Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Ηλιοβασίλεματα…γεμάτα Ελλάδα...

Ηλιοβασιλέματα γεμάτα Ελλάδα...!




Ηλιοβασίλεματα…γεμάτα Ελλάδα, στιγμές μοναδικές, μαγικές, στιγμές που ξεχωρίζουν… Όταν κοιτάς τον ήλιο να βουτάει στη θάλασσα ψηλά από το κάστρο…

Όταν βάφει με κόκκινο χρώμα τη θάλασσα…

Όταν ζωγραφίζει με υπερκόσμια χρώματα τον ουρανό

Όταν κυλάει σιγά σιγά στο γέρμα του…

Όταν παίζει κρυφτό με τα σύννεφα μέχρι να χαθεί…

Όταν ζωγραφίζει μια χρυσαφένια γραμμή στη θάλασσα…

Όταν γλιστρά πίσω απ’ το βράχο…

Δύσκολα τα μάτια κι η ψυχή να χορτάσουν τόση μα τόση ομορφιά…!

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ-ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με temp...

Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιον του Σκόκου για το 1918

     Οι πρώτες μου γι’ αυτήν αναμνήσεις ξεκαθαρίζουν με δυσκολία, χαμένες στα σύθαμπα της νηπιακής ηλικίας.
     Ανάμεσα στους ήχους, που έφθαναν από μακριά στην ασυνήθιστη ακοή μου, αγνώριστοι όλοι κι εκπληκτικοί, έμαθα γρήγορα να ξεχωρίζω τη φωνή της. Ήταν μια φωνή δυνατή, καθαρή, δροσερή, γλυκιά, που θα ‘λεγα πως έλαμπε και στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού ή του χειμωνιάτικου ήλιου. Την άκουγ’ από το περβολάκι, όπου έπαιζα με τα χώματα και τα πετραδάκια, καθισμένος μέσα στην πέτρινη γούρνα· την άκουγ’ από το παράθυρο της σάλας, όπου στεκόμουν ανεβασμένος σε μια καρέκλα κι έβλεπ’ αντίκρυ το Κάστρο· την άκουγα κάποτε κι από το κρεβατάκι μου, στην άλλη κάμαρα, όταν ξυπνούσα το πρωί με τα κελαδήματα των πουλιών. Και πρέπει να ‘δειχνα μια πολύ χαρούμενη έκπληξη, γιατί συχνά η μητέρα μου, γελαστή, μου έλεγε:
― Άκου, η Μανταλένα!…
     Έτσι ήξερα, πως η γλυκιά και καθαρή εκείνη φωνή έβγαινε από κάποιο πλάσμα που το ‘λεγαν «Μανταλένα», μα που δεν το είχα ιδεί ποτέ. Πολλά άλλα πλάσματα, ακόμα τότε, τα ‘ξερα έτσι μόνο απ’ τη φωνή τους, απ’ τον ήχο τους. Μ’ ανάμεσα σ’ όλα, γνωστά μου κι άγνωστα, ιδωμένα κι ανείδωτα, η Μανταλένα μου φαίνουνταν σαν κάτι ξεχωριστό. Τη φαντάζουμουν πιο όμορφη κι από τη μητέρα μου, όταν με κοίταζε γελαστή· πιο γλυκιά κι από τη γιαγιά μου, όταν μ’ εχάιδευε στο κεφάλι και στο πηγούνι.
     Μια μέρα, καθώς στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο, ανεβασμένος στην καρέκλα, άκουσα πάλι τη φωνή της. Μου φάνηκε πως έβγαινε από τόσο κοντά μου, ώστε όρμησα να προβάλω, για να ιδώ. Η μητέρα μου, που με παράστεκε από πίσω, μ’ εκράτησε. Επειδή όμως επέμενα, μ’ εσήκωσε στην αγκαλιά της και μ’ άφησε να βγάλω το κεφάλι μου από τη γρίλια. Και να, το ξεχωριστό, το θαυμάσιο, το θείο που μου υπόσχουνταν η φωνή: Σ’ ένα διπλανό παράθυρο, δυο τρία σπίτια πιο κάτω απ’ το δικό μας, αριστερά μου, είδα ένα κεφάλι ολόξανθο, που έλαμψε στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου.
― Η Μανταλένα! μου ψιθύριζε καθώς με κρατούσε η μητέρα μου. Την είδες λοιπόν τη Μανταλένα;
     Ναι, την είδα, την έβλεπα, μα όχι όσο ήθελα. Γιατί καθώς ήταν κι εκείνη γυρισμένη αριστερά και μιλούσε μ’ ένα άλλο κορίτσι, μαυριδερό, σ’ έν’ άλλο παράθυρο, πιο κάτω, δεν μου ‘δειχνε παρά τα ξανθά της μαλλιά, τον κάτασπρο σβέρκο της και λιγάκι από την ουρανιά καμιζόλα της. Του κάκου περίμενα να γυρίσει μια στιγμή το πρόσωπό της προς το μέρος μου· του κάκου αντιστάθηκα όσο μπορούσα δυο τρεις φορές, που θέλησε η μητέρα μου να με τραβήξει μέσα. Η Μανταλένα εξακολουθούσε να μιλά με το μαυριδερό κορίτσι, γυρισμένη αντίθετα. Κι άξαφνα, μ’ έν’ απότομο κίνημα, σα να τη φώναξε κάποιος από το σπίτι, έμπασε μέσα το κεφάλι της και την έχασα.
     Δεν θυμούμαι αν έκλαψα και τότε, όπως μια φορά που μου ‘καναν με το πρίσμα φάσματα στον τοίχο κι άξαφνα μου το ‘κοψαν. Από κείνη όμως την ημέρα, που είδα το ξανθό κεφάλι, η γλυκιά φωνή μου φαίνουνταν πιο γνώριμη, πιο αγαπητή και πιο ζωηρά χρωματισμένη με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου…
     
