Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο  Μίλτος καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού βλέπει όπως κάθε μέρα αθλητικό κανάλι.. Ο καναπές στο σημείο αυτό έχει κάνει ένα μεγάλο λάκο. Όταν έχει αγώνες καλεί και άλλους ομοιοπαθείς του και κάθονται με τις ώρες μπροστά στην TV πίνοντας  μπύρες και βρίζοντας…Φοβερά ενδιαφέροντα αυτός ο Μίλτος. Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, προπό. Τίποτα άλλο. Η μάλλον και κάτι άλλο για να μην γίνομαι άδικη…Ασχολείται με πάθος, με όλα τα γαστριμαργικά σπόρ… 
       «Τζίνα, για πού ετοιμάζεσαι τη ρωτά χωρίς να την κοιτάξει…
       «Θα βγω με τη Βίκυ».
       «Πάλι αυτή; Σου είπα δεν θέλω να βγαίνεις μαζί της» απαντά επίσης χωρίς να την κοιτάξει ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του.
      «Να σου πω Μίλτο, κι εγώ σου είπα και μάλιστα πολλάκις, αν δεν σου αρέσει η Βίκυ, να μη την κάνεις παρέα. Τους φίλους μου όμως τους επιλέγω εγώ. Και δεν θα το συζητήσω άλλο γιατί βιάζομαι»
     «Και που θα πάτε;» τη ρωτά με ύφος θυμωμένου μπαμπά..
      «Άντε πάλι.. Τι έγινε ρε Μίλτο σκηνές; Τράβα την πρέζα σου μωρό μου μη χάσεις καμιά φάση» του απαντά απαξιωτικά η Τζίνα που σιχαίνεται το ποδόσφαιρο .
«Εγώ σου λέω ότι δεν θα βγεις. Δεν πάς πουθενά» Επιμένει ο Μίλτος πεισμωμένος και χτυπά το χέρι του στο τραπεζάκι κάνοντας τα τσιπς να χοροπηδήσουν και να πέσουν στο χαλί.
      «Αγόρι μου η χούντα έπεσε εδώ και χρόνια. Πες μου μια καλή αιτία να μην βγω και σου δίνω τον λόγο μου ότι θα το κάνω» απαντά η Τζίνα με εκνευριστική ηρεμία.
      «Θα βρεις την πόρτα κλειδωμένη όταν γυρίσεις» συνεχίζει ο Μίλτος φορώντας το άγριο του, αλλά με το μάτι κολλημένο στην οθόνη μη και χάσει καμιά φάση.
     «Μη ξεχάσεις το κλειδί πίσω απ’ την πόρτα» του απαντά ειρωνικά και πηγαίνει προς το μπάνιο.
   Ο Μίλτος εξαγριωμένος σηκώνεται και την ακολουθεί τραβώντας την από το μπράτσο.
  «Μη μου κάνεις εμένα την ξύπνια ακούς;»
  «Μίλτο παράτα με. Δεν έχω διάθεση…»
   Ξαφνικά και ενώ η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη, από την τηλεόραση ακούγονται οι κραυγές του σπήκερ «Ναι..ναι…είναι γκοοολ». Ο Μίλτος ξεχνώντας αστραπιαία τον καυγά του με τη Τζίνα αρχίζει να κραυγάζει σαν τρελός. «Ολέ, ολέ, ολέ». Την αγκαλιάζει αναπάντεχα, και την σφίγγει μέχρι πνιγμού δίνοντας της απανωτά φιλιά. Η Τζίνα το έχει ξαναδεί το έργο, αλλά αυτή τη φορά έχει διαφορετική χροιά γι αυτήν. Γίνεται έξαλλη. “Εεε ναι!! Τα θέλει ο κώλος σου παλιοβλαμμένε!” ψιθυρίζει και φεύγει θυμωμένη χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
    Κατεβαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, και πριν βγει έξω, ρίχνει μια τελευταία πεταχτή ματιά στην εμφάνισή της στο μεγάλο καθρέπτη. Όντως η  θέα του εαυτού της ήταν επιτέλους μετά από τόσο καιρό άκρως θηλυκή μέσα στο κόκκινο  μπλουζάκι της με το ανοιχτό σέξι μπούστο.

  Ώρα επτά και μισή και η Τζίνα με το μικρό της αυτοκίνητο τρέχει στην παραλιακή με τα παράθυρα ανοιχτά προσπαθώντας να μην σκέφτεται το συμβάν με τον Μίλτο. Μάταια όμως. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να μιλά μόνη της.  «Τον ήλίθιο! Έχασα εξ αιτίας του όλους μου τους φίλους. Ο Νίκος με την Αθηνά χαζοκουλτουριάρηδες, ο Αλέκος με τη Γιάννα βλάχοι, ο Τάσος με τη Λένα τσιφούτηδες, η Αλεξάνδρα ανοργασμική γεροντοκόρη. Για όλους βρήκε  κουσούρια γαμώτο. Μόνοι εγώ και αυτός και όλα ένας παράδεισος. Μόνο που εγώ γουστάρω κόλαση και δεν με ρώτησε ποτέ».
    Το  ραδιόφωνο παίζει σκυλοτράγουδα. Αλλάζει σταθμό ψάχνοντας  για κάτι πιο ρομαντικό. Σταματά την βελόνα απότομα ... «εδώ να μείνεις, της καληνύχτα τα φιλιά μη μου τα δίνεις… εδώ και τώρα να το μάθουμε κι οι δυο, αν έχεις τίποτα μαζί μου να συγκρίνεις…» ακούγεται η γλυκιά φωνή της Αρβανιτάκη συμπυκνώνοντας τα συναισθήματά της μέσα σε δευτερόλεπτα. Μια μέγγενη σφίγγει την καρδιά της έτοιμη να την συνθλίψει. Πάντα έτσι νοιώθει ακούγοντας αυτό το τραγούδι.

