με τον «Σχολιαστή» του Ομήρου, από την Αρκαδία: «Αρκάς το γένος, ερίσας δε προς τον Ερμήν περί μεγαλοφωνίας εφονεύθη υπ' αυτού.» Δηλαδή ο Στέντορας διαγωνίσθηκε με τον θεό Ερμή, τον κήρυκα των θεών, στην ένταση της φωνής και ο Ερμής τον σκότωσε (ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, πέθανε από την προσπάθεια να φωνάξει ακόμα πιο δυνατά).

  • Ο αστεροειδής 2146 Στέντωρ (2146 Stentor), που ανήκει στην Τρωική Ομάδα και ανακαλύφθηκε το 1976, πήρε το όνομά του από τον μυθικό αυτό ήρωα.

Στην αρχαιότητα γνωστοί κήρυκες υπήρξαν ο Στέντωρ που ήταν κήρυκας του Νέστορα στην Ιλιάδα και που φώναζε τόσο δυνατά, ώστε βγήκε η φράση «στεντόρεια φωνή». Ο Όμηρος αναφέρει ότι τα πνευμόνια του ήταν σαν από χαλκό και η φωνή του έκανε για πενήντα ανδρών. Σημαντικός κήρυκας ήταν και ο Ταλθύβιος του Αγαμέμνονα, που απέκτησε και ηρώο και λατρευόταν στην Σπάρτη και από τον οίκο του οποίου ορίζονταν στο εξής οι κήρυκες των Λακεδαιμονίων. Ο Ευρυβάτης ήταν κήρυκας επίσης του Αγαμέμνονα στην Ιλιάδα αλλά γνωστός έγινε από την Οδύσσεια και ο συνονόματός του Ευρυβάτης από την Ιθάκη που συνόδεψε τον Οδυσσέα κατά την επιστροφή του. Επίσης γνωστός έγινε ένας ηλικιωμένος κήρυκας του Πρίαμου στην Τρωάδα, ο Ιδαίος, που διακινδύνευσε μαζί του για να μεταφέρουν τον νεκρό Έκτορα. Γνωστός έγινε και ο Ανθεμόκριτος που βρήκε τραγικό θάνατο κατά την αποστολή του στα Μέγαρα για την ανακοίνωση του Μεγαρικού Ψηφίσματος.
από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Μουσική/Στίχοι: Μαρκόπουλος Γιάννης/Βίρβος Κώστας
Θεσσαλικός Κύκλος 1974

Φωνή τελάλη:
Ακούστε τα μαντάτα
ακούστε χωριανοί
αρπάξαν το γαϊδούρι
του Μήτρου απ' το παχνί
Ακούστε και να λέω
γι αγάνα στην καρδιά
θα έρθει ο αφέντης
να πάρει τη σοδειά
Ακούστε τα μαντάτα
ακούστε χωριανοί...

Τραγούδι:
Ακούστε κι άλλο ένα χαμπέρι χαρωπό
θα ρθει μια κομπανία το βράδυ στο χωριό
και θα μας τραγουδήσει με γάργαρες φωνές
τα μαύρα βάσανά μας και τις μικροχαρές
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί...

Θα πουν κι ένα τραγούδι για του Θωμά το γιο
που βγήκε δεκανέας, καμάρ' για το χωριό
θα πουν και για το Σταύρο που τού 'κοψαν τ' αυτιά
και για το φόβιο τρένο που μοιάζει με οχιά
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί...
Αυτοί οι μουζικάντες και οι τραγουδιστές
να ξεσηκώνουν ξέρουν των σκλάβων τις καρδιές
και πες και πες τραγούδια για την παληκαριά
θα σ'κώσουν μπαϊράκι μια μέρα στα χωριά
Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε χωριανοί
απόψε στην πλατέα των σκλάβων τη φωνή


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Του Δεκέμβρη τα ποιήματα...!