     * * *
     
     Γυρίζαμε απ’ τη γειτονική μας Εκκλησία. Κάποια Κυριακή; κάποια γιορτή;…
     Η μητέρα μου με κρατούσε απ’ το χεράκι κι η νταντά, στο πλάι μας, ήταν έτοιμη να με σηκώσει στην αγκαλιά της, γιατί μόλις έσερνα τα πόδια μου.
     Άξαφνα βλέπω τη μητέρα μου να στέκεται και να μιλά προς τα ψηλά. Στέκουμαι κι εγώ και σηκώνω το κεφάλι μου. Ήμαστε κάτω από ένα παράθυρο, που πρέπει να ‘ταν το ίδιο εκείνο, όπου εδώ και λίγες μέρες είχα ιδεί το ξανθό κεφάλι. Γιατί και τώρα το ίδιο κεφάλι ήταν εκεί προβαλμένο. Θα το γνώριζα κι από τα μαλλιά του. Άκουσα όμως και τη μητέρα μου που είπε:
― Καλημέρα, Μανταλένα μου…
     Και τη γλυκιά δυνατή φωνή που αποκρίθηκε:
― Καλημέρα σας, κυρία!…
     Απόρησα, θαμπώθηκα και καταχάρηκα. Ήμουν στην ηλικία, που όλα μας φαίνουνται θαύματα, υπερφυσικά. Πώς βρέθηκε άξαφνα μπροστά μας το παράθυρο εκείνο, σε μια στιγμή που το νόμιζα μίλια μακριά;
     Μα έκαμα έτσι κι είδα, γνώρισα το σπίτι μας, στην ίδια γραμμή. Βέβαια, καλέ, ήταν το παράθυρο της Μανταλένας! Και να από κάτω του μια πόρτα, λαδιά σκούρα, με το ‘να πορτόφυλλο κλειστό, με τ’ άλλο διάπλατο, απ’ όπου φαίνουνταν παρά μέσα μια σκάλα κιτρινωπή, ίσια, φωτισμένη ζωηρά και φαιδρά από κάποιο αθώρητο φεγγίτη.
     Τράβηξα τη μητέρα μου απ’ το χέρι, για να της δείξω πως ήθελα να μπούμε σ’ εκείνη την πόρτα και ν’ ανεβούμε σ’ εκείνη τη σκάλα, για να φθάσουμε τη Μανταλένα.
     Μα η μητέρα μου αντιστάθηκε.
― Σύχασε, μου είπε, τώρα θα πάμε στα σπίτι μας.
     Κι επρόσθεσε, κοιτάζοντας ψηλά:
― Δε βλέπεις, καλέ; Ο γιος μου θέλει να σου κάμει βίζιτα… Να, να. με τραβουλιάζει…
     Ντράπηκα κι έπαψα αμέσως το τραβούληγμα. Η Μανταλένα γελούσε δυνατά κι έλεγε λόγια που δεν τα θυμούμαι, γιατ’ ίσως και δεν τα καταλάβαινα. Γελούσε κι η μητέρα μου, που έσκυβε τώρα σε μένα και μου ‘λεγε:
― Την αγαπάς την κυρία Μανταλένα:.. σ’ αρέσει; Ιδές τη λοιπόν! να!
     Μου σήκωνε το κεφαλάκι απ’ το πηγούνι· κι εγώ αντιστεκόμουν, έβαζα δύναμη να το κρατώ σκυφτό· γιατί καταλάβαινα πως άμα το σήκωνα τώρα, θ’ αντίκριζα τα μάτια της Μανταλένας να με κοιτάζουν, κι αισθανόμουν ντροπή, ίσως μάλιστα και κάποιο φόβο.