  »…Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν επέστρεψαν στο σπίτι μετά από μια ρουτινιάρικη έξοδο. Με μια μηχανική κίνηση η Τζίνα άνοιξε τον τηλεφωνητή μήπως είχαν κάποιο μήνυμα. Ακούστηκε μια σιωπή κι έπειτα αυτό το τραγούδι. Ο Μίλτος έξω φρενών άρχισε να βρίζει τους μαλάκες που γέμισαν την κασέτα του τηλεφωνητή με βλακείες. Η Τζίνα έμεινε σιωπηλή γνωρίζοντας καλά τι γινόταν, ο Νίκος ήταν.
        Οικογενειακός φίλος ο Νίκος, έμενε τρεις ορόφους πάνω από αυτούς. Την φλέρταρε καιρό. Δεν ήταν ξεκαθαρισμένα έρωτας. Βουτηγμένος ήταν κι αυτός στη μιζέρια του γάμου του, και τα λέγανε μερικές φορές ιδιαιτέρως. Είχανε την ίδια ηλικία.
    Η γυναίκα του Νίκου η Πόπη  ήταν μπουζουκόβια. Σετάκι δηλαδή με τον Μίλτο, ενώ εκείνοι καθαρόαιμα παιδιά του ροκ εντ ρολ. Συζητούσανε πολλές ώρες όταν βρίσκονταν μόνοι. Μιλούσαν για Τζιμυ Χέντριξ, Μπομπ Ντίλαν, Ντόνοβαν, για τα μπαράκια στα Εξάρχεια και τα φοιτητικά τους χρόνια.  Κάποιες φορές ο Νίκος έφερνε και κανένα «φτιαγμένο» τσιγαράκι και κάπνιζαν με την Τζίνα χωρίς τα ταίρια τους να παίρνουν χαμπάρι. Άλλωστε και κείνοι είχαν τις δικές τους σοβαρές συζητήσεις, όπως, τα καινούρια μπουζοκοσουξέ της Άντζελας , τα ιν φαγάδικα της αγοράς, τα ροζ σκάνδαλα των επωνύμων.
    Ούτε ο Νίκος ούτε κι η Τζίνα είχαν βγάλει από μέσα τους ποτέ κάποια ερωτική διάθεση. Γουστάρανε και οι δύο, αλλά φίλοι γαρ και μάλιστα κολλητοί δεν τους έπαιρνε για περαιτέρω.
   Κάποιο βράδυ τα δύο ζευγάρια είχαν πάει σε ένα Ελληνάδικο επιλογής Μίλτου για διασκέδαση. Μετά από δύο μπουκάλια ουίσκυ  κι ενώ ο Μίλτος με την Πόπη νταλκαδιάζανε  λικνιζόμενοι σε ένα γκρεκοτσιφτετέλι, ο Νίκος καθόταν μόνος στο τραπέζι με την Τζίνα. Απλώνει το χέρι δειλά κάτω από το τραπέζι και αγγίζει το πόδι της. Εκείνη δεν αντιδρά. Με κινήσεις αργές το χέρι του Νίκου ανεβαίνει προς τα πάνω. Περνά πάνω από το τραπέζι και φτάνει στο χέρι της. Το χαϊδεύει τρυφερά και το φέρνει στα χείλη του, ενώ την κοιτάζει με βαθύ ερωτικό βλέμμα μέσα στα μάτια. Η Τζίνα νοιώθει ένα ρίγος να τρέχει απ΄ άκρη σ΄ άκρη στο κορμί της. Τον κοιτάζει αφήνοντας τη σιωπή να μιλά. Η Πόπη αναψοκκοκινισμένη από το dance,έρχεται τη στιγμή εκείνη στο τραπέζι  να πιει νερό. Αυτό ήταν…η κυρία του κυρίου είδε την σκηνή, και έγινε τι δεν έγινε….
       Ο Νίκος κώλωσε και τα ‘ριξε στην Τζίνα χωρίς δισταγμό. «Μου την έπεσε αγάπη μου» της είπε, «δεν το πιστεύω! Μου την έπεσε στην ψύχρα». 
      Η Τζίνα έμεινε άφωνη. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί κάτι τέτοιο. Έβλεπε με αηδία εμπρός της ένα ψαρωμένο ανθρωπάκι που μέχρι χτές δήλωνε «ροκάς» να την ρίχνει στην πυρά για να σώσει ένα γάμο χρεοκοπημένο και μια σχέση πεθαμένη προ καιρού.
     Απέναντί της  πάνω στην πίστα, ένας ιδροκοπημένος  Μίλτος που δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν συνέχιζε να λικνίζεται σε ρυθμούς «…τις φλέβες μου έκοψα για σένα».
    Η Τζίνα «τσούλα» της βραδιάς βαλλόμενη από το ζευγάρι δεν ήξερε που να κρυφτεί. Τους άφησε να την βρίζουν μη ξέροντας τι να πει. Αφού εκτονώθηκαν αρκετά και η μεταξύ τους παρεξήγηση  αποκαταστάθηκε, φύγανε άρον άρον χωρίς καν να πληρώσουν το λογαριασμό τους. Η Τζίνα έμεινε άγαλμα κοιτάζοντάς τους να απομακρύνονται αγκαλιασμένοι και «θιγμένοι» από το επεισόδιο. Ο Μίλτος βλέπει επιτέλους ότι η Τζίνα είναι μόνη στο τραπέζι και κατεβαίνει από την πίστα μεσ’ την απορία: «Τι έγινε πάλι τσακωθήκανε αυτοί;  Α, τέλος. Δεν ξαναβγαίνουμε μαζί τους…»
«Άντε πνίξου και συ ρε Μίλτο», ψιθύρισε η Τζίνα, και χάθηκε μέσα στις μαύρες σκέψεις της.
Την άλλη μέρα ο Νίκος προσπάθησε να την  βρει. Ζητούσε συγγνώμη. Ήθελε να μείνουν φίλοι, έστω μόνο οι δυο τους λέγοντας πως την έχει ανάγκη. Εκείνη με λαβωμένο εγωισμό κι έναν απέραντο θυμό μέσα  της, από τη μια για τη συμπεριφορά του Νίκου και από την άλλη για την αδιαφορία του Μίλτου, που ούτε να τη ζηλέψει  δεν ήταν ικανός, πήρε ανάποδες και τον σιχτίρισε. Δεν του ξαναμίλησε ποτέ. Έβαλε και τον Μίλτο στην μπρίζα και άλλαξαν διαμέρισμα μέσα σε ένα μήνα.
  Ήταν Δευτέρα πρωί όταν ένας συνάδελφος έφερε στο γραφείο τα «μαντάτα». “Ο Νίκος Αυγερινός, ο ταμίας της Ιονικής, πήδηξε από το μπαλκόνι του έκτου ορόφου της πολυκατοικίας του”. Κάποιοι είπαν ότι προηγήθηκε ένας μεγάλος καυγάς με την γυναίκα του, και αυτός μεθυσμένος έπεσε στο κενό κατά λάθος… Κάποιοι άλλοι  ότι έχασε στο καζίνο ένα τεράστιο ποσό από χρήματα της Τράπεζας που εργαζόταν ως κεντρικός Ταμίας. Δεν άντεχε τον διασυρμό και τις συνέπειες, τα ήπιε μέχρι θανάτου και πήδηξε στον ακάλυπτο. Τι σημασία είχε το γιατί; Το δια ταύτα ήταν ότι χάθηκε για πάντα..
  Από τότε στην ψυχή της Τζίνας φώλιασε βαθιά μια ενοχή. Θεωρούσε ότι αν δεν ήταν τόσο εγωίστρια, ώστε να τον είχε συγχωρέσει, μπορεί και να ζούσε σήμερα Αυτό το τραγούδι πάντα της τον θυμίζει, μαζί με  την αδυναμία της να κατανοεί την ελαφρότητα και τη δειλία στην συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων. Ένα ελάττωμα που πάντα πάλευε. Στην αρχή το έκανε για να αμυνθεί. Αργότερα όμως στην πορεία της ζωής της το πάλευε με πλήρη συνείδηση.  Η ιστορία εκείνης της νύχτας, καθώς και ο άδικος χαμός του Νίκου έμεινε ένα αγκάθι μόνιμα καρφωμένο στην καρδιά της. Αυτό τραγούδι, το τραγούδι του, της ξυπνά πάντα  τον εφιάλτη…«
      
     
      Το αυτοκίνητο σαν να γνώριζε από μόνο του τον δρόμο, είχε ήδη φτάσει στον προορισμό του και με κινήσεις μηχανικές είχε σταθεί στο σημείο του ραντεβού.
     Ένα χαμογελαστό προσωπάκι στο παράθυρο του αυτοκινήτου της  προτείνει το χέρι.  «Τζίνα, γεια σου»
      «Γεια σου Μάνο…» του χαμογελά και βγαίνει αμέσως από το αυτοκίνητο.. Την κοιτάζει διακριτικά, το ίδιο κι εκείνη. 
       «Θέλεις να πάμε κάπου με το δικό μου;» (αυτοκίνητο εννοούσε)
       «Μια στιγμή να κλειδώσω» του απαντά, χωρίς να περνάει ούτε στιγμή από το μυαλό της να κάνει πίσω.
        Περπατούν μέσα στο πάρκινγκ και ο Μάνος την οδηγεί δίπλα σε ένα φορτηγό: «ΟΠΩΡΙΚΑ – ΛΑΧΑΝΙΚΑ ΜΑΝΟΣ ΔΟΥΓΛΕΡΗΣ».
        Η Τζίνα παθαίνει σόκ. Όχι ότι είχε κολλήματα με χαι αυτοκίνητα, αλλά κάπως αλλιώς είχε φανταστεί τα πράγματα.. Δεν θα την χάλαγε ακόμα και ένας σκαραβαίος  ή ένα Ντεσεβώ. Αλλά φορτηγό ρε γαμώτο; και μάλιστα μαναβερί; Ε.. της ήρθε «κάπως».
        Τι να κάνει η δυστυχής, να μην τον προσβάλει ένεκα οι καλοί της τρόποι, «σαλτάρει» στη φορτήγα, και βολεύεται στο τεράστιο κάθισμα προσπαθώντας να το διασκεδάσει.
         Το λαχανεμπορικόν πήρε το δρόμο της παραλιακής προς Γλυφάδα. Ο Μάνος οδηγούσε σχετικά νευρικά και στη μέση του δρόμου κοιτώντας αγχωμένος δεξιά αριστερά. Φοβόταν μη τον δει κανείς και το έδειχνε. Η Τζίνα ήταν πιο κουλ, ίσως γιατί κατά βάθος βρισκόταν σε απόσταση από αυτό που έκανε. Όπως και να έχει το πράγμα, οι ηδυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι τη στιγμή εκείνη, έκαναν την προσωπική τους επανάσταση χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει επί της ουσίας. Γιατί το «κέρατο» κατά κανόνα, είναι η πρώτη μορφή «αντίστασης» σε ένα γάμο φαλιμέντο.
        «Λοιπόν;» έσπασε  τη σιωπή ο Μάνος.
        «Λοιπόν τι;» του απαντά με γλύκα η Τζίνα.
        «Τι σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή;»
        «Τι θέλεις να ακούσεις;»του λέει χαριτωμένα προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί κάτι έξυπνο, νοιώθοντας παράλληλα τα πόδια της να αιωρούνται στο κενό του πανύψηλου καθίσματος και το στομάχι της να ανακατεύεται από το άτσαλο οδήγημα του Μάνου..
         Ο Μάνος ήταν παντρεμένος με τρία παιδιά. Χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα με το γάμο του, έτσι τουλάχιστον πίστευε. Γιατί το να ξενοσαλιάζεις Μάνο μου είναι από μόνο του ήδη ένα πρόβλημα στο γάμο σου. Aς το βαφτίσουμε όμως «τσιλιμπούρδισμα» για να μην χαλάσουμε το χατήρι των αρσενικών, που θεωρούν επιβεβαίωση και δείγμα αντρισμού το ξενοπήδημα. Αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Tότε ο σοφός μας λαός θα είχε βγάλει λέξη αντίστοιχη του «κερατά» για τις γυναίκες.