Κωστής Παλαμάς, «Δεκέμβριος»…
“Η μητερούλα στον κόρφο της κοιμίζει/ το ακριβό, το μόνο της παιδί
έξω με χιόνια Δεκέμβρης τριγυρίζει/ κι αυτή το σφίγγει και, σα να τραγουδεί
σιγομιλάει με γέλιο και τρεμούλα, η μητερούλα:
«Άγιε Νικόλα, που ξέγνοιστα χτενίζεις/ τ’ άσπρα σου γένια ψηλά στον ουρανό
και πέφτουν κάτου σωρός και μας χιονίζεις/ μην το κρυώσεις, λυπήσου τ’ ορφανό.
Λαμπάδα τρέχω σ’ εσέ ν’ ανάψω κιόλα, Άγιε Νικόλα!
Να ο Χριστός σου γεννιέται σε λιγάκι/ που αγαπάει, μικρό μου, τα παιδιά.
Ζεστό σου φέρνει καινούριο φουστανάκι/ και την ευχή του πιστή σου συνοδιά.
Κοιμήσου τώρα, και θάρθει στ’ όνειρό σου, να  ο Χριστός σου!
Κι αφού μας φύγει, δε μας ξεχνά, θ’ αφήσει/ στον Άη Βασίλη για σε παραγγελιά
χίλια παιχνίδια λαμπρά να σου χαρίσει/ και ζαχαράτα και χάδια και φιλιά.
Με τη χαρά του η χάρη του θα σμίγει/ κι αφού μας φύγει!
Τι θα μου μένει, αν γράφθη μαύρη μέρα/ για να το χάσω από την αγκαλιά;
Χωρίς παιδάκι τι είναι η μητέρα/ χωρίς πουλάκι τι θέλει κ’ η φωλιά;
Αν της πετάξει, ας πέσει χαλασμένη…Τι θα μου μένει!»”


Δόξα του Δεκέμβρη
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική:Παντελής Θαλασσινός
Στολίζω δέντρο με τα χιόνια του Χριστού
τραπέζι στρώνω με τα δώρα του χειμώνα
εσύ το φως ενός ορίζοντα κλειστού
που το φορώ του ταξιδιού μου αρραβώνα.

Ανάβω φώτα και λαμπιόνια ζωηρά
και μες στη φλόγα της γιορτής κεράκι λιώνω
φωτογραφίζω αναμνήσεις στη σειρά
να σε θυμάμαι όσο λείπω ένα χρόνο

Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα σε φιλήσω
και μια ευχή πάνω στα χείλη σου θ' αφήσω
καθώς αργά θα ξετυλίγεις τον καιρό σου
σαν παραμύθι να με βλέπεις στ' όνειρό σου...

Ζυμώνω δώδεκα Χριστόψωμα ζεστά
με της αγάπης τη μαγιά και άσπρο αλεύρι
να τα μοιράσεις σε παιδάκια γελαστά
να' χουν να λένε για τη δόξα του Δεκέμβρη

Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα σε φιλήσω
και μια ευχή πάνω στα χείλη σου θ' αφήσω
καθώς αργά θα ξετυλίγεις τον καιρό σου
σαν παραμύθι να με βλέπεις στ' όνειρό σου...

Τυφλός-Γιώργος Σεφέρης


Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη 
μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρίς όνειρα, 
χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη. 
Ο ξύπνος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα 
 κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας
 συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς 
μ’ ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν 
 μωλωπισμένες φτέρνες απ’ τη βαριά ποδοβολή 
 στην καταποντισμένη σύναξη εκειπέρα.
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη. 
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλον. 
Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·  
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία  
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους,σακάτηδες, χωρίς πνοή
και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο 
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα 
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά. 
  
Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών 
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.  
Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα.
 Στην κάμαρα το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
 σαν το τυφλό περιστέρι.
 Κι αυτός 
ψηλαφώντας βάδιζε στο βαθύ λιβάδι 
κι έβλεπε σκοτάδι πίσω από το φως. 
Δεκέμβρης 1945


Στο γκρίζο τρένο του Δεκέμβρη: Nίκος Kαρούζος

 Σ α να μὴν υπήρξαμε ποτὲ

 κι όμως πονέσαμε απ᾿ τὰ βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μία εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρὸ η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μία μουσικὴ
άξια των συγκινήσεών μας
δεν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτὸν σωθήτω.
Θα σωθοῦμε απὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλὰ
με των καλύκων την περισυλλογὴ
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιὰ
μία μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει, η ψυχὴ τη μοναξιά της.