     Γιατί πρωτύτερα, που η Μανταλένα μιλούσε με τη μητέρα μου, είχα ιδεί μια στιγμή αυτά τα μάτια από το πλάι, και μου είχαν φανεί πολύ αλλιώτικα, πολύ διαφορετικά απ’ όσα μάτια είχα ιδεί ως τότε. Φανταζόμουν, πως αν τα ‘βλεπα ολόισα, καρφωμένα στα δικά μου, θα τρόμαζα, όπως τρόμαξα μια φορά στη σοφίτα, όπου, παίζοντας, γύρισα μια παλιά εικόνα, πεταμένη ανάποδα σε μιαν άκρη, και βρέθηκα άξαφνα αντίκρυ σ’ ένα μεγάλο πρόσωπο με κάτι μάτια φοβερά. Άντρας ήταν; γυναίκα ήταν; Δεν ξέρω! Με μια κραυγή τρόμου πέταξα την εικόνα, έφυγα κι ούτε ξαναπάτησα στη σοφίτα εκείνη.
     Μα σήμερα, η περιέργεια κατανίκησε και τη ντροπή και το φόβο. Έπειτα η μητέρα μου ήταν κοντά μου, με κρατούσε απ’ το χέρι· τι είχα να πάθω; Κι επιτέλους σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα μάτια της Μανταλένας που με κοίταζαν.
     Τρόμαξα πάλι, γύρισα μια στιγμή τα δικά μου αλλού κι έσφιξα το χέρι της μητέρας μου. Μα σα να με τράβηξαν με μαγνήτη τα μάτια εκείνα, τα ξανακοίταξα χωρίς να θέλω. Αυτό έγινε δυο τρεις φορές, ώσπου να ξεθαρρευτώ. Κι άφοβα τότε ξακολούθησα να τα κοιτάζω…
     Τα μάτια της Μανταλένας, μεγάλα, ολάνοικτα, τριγυρισμένα από μαύρα, μακριά τσίνορα, είχαν το χρώμα της γαλαζόπετρας. Μα έχυναν τόσο φως, ώστε δεν μ’ άφηναν να βλέπω τίποτ’ άλλο από το πρόσωπό της. Αυτά έβλεπα μόνο και τα ξανθά της μαλλιά. Ήταν για μένα μια καινούργια εντελώς γοητεία. Είχα καρφωθεί εκεί στη μέση του δρόμου, με το κεφάλι μου ψηλά. Η μητέρα μου, για να κουνηθώ, αναγκάσθηκε να με τραβήξει με δύναμη. Την ακολούθησα. Μα όσο πηγαίναμε, εγώ ως που μπήκαμε πια στην πόρτα μας, ξακολουθούσα να κρατώ το κεφάλι μου γυρισμένο κατά το παράθυρο της Μανταλένας.
     Από τότε, μόλις άκουγα τη γλυκιά, δυνατή φωνή, ξαναφαίνουνταν μπροστά μου το ξανθόμαλλο κεφάλι με τα γαλάζια μάτια. Η Μανταλένα για μένα ήταν έν’ αλλιώτικο πλάσμα, ένα γοητευτικό τέρας, που δεν είχε παρά μαλλιά και μάτια.
     