         Μπήκανε σε κάτι χωματόδρομους προς Σαρωνίδα μεριά. Ανεβοκατέβηκαν λόφους και βουναλάκια ώσπου έφτασαν σε ένα κατσικόδρομο που  τους έβγαλε  σε μια πανέμορφη παραλία.
       Η Τζίνα ένοιωσε την ομορφιά να τρυπώνει μέσα της. Να διαπερνά  τα μάτια της και να φτάνει στην καρδιά της φωτίζοντας με τα χρώματα της φύσης άχρωμα συναισθήματα. Μια γαλήνη τύλιξε τη σκέψη της και απομονώθηκε σ’ αυτήν κρατώντας τον Μάνο απ’ έξω.
      Ο Μάνος συνεχίζοντας να ζει στον «τρόμο» του, άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά σαν λαγωνικό μήπως σκάσει μάτι κανένας γνωστός. Aφού βεβαιώθηκε  ότι όλα είναι clear, της έκανε την τιμή να διαλέξει βραχάκι.
      Η Τζίνα αισθάνθηκε ενοχλημένη από όλη αυτή τη υστερία του Μάνου και το βλέμμα της έγινε επιθετικό.          
      «Συγγνώμη για τα μέτρα που παίρνω καλή μου» της είπε εισπράττοντας την δυσαρέσκειά της, «φοβάμαι μήπως μας δει κάποιο μάτι, και δεν μπορώ τις φασαρίες. Καταλαβαίνεις ε;»
      Η Τζίνα δεν μπόρεσε να μη του την πει γιατί θα έσκαγε.
      «Τι λές βρε Μανωλάκη; Το φορτηγό σου κινούμενος στόχος είναι μωρέ. Όνομα, επίθετο, τηλέφωνο όλα σε δημόσια θέα. Και η γιαγιά μου με τον καταρράκτη της θα το έβλεπε από χιλιόμετρο μακριά, μη με τρελαίνεις τώρα».
«Έχεις χιούμορ μικρό» της λέει γελώντας δυνατά.. Η Τζίνα δεν το σχολίασε γιατί δεν ήθελε να τον προγκίξει ακόμα δεν γνωρίστηκαν.
 Καθίσανε στο βραχάκι. Το ηλιοβασίλεμα είχε ωριμάσει και βρισκόταν στην ωραία του φάση. Η Τζίνα χάθηκε στη σκέψη της. Γλυκιά η μυρωδιά της θάλασσας, ένοιωσε να την μεθάει.
Αισθάνθηκε μόνη και μπερδεμένη. Τα μάτια της βούρκωσαν..Eλα ρε Τζίνα άσε τις ρομάντζες, είπαμε δεν πετάμε, περπατάμε. Χρειάζεσαι μια αγκαλιά για να χαθείς. Μάνος Δούγλερης, λαχανέμπορος, ε και;”. Επανέφερε αμέσως τον εαυτό της στην τάξη.
 Όπως είναι απόλυτα φυσικό το χέρι του Μάνου, πέρασε πάνω από τους ώμους της. Εκείνη χαλάρωσε. Σαν ήρθε όμως  η ώρα του φιλιού και… του παραπάνω δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ο Μάνος το κατάλαβε και μαζεύτηκε. Τελικά Τζινάκι δεν είσαι τόσο άνετη όσο φαντάζεσαι. Κωλώνεις καλή μου, αλλά δεν πειράζει φυσικό είναι…
 Πέρασαν δύο ώρες σε τρυφερές περιπτύξεις αλλά το βραχάκι σκληρό και τα πισινά της καλομαθημένα.
«Μάνο φεύγουμε;»
 Ξαναμμένος ο Μανωλάκης, αλλά τι να κάνει ο φουκαράς έγνεψε «ναι». Μπήκανε ξανά στο «λαχανεμπορικόν» και τι  της  λέει το άτομο; «Δεν πειράζει που δεν κάναμε έρωτα μωρό μου, θα κάνω με τη γυναίκα μου και θα εκτονωθώ»
 «Δεν τον πιστεύω! Είναι απίστευτος» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της κάνοντας ότι δεν το άκουσε.. 
  Φθάσανε στο πάρκιγκ σιωπηλοί, και ενώ η Τζίνα πίστευε ότι ο Μάνος είναι χολιασμένος με την συμπεριφορά της, εκείνος σκύβει και της δίνει ένα παθιασμένο φιλί.
  «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο. Θέλεις;» είπε με λάγνα φωνή.
 «Ναι, θέλω, καλό βράδυ» του απαντά χαδιάρικα και βάζει μπρός το αυτοκίνητο ενώ τον κοιτάζει στα μάτια.
Αμέσως η κινητή τηλεφωνία σε ενέργεια.
 «Βίκυ;»
 «Τι έγινε ρε, καλός;» ρωτά με αγωνία η Βίκυ που περίμενε πάνω από το τηλέφωνο.
 «Καλόοος» αποκρίνεται η Τζίνα με τη γλύκα του παράνομου φιλιού ακόμα στα χείλη.
 «Πως είναι σαν άνθρωπος; Τι δουλειά κάνει;»
               «Αυθεντικός λαχανέμπορας και άρρην. Γουστάρω;»
 «Μηλέας δηλαδή;» λέει η Βίκυ και αρχίζει να γελάει
 «Μηλέας; Χα, χα. Δεν παίζεσαι φιλενάδα» επαναλαμβάνει η Τζίνα έχοντας ξεσπάσει και αυτή σε γέλιο.
 «Μπράβο ρε, αλλά θα στο ξαναπώ… Π ρ ό σ ε χ ε !!!

  Επιστρέφοντας σπίτι, στην πραγματικότητά της βρήκε μια προβοσκίδα γιγάντιου ελέφαντα την περιμένει.
 «Σώπα!! βρήκες την πόρτα;»  ακούγεται μια στριμμένη φωνή..
 «Δεν την είχα χάσει καλέ μου….»  του απαντά με ειρωνεία.
  «Μπορούμε να μάθουμε που είσαστε κυρία μου;» ανταποδίδει με το ίδιο ειρωνικό ύφος.
   «Μπορείτε. Με γκόμενο είμαστε» του απαντά η Τζίνα με απόλυτη ειλικρίνεια.
    Την κοίταξε με ύφος απαξιωτικό…
    «Μμμ! Αστείοοο!! Πολύ γέλασα… Δεν φτιάχνεις τίποτα να φάμε;»
 Η Τζίνα δεν μιλάει. Δεν έχει διάθεση για κουβέντες στο κενό. Όμως τα έχει πάρει, “πως είναι τόσο σίγουρος για την «ηθική» μου ρε γαμώτο; Ή μήπως με θεωρεί εντελώς de sexual;” σκέφτεται πηγαίνοντας  προς την κρεβατοκάμαρα αμίλητη.


Το ξύπνημα βαρύ την επόμενη μέρα. Ο Μάνος είναι σχετικά απών από τη σκέψη της, ίσως γιατί θεωρεί σίγουρο ότι τον γοήτευσε και δεδομένο ότι θα την πάρει τηλέφωνο. Ίσως και γιατί άλλα πράγματα βασανίζουν τη σκέψη της και δεν της αφήνουν χώρο για τα γκομενικά ….
Μέσα από το αυτοκίνητο τηλεφωνεί στη Βίκυ. Εκείνη πάει πιο πρωί στο γραφείο, έτσι στη διαδρομή για τη δουλειά πάντα τα λένε. Της φτιάχνει τη μέρα το κορίτσι με το ανεξάντλητο κέφι. Ακόμα και στα πιο δύσκολα καταλήγουνε σε ξέφρενο γέλιο.
 «Καλημέρα» είπε η Τζίνα ξερά και χασμουρήθηκε.
    «Καλημέρα. Τι ύφος είναι αυτό φιλενάδα; Όλα καλά;»
    «Ρε συ, είπα του Μίλτου ότι ήμουν με γκόμενο και γέλασε»
    «Τι; ..Τι του είπες;»
    «Την αλήθεια και…γελούσε. Είμαι τόσο ούφο, που γελάνε μαζί μου ακόμα και τα ούφο», μίλησε με παράπονο η Τζίνα.
     Ακολούθησε σιγή….Και μετά ένα ξέσπασμα  τρελού γέλιου.
    «Τι λες ρε βαρεμένο; Τα λένε έτσι ωμά; Και περίμενες ο Μίλτος να καταλάβει ότι είναι αλήθεια και να σε πάρει στα σοβαρά; Χαχαχα είσαι όντως ούφο!!»
    «Δίκιο έχεις. Ούφο είμαι, ούφο γιατί κωλυσιεργώ αυτό που έπρεπε από καιρό να έχω κάνει. Άφησα τον χρόνο να γράφει τελίτσες. Να κυλάει. Κι εγώ πιστός οπαδός της «αναμόρφωσης» του Μίλτου. Να δώσω ευκαιρίες στο γάμο μου. Να δείξω ανωτερότητα στις περιστάσεις γιατί εγώ είχα το μυαλό, ο Μίλτος όχι, ο Μίλτος έτσι, ο Μίλτος αλλιώς, μου ανάψανε όλα τα λαμπάκια κι έπαθα βραχυκύκλωμα», έβγαλε το θυμό της η Τζίνα που σταματώντας απότομα το γέλιο, ξέσπασε σε κλάματα….
-----
«Τζίνα;» ακούστηκε μια συνωμοτική φωνούλα με ένοχη χροιά στο ακουστικό του τηλεφώνου. Ο Μάνος ήταν που πρωί πρωί, σκέφτηκε να σφραγίσει με σιγουριά τη χτεσινή του γνωριμία. Της ζήτησε να βρεθούνε ξανά. Του υποσχέθηκε ότι θα γίνει σύντομα.


     Πέρασε μια βδομάδα από τη μέρα που συνάντησε τον Μάνο. Της τηλεφωνούσε δύο και τρεις φορές την ημέρα, όχι ότι είχανε πολλά να πούνε, έτσι για την επαφή και μόνο…
     Εν τω μεταξύ η Βίκυ που συμπτωματικά έμενε στην ίδια περιοχή που είναι το λαχανεμπορικό του Μάνου, και ως γνήσιο πειραχτήρι που ήταν, έγινε «πελάτισσα» του. Πήγαινε στο μαγαζί του και  αγόραζε δήθεν μαρούλια και φρέσκα χορταρικά για τα καναρίνια της. Είχε μανία με τα πτηνά ο Μάνος, (το είχε πει στην Τζίνα) έτσι είχαν «σοβαρό» θέμα συζήτησης. Μια μέρα η Βίκυ έφερε την κουβέντα στις εξωσυζυγικές σχέσεις… Αυτός με ύφος αηδίας, «αποκήρυξε μετά βδελυγμίας» τους άντρες που απατούν τη γυναίκα τους..
        Αχ, ατιμούλικο!!! του είπε η Βίκυ γελώντας πονηρά τσιμπώντας τον στο μάγουλο, και τον άφησε μεσ’ την απορία.
     Πάντα έκανε τις «κοινωνικές της έρευνες» η Βίκυ. «Μια μέρα θα γράψουμε βιβλίο για τους άπιστους φιλενάδα» έλεγε συχνά στην Τζίνα γιατί ήξερε το μεράκι της για το γράψιμο. «Θα τους εκθέσω γαμώτο τους υποκριτές για να μάθουν όταν το κάνουν, τουλάχιστον να ξέρουν γιατί το κάνουν».

     Ωρίμασε στο μυαλό της Τζίνας η ιδέα της τσιλιμπουρδιάς και νάτην ένα απόγευμα με τον Μάνο σε απόμερο «καφέ σαντάν» να τα λένε. Το καφέ «κρυμμένο» καλά, μέσα σε κήπο ολόβλαστο.  Απ’ έξω όμως το λαχανεμπορικόν σε δημόσια θέα. Κατά τα άλλα ο Μάνος, αν δεν ήταν άνοιξη θα φορούσε γυαλιά και καπαρντίνα για να μην τον αναγνωρίσουν. Μερικές φορές οι άνθρωποι γίνονται πολύ ανόητοι Αφού δεν το αντέχεις γιατί το κάνεις αγόρι μου;  Της ήρθε να του πει, αλλά τι σε νοιάζει ρε Τζίνα δικό του πρόβλημα ο στρουθοκαμηλισμός. Σκέφτηκε και δεν μίλησε.
    Συζήτησαν για τους φίλους, τις συνήθειες, τη δουλειά, τη ζωή τους γενικά. Σίγουρα κάτι  παραπάνω από τα μισά ήτανε ψευτιές, αθώες μεν αλλά «πινοκιάδα» που λέει και η Βίκυ. Τι μπορούν άλλωστε να πουν δυο άνθρωποι που γνωρίστηκαν με ημερομηνία λήξης, μόνο και μόνο για να ξεφύγουν πρόσκαιρα από το κλουβί τους; Τι άλλο από το να εκθέσουν τους διακαείς τους πόθους ως γεγονότα, σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού και μόνο, απευθυνόμενοι σ ένα γνωστό άγνωστο άνθρωπο που αύριο δεν θα ξαναδούν.
    Ο Μάνος προσπάθησε με πλάγιους τρόπους να της αποσπάσει στοιχεία για τη φίλη της. Τον έτρωγε η συνομιλία που είχε με τη Βίκυ για τα εξωσυζυγικά. Κάτι δεν του είχε καθίσει καλά. 
     «Αχ, βρε Μανωλάκη σε μαφία έπεσες. Σιγά μη σου πω ότι σου κάναμε πλάκα» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της.
     «Δεν σε άκουσα καλή μου;» ρώτησε με απορία ο Μάνος.
      «Μπα τίποτα, κάτι δικό μου» του απάντησε αόριστα. Αφού ήπιανε τον καφέ τους και λύσανε όλα τα προβλήματα του κόσμου έφτασε και η ώρα της κρίσης.
      «Θέλεις να πάμε κάπου πιο ήσυχα;» είπε ο Μάνος κοιτώντας την ένοχα.
     «Γιατί εδώ έχει φασαρία;» του απαντά με χαζό ύφος λες και δεν κατάλαβε τι εννοούσε.
     «Καλή μου εννοώ να είμαστε μόνοι»
      Τον κάρφωσε στα μάτια. «Ξενοδοχείο εννοείς. Έχει όνομα το “μόνοι” καλέ μου».
      Πρέπει να τον κόμπλαρε γιατί έχασε τα λόγια του.
     «Αν.. αν θέλεις φυσικά» ψελλίζει κοκκινίζοντας.