     * * *
     
     Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, τη συμπλήρωνα, την έβλεπα καθαρά. Όταν έγινα πια πέντε χρονών, η Μανταλένα, εκτός απ’ τα μαλλιά και τα μάτια, είχε για μένα κι ένα κατακόκκινο στόμα με κάτασπρα δόντια, που τα μπροστινά, τ’ απάνω, μου φαίνουνταν σα μεγαλύτερ’ από τ’ άλλα· είχε ακόμα μια μύτη ίσια, στενή και μακριά, που με δυσκολία ξεχώριζα τα ρουθουνάκια της, και δυο αυτάκια τριανταφυλλιά, στολισμένα με δυο μικρούτσικα διαμάντια. Πάντα όμως τα μάτια της έλαμπαν περισσότερο· κι όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά τα ‘βλεπα σα μέσα σ’ ένα γαλάζιο φως. Και το μέλι ακόμα των μαλλιών της μου φαίνουνταν πως εκυάνιζε αλαφρά, σαν το παλιό χρυσάφι μιας καρφίτσας που φορούσε η γιαγιά μου.
     Ήταν άραγε τόσο υπερφυσικά όμορφη η Μανταλένα, όπως την έβλεπα απ’ τα πέντε μου χρόνια ως τα επτά; Δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα. Δεν θα ‘ξερα καν να πω ούτε τι ηλικία είχε, τον καιρό που, μαζί με τον κόσμο, την πρωτογνώρισα. Θυμάμαι πάντα το στήθος της μεστό, στρογγυλό, φουσκωμένο. Μα ήταν τότε κοριτσόπουλο δεκαπέντε χρονών ή μεγάλο κορίτσι, εικοσιπεντάρα; Αδύνατο να συμπεράνω. Τα μόνο βέβαιο είναι πως ύστερ’ από τριάντα χρόνια που την ξαναείδα, η Μανταλένα ήταν γριά κι άσχημη, με δυο δόντια μονάχα, —εκείνα τα μπροστινά, που μου φαίνουνταν πάντα μεγαλύτερα. Μα κι απ’ αυτό τίποτα δεν βγάζω. Μπορεί να γέρασε πρόωρα, η δυστυχισμένη, όπως πρόωρα μπορεί να ‘χε μεστώσει και το στήθος της. Κι η πιο άσχημη γριά δεν μπορεί να στάθηκε στον καιρό της πεντάμορφη;
     Την ιστορία της όμως την ξέρω· κι απ’ αυτή βγάζω πως η όμορφη Μανταλένα, αυτό το νηπιακό μου όνειρο, στάθηκε μια από τις πιο δυστυχισμένες γυναίκες του τόπου της και του καιρού της. Κι είναι μάλιστα το πρώτο πλάσμα στον κόσμο, που μαζί με τη χαρά της Ομορφιάς, μου γνώρισε και τη θλίψη της Δυστυχίας. Θα ήμουν τότες ως επτά χρονών. Η μητέρα μου μ’ έστελνε κάθε μέρα στο σπίτι της Μανταλένας, όπου η θεια της, μια αγαθότατη και καθαρότατη γριούλα, μ’ εμάθαινε να συλλαβίζω στη φυλλάδα μου και μου ‘λεγε παραμύθια. Το μάθημα με στενοχωρούσε πολύ. Μια μέρα μάλιστα, θυμούμαι, πέταξα με θυμό τη φυλλάδα μου και φώναξα: «Να μου δώσετε το μηνιάτικό μου να φύγω!» (Γιατί ίσα ίσα εκείνο το πρωί είχα πάει το ασημένιο δίφραγκο, που πληρώναμε κάθε μήνα τα πέντ’ έξι παιδιά, γειτονοπούλα, του νηπιαγωγείου). Τα παραμύθια όμως τ’ άκουγα πάντα μ’ ευχαρίστηση, αν και τα ‘ξερα πια απόξω, γιατί η γριά δασκάλα μάς έλεγε δυο τρία, πάντα τα ίδια. Ήμουν κατενθουσιασμένος προπάντων όταν μπορούσα, ακούγοντας το παραμύθι με τις πεντάμορφες, τις βασιλοπούλες, τις νεράιδες, τις μάγισσες, να βλέπω και τη γλυκιά Μανταλένα, πότε απ’ τη μισανοικτή πόρτα, στην καμαρούλα της, όπου κτένιζε ατέλειωτα τα χρυσά της μαλλιά, —ολάκερη ιεροτελεστία!― πότε κει, μπροστά μας, να κάθεται στην καρέκλα και να πλέκει ήσυχα ή να κεντά.