      Τελικά οι λαϊκοί άνθρωποι όπως ο Μάνος έχουν μια ακαταμάχητη γνησιότητα. Έχουν ακόμα αναστολές. Πράγμα που σπάνια συναντάς στους «μουράτους». Αυτοί στα ρίχνουν ευθέως σαν να σου κάνουν χάρη που είναι μαζί σου.   

   »…Είχε γνωρίσει παλιότερα η Τζίνα μέσα από τη δουλειά της έναν Μιχάλη με BMW και διδακτορικό. Όλη του η αυτοπεποίθηση ήταν κλεισμένη μέσα στο ακριβό του διθέσιο. Ο κόσμος δικός του και οι γυναίκες σκλάβες στη γοητεία και τα λεφτά του. Άκουγε από Μπετόβεν και πάνω. Αγαπημένο του όργανο ήταν η «θεόρβη». Είχε αποκηρύξει από την συνείδησή του κάθε τι λαϊκό. Έμενε στην Εκάλη και οι εννέα στις δέκα κουβέντες του ήταν η πισίνα και το σκάφος του. Πολιορκούσε καιρό την Τζίνα. Εκείνη τον απέφευγε ευγενικά γιατί ήταν σπόνσορας και χρηματοδότης της εφημερίδας που δούλευε, έτσι δεν την έπαιρνε να του την βγει όπως θα ήθελε. Τη συγκεκριμένη εποχή η Τζίνα περνούσε κάργα την «αντιγιάπικη» φάση της. Έκανε λοιπόν τερατώδη υπομονή να μην τον προγγίξει. Ένα βράδυ είχε κανονιστεί επαγγελματικό ραντεβού με την Έλενα την κοπέλα των δημοσίων σχέσεων της εφημερίδας με τον Μιχάλη. Η Έλενα αρρώστησε ξαφνικά, (αυτό τουλάχιστον είπε ο διευθυντής). ΄Έτσι της έπεσε ο κλήρος να βγει μαζί του.
Την πήγε σε ένα πανάκριβο εστιατόριο κυριλάτου ξενοδοχείου όπου ο τύπος είχε κλείσει και σουίτα για τη συνέχεια της βραδιάς. (Τόσο σίγουρο το άτομο ότι θα του καθόταν. Άλλωστε πως θα αντιστεκόταν μια απλή Τζίνα σε όλη αυτή τη χλίδα;). Στην αρχή η κουβέντα τους ήταν γύρω από την διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας του. Γι’ αυτό άλλωστε είχαν συναντηθεί. Σύντομα όμως η κουβέντα έφτασε στις «υψηλές» του γνωριμίες, τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις του στο χρηματιστήριο, τις φιλοδοξίες του, τα ταξίδια  και τις επιτυχίες του στις γυναίκες αφήνοντας έντεχνα ερωτικούς υπαινιγμούς.  
Τέρας υπομονής η Τζίνα. Τον άκουγε χωρίς να του την βγαίνει. Ψυλλιάστηκε τις προθέσεις του αλλά δεν ήταν σίγουρη γι αυτό και δεν έλεγε τίποτα.  Απόλαυσε το κατά τα άλλα θαυμάσιο φαγητό, πότισε το αίμα της μπόλικο «αιωνόβιο» κρασί για να στείλει μια βόλτα τους καλούς της τρόπους, και την ώρα που σήμανε η σάλπιγγα για το χαιλάτο πήδημα, έκανε την επίθεσή της.
«Τζίνα έχεις μείνει ποτέ σε Σουϊτα;»τη ρώτησε  με ύφος πομπώδες ο v.i.p.
«Όχι» του απάντησε έχοντας αρχίσει να φουντώνει.
«Θα ήθελες μια τέτοια εμπειρία;»
«Εμπειρία η Σουίτα;» 
«Φυσικά, έκλεισα μια γι’ απόψε. Θα περάσουμε ένα αξέχαστο βράδυ»
«Θα περάσουμε; Ποιος σου έδωσε ρε μαλάκα το δικαίωμα να αποφασίζεις για μένα;»
«Σε παρακαλώ. Δεν είναι συμπεριφορά αυτή. Ξέρεις σε ποιόν μιλάς; είμαι γόνος της καλλίτερης Αθηναϊκής οικογένειας…»
«Γόνος της μαλακίας είσαι, αυτό είσαι! Σου μοιάζω για γλάστρα μωρό μου; Πως σου πέρασε η ιδέα ότι θα με κατακτήσεις με αυτές τις αηδίες; Οι μάγκες κατακτάνε τις γυναίκες και μ’ ένα σουβλάκι, όχι με Σουϊτες και σκάφη. Υou know σουβλάκι; you know τσάρκα στην παραλία με φεγγαρόφωτο, και κατούρημα στο ύπαιθρο παιδί της Εκάλης;».Φώναξε με αγανάκτηση αδιαφορώντας για το χώρο που βρισκόταν.
Όλη η νομενκλατούρα του μαγαζιού  γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη με λύπηση. Εκείνος κατακίτρινος και ανίκανος να αρθρώσει λέξη, κοιτούσε πότε δεξιά και πότε αριστερά έτοιμος να το πάθει το εγκεφαλικό.
Η Τζίνα φοβήθηκε την όψη του και έκανε πίσω. Πήρε τα πράγματά της και βγήκε να αναπνεύσει. Δεν τον ξαναείδε. Τον χάσανε κι από συνεργάτη,  και ο μπος ακόμα αναρωτιέται το γιατί…«.

 «Έχεις κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου;» ρώτησε τον Μάνο για τον βγάλει από την δύσκολη θέση.
«Δηλαδή θέλεις;» της απαντά με το χαμόγελο της κολγκέιτ.
«Μωρό μου ξέρω τι θέλω, μην ανησυχείς… »
 Με μέτρα υψίστης ασφαλείας το λαχανεμπορικόν Μάνος Δούγλερης ανέβηκε στον Καρέα. Μπήκε σε στενάκια, ανηφοριές, κατηφοριές και παρκάρισε λίγα μέτρα πιο μακριά από ένα underground συμπαθητικό μοτέλ.
Μπήκανε στο δωμάτιο. Η Τζίνα παράγγειλε ένα ποτό. Ήθελε και αυτός ένα, αλλά φοβόταν μην τον μυρίσει η γυναίκα του, έτσι περιορίστηκε σε μια πορτοκαλάδα...
«Ομολογώ ότι αισθάνθηκα αρκετά αμήχανα. Αλλά έχω μάθει να απομονώνομαι όταν κάνω έρωτα. Ίσως γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμα ο άντρας που θα με κάνει να είμαι μαζί του την ώρα αυτή. Το βιολογικό μου ρολόι όμως λειτουργεί κανονικά. Άρα Τζίνα μόνη σου, τα έχουμε πει αυτά, τα κορμιά είναι μονοπάτια και μόνο που οδηγούν στην ηδονή. Καλά θα ήταν νάχεις και παρέα αλλά δεν πειράζει πορέψου όπως βρίσκεις. Αφέθηκα στα χάδια και τα φιλιά. Τρυφερός ο Μάνος και η αίσθηση του παράνομου γλυκιά. Περάσαμε καλά...» εκμυστηρεύτηκε στην Βίκυ η Τζίνα όταν βρέθηκαν λίγο αργότερα.
 Ξαπλωμένοι και οι δύο ανάβουνε τσιγάρο σιωπηλοί ο καθένας χαμένος στις δικές του σκέψεις.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρωτά καθώς τον βλέπει προβληματισμένο.
Γυρίζει και την κοιτάζει στα μάτια. «Θέλω να μου πεις κάτι. Ειλικρινά όμως. Θα το κάνεις;» τη ρωτά.
«Μα ναι, φυσικά» του απαντά, και φαντάζεται μια ερώτηση σχετική με ο,τι προηγήθηκε.
«Η φίλη σου έχει καναρίνι;»...
Παθαίνει σοκ από τα γέλια. Κι όταν αργότερα το λέει στη Βίκυ, γελάνε μέχρι θανάτου. Γελάνε ακόμα και τα «καναρίνια της.»

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ήταν 8 Μάρτη. Ημέρα της Γυναίκας λένε. Οι άλλες τριακόσιες εξήντα τέσσερις τι μέρες είναι δηλαδή;»
    Αυτή η απορία μας γεννήθηκε όταν δεχτήκαμε πολλές προσκλήσεις από διάφορες “ελεύθερες πολιορκημένες” φίλες μας, που λόγω της ημέρας, θέλησαν να ξεσελώσουμε σε ειδών - ειδών διασκεδάδικα.
   Κοιταχτήκαμε και νιώθοντας ότι αυτή η μέρα μάλλον δεν μας αφορά, αποφασίσαμε να τη γιορτάσουμε με πιο πρωτότυπο τρόπο. Ανοίξαμε λοιπόν τους ασκούς του δικού μας «Αιόλου» καταγράφοντας απορίες και εμπειρίες.
    Κάθε άλλο παρά ειδήμονες δηλώνουμε. Απλά προσπαθήσαμε να χορέψουμε  με άμεσο και ανθρώπινο λόγο το γαϊτανάκι της ζωής δύο γυναικών που έχουν τις ίδιες χρονικές αναφορές, που δεν φοβούνται να εκτεθούν, και που παρότι έχουν ζήσει ανατροπές, θέλουν κάποιες φορές να ξεχνούν «το κλειδί πάνω στην πόρτα»… Δύο καθημερινές γυναίκες δηλαδή η Τζίνα και η Βίκυ.
    Η Τζίνα, διαζευγμένη και μάλιστα δις. Ούτως ειπείν ζωντοχήρα. Παράδειγμα προς αποφυγήν για όλες τις «καθωσπρέπει» γυναίκες που έχουν «διδαχθεί» οικογένεια και που δεν εγκαταλείπουν τον «στύλο» του σπιτιού για ψύλλου «πήδημα».
 Η Βίκυ,  «νέα ωραία και ατυχής» που λέει και το τραγούδι. Τουτέστιν γεροντοκόρη. Παράδειγμα προς αποφυγήν και αυτή, για όλες τις «μεγαλοκοπέλες» που έχουν το θράσος να διαλέγουν, ενώ θα έπρεπε να κάνουν «εκπτώσεις» στις επιλογές τους, για να έχουν στο τέλος την πολυπόθητη «κοινωνική αποδοχή» δια του γάμου.
    Με λίγα λόγια, δύο γυναίκες  που θεωρούνται κοινωνικό περιθώριο.
    Καταλαβαίνετε λοιπόν, αν βέβαια θέλετε να καταλάβετε, πως οι αντι-προκάτ γυναίκες γίνονται πάντα ο στόχος μιας ηθικολάγνας κοινωνίας που κατασκευάζει «must» οικογενειακές ιδέες, γιατί φοβάται πως οι γυναίκες αυτές τελικά, αντί να είναι παράδειγμα προς αποφυγή, τείνουν να γίνουν παράδειγμα προς μίμηση.



Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα.  Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις, και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα  γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

«Κική Δημουλά»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η αγάπη δε βλέπει με τα μάτια αλλά με το νου, γι αυτό, το ερωτόπουλο τυφλό το ζωγραφίζουν.
                                       «Σαίξπηρ. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας»

   Όλοι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε τον χρόνο μας για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πως λειτουργεί ο μηχανισμός «ζωή», στη ζωή μας.  Χρόνο για να δούμε, να μπούμε, να βραχούμε και να στεγνώσουμε. Αν από όλη αυτή τη διαδικασία τη βγάλουμε καθαρή χωρίς σοβαρές απώλειες, τότε μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια προσωπική ελευθερία. Μια εσωτερική δύναμη που μας προσφέρει την πολυτέλεια να μην πονάμε τόσο, όσο να χρειαζόμαστε αντιβίωση για να το αντιμετωπίσουμε. Η ψυχή μας έχει γυμναστεί, κι έχει  αποκτήσει «μπράτσα» ικανά να σηκώνουν τα πιο απίστευτα βάρη.
      Η Τζίνα είναι μία γυναίκα τολμηρή κι ελεύθερη που μετά από την προσωπική της περιπλάνηση στα δύσβατα μονοπάτια της ψυχής της, κατανόησε επιτέλους την τεχνική του: «Με αγαπώ και Ζω Μόνο για Μένα». Της πήρε μισή ζωή για να καταλάβει, ότι δεν χρειάζεται έναν σύντροφο που θα την κλείσει σε χρυσό κλουβί με αντάλλαγμα το πολύτιμο οξυγόνο της. Ούτε αυτόν που η μιζέρια του έχει γίνει τρόπος ζωής. Αλλά, ούτε και τον «καταξιωμένο» κοινωνικά άντρα, που κατά κανόνα θεωρεί τη γυναίκα, λουλούδι στο πέτο του. Είναι μία καθημερινή γυναίκα, που (προ)καλείται να  δηλώνει δυναμικά  παρούσα στη ζωή της. 
--------
      Μεσάνυχτα. Η ώρα των φαντασμάτων ζώντων και μη. Μια φιγούρα με πυτζάμες ξυπόλητη τριγυρνά στο σπίτι πίνοντας τσίπουρα και καπνίζοντας αρειμανείως. Παρακαλεί τον Μορφέα να της κάνει την τιμή να την επισκεφτεί. Στο μυαλό της τριγυρίζουν αμαρτωλές σκέψεις. Xαμογελάει πονηρά ενώ ένα μικρό χαρτάκι κάνει την εμφάνιση του στο δεξί της χέρι…