     Σπάνια, πολύ σπάνια μιλούσε, και σιγά-σιγά. Η φωνή της, μέσα στο σπίτι, ήταν ολωσδιόλου αλλιώτικη, παρά όπως την άκουγα απ’ το περιβόλι. Την ύψωνε καθαρή και δυνατή μόνο σαν κουβέντιαζε, απ’ τα παράθυρα του δρόμου ή της αυλής, με τις αντικρινές της φιληνάδες. Φώναζε τότε και γελούσε, σαν ένα πλάσμα χαρούμενο και ξένοιαστο. Μα μόλις τέλειωνε την κουβέντα κι έμπαινε μέσα, το γέλιο της έσβηνε, το πρόσωπό της γίνουνταν σοβαρό, μελαγχολικό, κι η φωνή της δεν αντηχούσε παρά σ’ ένα πολύ χαμηλό τόνο, βαρύ, σχεδόν πένθιμο… Μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση αυτή η διαφορά. Πώς κτυπά ένα κουδούνι όταν το χουφτώνεις ολάκερο κι όταν πάλι το κρατάς μόνο απ’ το χερούλι; Έτσι μου φαίνουνταν κι η Μανταλένα όταν μιλούσε απ’ το παράθυρο κι όταν μιλούσε μες στο σπίτι. Μα το λυπημένο ύφος τής πήγαινε. Γίνουνταν πιο όμορφη όταν σιωπούσε ή σιγομιλούσε μελαγχολικά. Τα χαμηλωμένα ματόκλαδα με τα μαύρα τσίνορα έριχναν μια θαυμάσια σκιά στις γαλάζιες κόρες. Ήταν στιγμές που ζωντάνευε μπροστά μου τη Βασιλοπούλα του παραμυθιού. Κι ήταν άλλες που μου φαίνουνταν σαν την γαλανή Φραγκοπαναγιά, που είχε στο εικονοστάσι της μια γειτόνισσά μας κοντέσα. Το βράδυ το ‘λεγα της μητέρας μου:
― Μαμάκα, η κυρία Μανταλένα δεν είναι απαράλλακτη με την Παναγία;
     Κι η μητέρα μου το ‘λεγε του πατέρα μου και γελούσαν. Ένα βράδυ, εκεί που δειπνούσαμε, ο πατέρας μου με ρώτησε:
― Κωστάκη, άμα μεγαλώσεις… θέλεις να πάρεις γυναίκα σου τη Μανταλένα;
     Εγώ κούνησα αμέσως το κεφάλι μου ζωηρά, με προθυμία· κι έπειτα, ξαφνικά, μια φλόγα ντροπής ανέβηκε στα μάγουλά μου. Εκείνοι έσκασαν από τα γέλια.
     Άλλη φορά, ρώτησα τη μητέρα μου:
― Μα γιατί η κυρία Μανταλένα είναι πάντα λυπημένη;
― Γιατί δεν έχει μητέρα, παιδί μου.
― Της πέθανε:
― Ναι.
― Ούτε πατέρα;
― Όχι, πατέρα έχει…
― Και γιατί δεν είναι μαζί του;
― Γιατί άμα έχασε τη μητέρα της, πριν γεννηθείς εσύ, την πήρε η θεία της, να την έχει σαν παιδί της.
     Τόσο μόνο μου είπε η μητέρα μου και, χωρίς να τη ρωτήσω άλλο, επωφελήθηκε για να προσθέσει:
― Λυπάται, η καημένη, σα θυμάται τη μητερούλα της. Βλέπεις, παιδί μου; Τίποτα δεν μπορεί να μπει στη θέση της μητερούλας· ούτε μπαμπάς ούτε θεία. Γι’ αυτό και συ πρέπει να ‘σαι φρόνιμος, να μ’ ακούς, να μη με συγχύζεις και να μ’ αγαπάς.
― Σ’ αγαπώ, ψιθύρισα. Πάντα θα σ’ αγαπώ, μαμάκα!…
     Κι από μέσα μου είπα: «Θ’ αγαπώ όμως και τη Μανταλένα».
     