        Το σκατόπαιδο της οικογένειας η απρόβλεπτη Τζίνα. Παράτησε τις σπουδές της κάπου στη μέση γιατί τις βαρέθηκε. Παράτησε τον Γιώργο που παντρεύτηκε στα 21 της  γιατί τον βαρέθηκε.
        Ο πρώτος της γάμος ήταν ένας γάμος στην κυριολεξία «χαβαλέ». Τον έκαναν μόνο και μόνο γιατί οι δικοί τους αντέδρασαν έντονα μόλις έμαθαν για αυτή τη σχέση. Φύση και θέση αντίδραση η Τζίνα, θέση και φύση του χεριού της ο Γιώργος, παντρεύτηκαν για να παντρευτούν.. και.. χωρίσανε μετά από λίγους μήνες γιατί βαρέθηκαν την συμβίωση. Το διαζύγιο βγήκε «κοινή συναινέσει». Τη μέρα του διαζυγίου γλέντησαν μέχρι πρωίας μαζί με φίλους έτσι όπως ακριβώς γλέντησαν και το γάμο. Ακόμα εξακολουθούν  να είναι καλά  φιλαράκια.
       Από μικρό παιδί προσπαθούσε να κερδίζει εντυπώσεις αντιδρώντας σε όλα. Ήταν ίσως μια μορφή διαμαρτυρίας γιατί ερήμην της είχε επιλεγεί ανάμεσα σε αυτήν και τον δίδυμο αδελφό της, να μένει με τη γιαγιά. Η Τζίνα το θεώρησε άδικο, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δημιουργεί καταστάσεις για να αναγκάσει την γιαγιά να την «στείλει από εκεί που ήρθε». Ψυχούλα όμως η γιαγιά  Μαρία έκανε χάζι τις σκανταλιές της, και πάντα την συγχωρούσε.
          Και στο σχολείο αντάρτης και μπροστάρισσα σε κάθε φασαρία. Καλή μαθήτρια όμως. Γοήτευε τους δασκάλους με τις εκθέσεις που έγραφε. Τους έκανε εντύπωση η αντιφατικότητα των γραπτών της. Έγραφε στίχους με τόση ευαισθησία που μπορούσαν να συγκινήσουν και «πέτρες». Στον πεζό λόγο όμως, ήταν κυνική και καυστική, έως απαίσια. Στην περίοδο μάλιστα της δικτατορίας, τα γραπτά της κόντεψαν να ανάψουν φωτιές, φέρνοντας πολλές φορές σε αντιπαράθεση και δύσκολη θέση τους καθηγητές της. Η βαθμολογία της στις εκθέσεις, συνήθως ήταν πάτος ή άριστα.
        Κρυφό της όνειρο  η έκδοση της ποιητικής της συλλογής με τον τίτλο «Ακρότητες». Μια δουλειά χρόνων, όπου μέσα από τον γραπτό της λόγο έβγαζε τα πύρινα συναισθήματα και τις εκρήξεις του χαρακτήρα της. Από το φόβο όμως της απόρριψης, και μη τολμώντας να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο, το έχασε  βαθιά μέσα στο μυαλό της.
      Οι σπουδές της (όσες πρόλαβε να κάνει) ήταν οικονομικής κατεύθυνσης. Τζίνα και λογάριθμοι. Πως σας ακούγεται; Ε! και βέβαια όχι. Η Τζίνα λοιπόν μετά από επαγγελματικές περιπλανήσεις σε διάφορα λογιστήρια, κατέληξε σε μια εφημερίδα όπου μη μπορώντας να δημοσιογραφεί όπως θα ήθελε, έκανε διορθώσεις σε κείμενα και παράλληλα έφτιαχνε σταυρόλεξα.
       Ο Μίλτος ήταν το δεύτερο στεφάνι της. Αν και άντρας γοητευτικός, και οικονομικά ανεξάρτητος, στην ουσία ήταν άτομο ανασφαλές, και πνευματικά «ακατέργαστος». Την γνώρισε μέσα σε μια παρέα και ερωτεύτηκε σφόδρα τον δυναμισμό και την αυτονομία της. Την θαύμαζε και την πολιορκούσε στενά. Kρεμόταν απ’ τα χείλη της στην κυριολεξία. Κάπου κολακεύτηκε κι αυτή και είπε βρε μπας και οι δικοί μου έχουν δίκιο; Καλλίτερο που θα βρω;  Την χάλαγε που ο Μίλτος ήταν μπουζουκόβιος και εκείνη ρόκερ. Την χάλαγε που ο Μίλτος ποτέ δεν είχε ανοίξει βιβλίο εκτός από Πρωγνοσπόρ και Τζόκευ. Εξ ίσου όμως την χάλαγε η εκ των έσω και των γύρω κριτική για την ανικανότητα της να ενταχθεί στο σύστημα, να «νοικοκυρευτεί». Πείσμωσε και είπε: Τώρα θα σας δείξω τι εστί Τζίνα… Σιγά μη δε στρώσω ένα Μίλτο. Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της. Το έχασε αλλά δεν πειράζει. “Life is life!” όπως λέει και η ίδια. Ποιος έστρωσε ποιον δεν ξέρω. Να ακριβολογώ όμως στρώσιμο δεν ήταν, ένας ύπνος βαθύς ήταν. Χαλάρωσε η Τζίνα με τις παροχές και την αποδοχή. Και στην αρχή κάπου την έβρισκε γιατί περνούσε πανεύκολα τις γραμμές της. Όμως χωρίς να το καταλάβει το φρικιό μέσα της άρχισε να ξυπνάει και τότε.. «Αντίο βόλεμα!».
        Βρέθηκε λοιπόν να παραπαίει ανάμεσα σε θέλω και δεν θέλω, μπορώ και δεν μπορώ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε στη ζωή της ο Μάνος. Ένας άγνωστος άνδρας που σε άλλες εποχές μπορεί και να αγνοούσε…Όμως τώρα μέσα από την επαναστατική της διάθεση, τον είδε σαν αλκυονίδα μέρα μέσα στο βαρυχείμωνο.
    Πριν λίγες μέρες στην ουρά της Εθνικής Τράπεζας το βλέμμα της έπεσε πάνω στα κρόσια  ενός δερμάτινου μπουφάν. Μέσα σε αυτό ένας άντρας γύρω στα σαρανταπέντε. Είχε γκρίζα μαλλιά, όμορφο στήσιμο, και σαγηνευτική φυσιογνωμία. Γυρισμένος στο πλάι κοίταζε έξω χαζεύοντας ένα  πλανόδιο μπανανέμπορο που έκλεβε συστηματικά στο ζύγι τις γριές..
     Η Τζίνα τον παρατηρούσε αδιάκριτα ανεβοκατεβάζοντας το βλέμμα της πάνω του. Ο άντρας με το δερμάτινο μπουφάν σαν να αισθάνθηκε τις δονήσεις που εξέπεμπαν τα μάτια της, γύρισε με μια απότομη κίνηση και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της. Του χαμογέλασε αμήχανα. Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο και γύρισε το κεφάλι του προς το γκισέ. Αισθάνθηκε άβολα και δεν  ξανακοίταξε προς το μέρος του. Κάποια στιγμή ο άντρας αφού τέλειωσε την συναλλαγή του, έφυγε περνώντας μπροστά από της, χωρίς να της χαλαλίσει ούτε μία ματιά. «Αντίο μανάρι» ψιθύρισε καθώς τον παρατηρούσε να βγαίνει από το κατάστημα και κοίταξε μηχανικά το ρολόι της.
   Μετά από είκοσι πέντε λεπτά στήσιμο ήρθε επιτέλους η σειρά της. Σχεδόν τρέχοντας βγήκε από την Τράπεζα και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο της που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω από την κεντρική πόρτα. Στον καθαριστήρα του ένα άσπρο χαρτί ήταν σφηνωμένο…
«Φτού  πάλι κλήση.. Το παιδί του γκαντέμη είμαι που να πάρει» Μουρμούρισε. Πήρε το χαρτάκι στα χέρια της. Δεν έμοιαζε με κλήση. Το άνοιξε αργά και διάβασε, ελπίζοντας κατά βάθος το απίστευτο…
        Ενθουσιάστηκε αλλά δεν το έδειξε. Κοίταξε γύρω της μήπως τον δει. Δεν ήταν πουθενά. Έβαλε το σημείωμα συνωμοτικά στην τσάντα της και χαμογελώντας ικανοποιημένη μπήκε στο αυτοκίνητο.
   Ο «ευτυχής» της σύζυγος κοιμάται, ως συνηθίζει να κάνει εδώ και χρόνια. Θα μου πείτε που είναι το παράλογο. Τι κάνει ο κόσμος τα βράδια  δεν κοιμάται; Ναι, μόνο που ο δικός  της «σύντροφος» κοιμάται γενικά.
       Ζούνε δέκα χρόνια μαζί και ούτε έχει υποψιαστεί ότι το καράβι μπάζει νερά. Του το είπε πλαγίως, του το είπε ευθέως, με παραδείγματα, με ψιλοτσιλιμπουρδιές, αλλά μπα, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Τελικά δεν φταίει πάντα ο φονιάς.
       Το κόκκινο λαμπάκι του τηλεφώνου της κλείνει πονηρά ματάκι..Do it ρε. Της λέει η φωνή της μη «ηθικής». Ώριμο ήταν από καιρό δεν ήθελε σκέψη. Πήρε στο χέρι της το ακουστικό και αφουγκράστηκε προς την κρεβατοκάμαρα κρατώντας σχεδόν την αναπνοή της. Ένα ροχαλητό που θύμιζε αγώνες  μότο κρος  ακούστηκε. Για κάθε ενδεχόμενο βγήκε στη βεράντα και σχημάτισε το «αμαρτωλό» νούμερο.
       «Μανο καλησπέρα ενοχλώ; Με λένε Τζίνα..»  (κομπιάζει)
       «Εε..  Από την Τράπεζα… Εθνική.. Τετάρτη..»
       «Τζίνα; Ναι.. Χμ.. περίμενε μισό λεπτό».
       «Κατάλαβα κι αυτός βεραντάδα προτιμάει» μονολόγησε η Τζίνα..
       «Τζινάκι όχι, δεν με ενοχλείς. Αλλά να… δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Με παίρνεις το πρωί γλυκιά μου;» της είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Θα με πάρεις το πρωί υποσχέσου το» ακούστηκε η φωνή του με  ενοχή και αγωνία.
      «Ναι.. ναι. Ασφαλώς θα σε πάρω.» του απαντά ελαφρώς πειραγμένη. «Καληνύχτα και σόρρυ για την ενόχληση».
      «Ενόχληση; Καλή μου... να’ ξερες πόσο χαρούμενο με κάνεις».
      «Καληνύχτα ..» λέει ξερά η Τζίνα και κλείνει..
       Τι καληνύχτα; Μαύρη νύχτα πέρασε η Τζίνα εδώ που τα λέμε. Από τη μια τύψεις, από την άλλη η γλυκιά αίσθηση του παράνομου. Ξέχασε και το ροχαλητό που της  την έδινε, ξέχασε και την καλή της ανατροφή, και τις αρχές που της έδωσε η μαμά της. Αντίο έλος… μείνε με τα κουνούπια σου σκέφτηκε. Mμ, Μάνος! perce no Tzina;
      