     * * *
     
     Αργότερα έμαθα.
     Δεν ήταν μόνο που δεν είχε μητέρα η Μανταλένα, παρά που είχε και μητρυιά. Η μητρυιά αυτή, κάμποσα χρόνια, της είχε κάμει πολύ κακή ζωή. Δηλαδή κι η Μανταλένα μπορεί να ‘χε κάμει κακή ζωή της μητρυιάς της. Οπωσδήποτε, δεν μπορούσαν πια να ζουν στο ίδιο σπίτι. Γι’ αυτό η Μανταλένα αναγκάστηκε να φύγει από το πατρικό και να ζητήσει άσυλο στο σπίτι της φτωχής της θείας.
     Την αγαπούσε τάχα ο πατέρας της; Της χάριζε ωραία πράμματα; Την έβλεπε συχνά; Τίποτ’ απ’ αυτά δεν μπορούσα τότε να ξέρω. Εγώ ποτέ δεν είδα πατέρα της Μανταλένας. Μα για να εξηγώ την αιώνια μελαγχολία της, μου έφθαναν οι πληροφορίες της μητέρας μου.
     Μια μέρα τη ζύγωσα ξαφνικά και της είπα:
― Ξέρω γιατ’ είσαι λυπημένη! Θυμάσαι τη μαμάκα σου που πέθανε.
     Κι η Μανταλένα ξαφνιάστηκε, θύμωσε και μ’ αποπήρε:
― Να μου κάνεις τη χάρη! μου φώναξε. Δεν είναι δική σου δουλειά!… Πήγαινε να διαβάσεις τη φυλλάδα σου. Ορίστ’ εκεί!…
     Μου ‘ρθαν κλάματα. Τα είδε η γριά δασκάλα μου, μ’ εχάιδεψε και μου είπε στ’ αυτί!
― Μην της μιλάς ποτέ για τη μάνα της. Της τη θυμίζεις και πικραίνεται χειρότερα. Έπειτα έχει κι άλλα βάσανα, το καημένο. Είναι βαριά άρρωστος ο πατέρας της.
     Μ’ όλη μου την καρδιά συχώρεσα αμέσως τον απότομο τρόπο της Μανταλένας, γιατί είδα πως όλο το λάθος ήταν δικό μου. Λυπήθηκα μάλιστα πολύ που, χωρίς να θέλω, την πίκρανα. Κι από την ημέρα εκείνη, αντί να λιγοστέψει, μεγάλωσε η παιδιάτικη λατρεία που της είχα.
     Άξαφνα ένα βράδυ, πολλήν ώρα αφού σκόλασα, ήλθε στο σπίτι μας η είδηση: Πέθανε ο πατέρας της Μανταλένας.
     Δεν ήξερ’ ακόμη από θάνατο κι η είδηση δεν μου ‘καμε και τόσο φοβερή εντύπωση. Δεν φαντάστηκα αμέσως καμμιά μεγάλη συμφορά για τη Μανταλένα. Συλλογίστηκα μόνο, ότι την άλλη μέρα, θα την έβλεπα πολύ λυπημένη, ίσως και κλαμένη. Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου να μη της πω ούτε λέξη για τον πατέρα της. Θα ‘κανα σα να μην έμαθα τίποτα…
     Και το πρωί, ανύποπτος μπορώ να πω, πήρα τη σάκα μου και πήγα, όπως πάντα, στο σκολειό μου.
     Θε μου! τι με περίμενε!
     Δεν ξέρω τι ώρα ήταν. Θυμούμαι μόνο, πως ο ήλιος δεν είχε κατεβεί ακόμα στο στενό μας δρόμο με τα ψηλά σπίτια. Έτρεξα το μικρό διάστημα, που χώριζε την πόρτα μας από την πόρτα της Μανταλένας, μέσα σε μια στακτερή σκιά, δροσερή, σχεδόν κρύα. Ψήλωσα όσο μπορούσα στις μύτες των ποδιών και κτύπησα μια φορά τον σιδερένιο μπαταδούρο. Κάποιος από πάνου τράβηξε το σχοινί του σαρταρέλου και το σκούρο λαδί πορτόφυλλο άνοιξε. Το ‘σπρωξα τότε, μπήκα μ’ ορμή κι ετοιμάστηκα ν’ ανεβώ. Αλλά η σκάλα, φωτισμένη ζωηρά από ένα μικρό, ανατολικό φεγγίτη, δεν ήταν ελεύθερη. Εκείνη τη στιγμή κατέβαιναν δυο άνθρωποι: Η Μανταλένα μπροστά κι ο θειος της από πίσω.
     Στάθηκα ευθύς με το κεφάλι ψηλά.
― Ποιος είναι; ρώτησε από πάνου η δασκάλα μου.
     Κι η Μανταλένα, κατεβαίνοντας, με τα γαλάζια της μάτια ολάνοιχτα, καρφωμένα απάνου μου, αποκρίθηκε σιγά, μα πολύ σιγά:
― Ο Κωστάκης…
     Η φωνή της ήταν αθόρυβη, όπως το βήμα της. Ήταν σα μιαν αληθινή οπτασία, σαν ένα πλάσμα υπερφυσικό, που κατέβαινε τη σκάλα χωρίς να την αγγίζει… Τα φουστάνι της ήταν τόσο μακρύ, που αλήθεια δεν έβλεπα τα πόδια της. Και το φουστάνι αυτό ήταν κατάμαυρο. Κατάμαυρη κι η ζακέτα με τα στενά μανίκια. Κατάμαυρη κι η μαντίλια, που ήταν ριγμένη απάνω στα ξανθά μαλλιά κι έφθανε με απλές, ίσιες πτυχές, ως πάρα κάτω από τη μέση. Με το ‘να της χέρι, κατάλευκο σαν το κερί, την κρατούσε ενωμένη κάτω απ’ το πηγούνι. Τ’ αυτιά της όμως έβγαιναν έξω κι είδα ευθύς πως σήμερα δεν ήταν στολισμένα με τα μικρά διαμάντια… Η Μανταλένα ήταν βουτηγμένη στα φρικτά μαύρα. Δεν έκλαιγε. Μα το πρόσωπό της, κατακόκκινο, αναμμένο, είχε μια τέτοια έκφραση λύπης, πόνου, συντριβής, που μου φαίνεται πως ποτέ δεν την είδα σ’ άλλο πρόσωπο ανθρώπου. Τα μάτια της προπάντων —αχ, Θε μου, εκείνα τα μάτια της! Πώς γυάλιζαν στεγνά, κατάξερα, πώς φαίνουνταν σα να ‘χαν χύσει όλα τα δάκρυα που μπορούσαν!
     Δυο τρεις στιγμές μπόρεσα ν’ ανθέξω στο κοίταγμά τους. Έπειτα κατέβασα τα δικά μου και ξυστά ξυστά, τοίχο τοίχο, κρατώντας και την αναπνοή μου, προσέχοντας να μην αγγίξω ούτ’ ένα κρόσσι της μαύρης μαντίλιας, ανέβηκα γρήγορα τη σκάλα, —μα πολύ γρήγορα, σα να με κυνηγούσαν,― έτρεξα ίσα στη γωνίτσα μου κι εκάθισα, έπεσα στα σκαμνάκι μου. Τα μικρά μου πόδια έτρεμαν, σα να είχα κάμει δρόμο πολύ. Ήμουν στην κάμαρα ολομόναχος. Κανένα παιδί δεν είχ’ έλθει ακόμα κι η δασκάλα μου ήταν στην κουζίνα, απ’ όπου με είδε τη στιγμή που ανέβαινε και μου φώναξε ένα θλιμμένο «καλόστονε! » Η Μανταλένα με το θείο της βγήκαν στο δρόμο. Άκουσα το βρόντο της πόρτας που ξανάκλεισε πίσω τους και μου ‘λθε να σηκωθώ και να κοιτάξω απ’ το παράθυρο. Ήθελα να ‘βλεπα: έτσι αλαφρά, αερικά, θα περπατούσε και στο δρόμο η μαυροφόρα Μανταλένα, όπως κατέβηκε και τη σκάλα; Μα δεν τόλμησα. Κι έμεινα στη θέση μου μονάχος, λυπημένος, συλλογισμένος. Μπορώ να πω και φοβισμένος. Γιατί η ζωντανή εκείνη εικόνα της Δυστυχίας μου είχε προξενήσει λύπη μαζί και φόβο…
     