    Δεν χρειάστηκε ξυπνητήρι το επόμενο πρωί. Ελάχιστα έκλεισαν τα μάτια της. Τι κάνω γαμώτο; Ρωτούσε και ξαναρωτούσε  τον εαυτό της. Έλα ρε Τζίνα σύνελθε δεν πας για καριέρα. Μια τσιλιμπουρδιά είναι μόνο. Τη δικαιούσαι ανταπαντούσε. Οι ώρες κύλησαν δύσκολα ως το ξημέρωμα. Σηκώθηκε με άρρωστη διάθεση και ετοιμάστηκε όπως όπως για τη «γαλέρα» όπως αποκαλεί την δουλειά της.
Οι ώρες στο γραφείο κύλησαν βασανιστικά αργά. Αποφάσισε να του τηλεφωνήσει το μεσημεράκι για να μην φανεί ξελιγωμένη. «Άτυπος κώδικας» λέει η φίλη της η Βίκυ. «Στους άντρες ποτέ δεν δείχνουμε  ανυπομονησία .. ΠΟΤΕ»
  Η δουλειά της βρίσκεται σε ανύπαρκτη φάση. Είναι τυχερή, ο μπος λείπει σήμερα ταξίδι κι έτσι  μπορεί να απολαμβάνει  την αγωνία  της  με ησυχία. Κάποια στιγμή και ενώ η Τζίνα βρίσκεται σε κατάσταση «νιρβάνα» ακούγεται μια μελωδία του Βέρντι. Είναι το μουσικό κάλεσμα του κινητού της.
    «Τι έγινε ρε τον πήρες;» ακούστηκε η εύθυμη φωνή της Βίκυς.
     Η Τζίνα πήρε βαθιά ανάσα σωπαίνοντας για δευτερόλεπτα και απάντησε διστακτικά. «Όχι.. ακόμα δεν πήρα. Σε λίγο ίσως…δεν ξέρω».
    «Μη πάρεις. Θα σε πάρει αυτός. Από το κινητό σου δεν τον κάλεσες χθες; Ε, έχει το νούμερο. Θα τηλεφωνήσει αυτός»
     «Μου αρέσει η σιγουριά σου Βικάρα» απάντησε η Τζίνα μουδιασμένη και έσβησε το εικοστό τσιγάρο στο τασάκι.
     «Στοιχηματάκι;»
     «Οκ, στοίχημα» απαντά η Τζίνα ελπίζοντας διακαώς να το χάσει.
    «Ένα Ντίμπλ στου Billys;» συνέχισε η Βίκυ γελώντας..
    «Ο.κ έγραψε» συμφώνησε τελικά νιώθοντας  την διάθεση της να ανεβαίνει.
     Δεν πρόλαβαν να περάσουν πολλά λεπτά και ο κύριος Βέρντι ξανά επί σκηνής. Δεν το σηκώνει αμέσως. Περιμένει και στο τέταρτο χτύπημα απαντά με όση σταθερή φωνή της  βρίσκεται
   «Παρακαλώ;»
   «Τζίνα; Καλημέρα. Μάνος!»
   «Μάνος; ποιος Μάνος;»(δεν ήξερε ε;)
   «Μιλήσαμε χθες βράδυ ξέχασες;»
   «Α..ναι ο Μάνος, έλα βρε δεν σε γνώρισα, έμπλεξα με τη δουλειά και ξεχάστηκα».
      Η Τζίνα αρχίζει να παίρνει τα πάνω της …
     «Τι κάνεις γλυκιά μου;»
     «Καλά είμαι….
     «Τι νέα;»
     «Καλά εσύ;»
     «Καλά και εγώ»
     «…»
     Αμηχανία  και σιωπή ακολουθεί. Οι σεμνοτυφίες γενικά της την σπάνε, γι’ αυτό η Τζίνα αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια της..
    «Μάνο προτείνω να μην πούμε τίποτα τώρα» του λέει με σταθερή φωνή. «Προτιμώ να τα πούμε όλα από κοντά ..Άλλωστε είμαι στο γραφείο και δεν μπορώ να μιλήσω.. Τι λες;» συνεχίζει  με ύφος σίγουρο για την απάντηση…
    «Ναι, όπως θέλεις. Ούτε και εγώ μπορώ να μιλήσω τώρα» ακούστηκε  δειλά  η φωνή του Μάνου από την άλλη μεριά.
     «Πότε;»  τον ρωτά ευθέως.
      «…»
      Η σιωπή των αμνών… Άντε Τζίνα καθάρισε πάλι εσύ. Ούφο καραούφο ο δικός σου. «Μάνο ξέρεις το παρκινγκ στο Καλαμάκι; Αυτό απέναντι στην Αύρα»
     «Ναι ναι, το ξέρω».
     «Σήμερα γύρω στις  οκτώ, μπορείς;»
     «Ναι γλυκιά μου, φυσικά μπορώ. Οκ στις οκτώ. Καλή δουλειά» της απαντά με σιροπιασμένη φωνή..
    «Επίσης τα λέμε…στις οκτώ.. φιλιά».
     Κλείνει τα μάτια και ένα τεράστιο χαμόγελο στολίζει το πρόσωπό της. Το σαράκι βέβαια την τρώει. Δεν το ’χει ξανακάνει. Δεν ξέρει τίποτα γι αυτόν. Μόνο ότι τον λένε Μάνο. Και φοράει δερμάτινο με κρόσια.
     Η Τζίνα κατά ένα περίεργο τρόπο έλκεται πάντα στα δύσκολα. Την γοητεύει  το άγνωστο, το μυστηριώδες και.. το παράνομο. «Vivere pericolozamente», λέει συχνά στη Βίκυ που ονειροβατεί. «Περπάτα Βικάκι κι άσε το πέταγμα. Οι άγγελοι μας τελείωσαν. Ζήσε αναζητώντας εκπλήξεις. Η ζωή είναι μια μεγάλη έκπληξη. Προκάλεσέ την!» 
  Κοιτάζει προς τον σβηστό ακόμα υπολογιστή της, και η  φαντασία της ζωγραφίζει πάνω στη σβησμένη οθόνη με τεράστια φωτεινά γράμματα τη λέξη «ΠΡΟΔΟΣΙΑ». Οι τύψεις πιάνουν βάρδια..
     Τι κάνεις ρε Τζίνα; Ανέντιμο είναι. Μπορεί να είναι  βλήμα ο Μίλτος αλλά δεν του αξίζει κάτι τέτοιο. Μίλησε πρώτος μέσα της ο ο μίστερ  Τζέκιλ.
    Γιατί αρνητικές σκέψεις μωρέ; Μια αταξία είναι μόνο. Τη δικαιούσαι.. Απάντησε  αμέσως ο μίστερ Χάιντ ο οποίος μάλλον κέρδισε την συζήτηση.


   «Λοιπόν Τζίνα, άσε τις μαλακίες και σκέψου τι λέμε στον Μίλτο. Πως θα την κάνουμε χωρίς να δώσουμε στόχο. Μπήκες στο χορό σκάσε και χόρευε. Έχεις έξι ώρες για να οργανωθείς. Κάνε και καμιά δουλειά, γιατί σε βλέπω απολυμένη να στέκεις ουρά στον ΟΑΕΔ περιμένοντας επίδομα» μονολόγησε η Τζίνα και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου λέγοντας κεφάτα: «Bίκυ! Αύριο Billys κερνάω Ντίμπλ».