     * * *
     
     Πού πήγαινε τάχα τόσο πρωί η μαυροφόρα Μανταλένα; Στο σπίτι βέβαια του πεθαμένου πατέρα της και της κακής μητρυιάς της. Θα ‘καναν σήμερα την κηδεία. Και πότε θα γύριζε; Θα την ξανάβλεπα σήμερα; Ύστερα, το μεσημέρι, τ’ απόγεμα, θα ‘ρχουνταν πάλι, θα ‘βγαζ’ εκείνα τα φρικτά μαύρα, θα φορούσε την κόκκινη, τη γαλάζια ή την άσπρη καμιζόλα της, και θα κάθουνταν εκεί, με το εργόχειρό της, ν’ ακούει κι αυτή το παραμύθι της γριάς;
     Τίποτ’ απ’ αυτά!
     Η μέρα εκείνη πέρασε ολωσδιόλου αλλιώτικα στο σκολάκι μας.
     Τα παιδιά δεν ήλθαν, εκτός από μένα κι από ένα άλλο. Η δασκάλα δεν μας έβαλε καινούργιες συλλαβές· μας άφησε να λέμε και να ξαναλέμε τις περασμένες. Κι ούτε παραμύθι μας είπε, ούτε «φιγούρες» μας έδειξε, ούτε να παίξουμε μας έδωσε την άδεια. Όλη την ημέρα είχε το νου της αλλού. Στον πεθαμένο βέβαια και στη μαυροφόρα Μανταλένα…
     Κι εγώ εκεί τον είχα. Στιγμή δεν μπορούσα να ξεχάσω την πρωινή οπτασία. Ολοένα η λύπη έσφιγγε τη μικρή μου καρδιά δυνατότερα. Πολλές φορές τα μάτια μου βούρκωσαν και τα δάκρυά μου, χοντρά και ζεστά, έσταξαν στη φυλλάδα.
― Γιατί κλαις; με ρωτούσε ο μικρός μου συμμαθητής.
― Έτσι, του απαντούσα —ή και δεν του απαντούσα καθόλου.
     Το μεσημέρι, κρατώντας με κόπο τα κλάματα, διηγήθηκα στη μητέρα μου τη συνάντηση που είχα κάμει στη σκάλα. Και περιγράφοντας τη Μανταλένα, της είπα:
― Φορούσε ολόμαυρα σα γριά.
     Η μητέρα μου, χωρίς να θέλει, χαμογέλασε· έπειτα ευθύς σοβαρεύτηκε και μου αποκρίθηκε:
― Η καημένη! Τώρα απόμεινε δισάρφανη. Και θ’ αργήσει να τα βγάλει αυτά τα μαύρα…
     Τι; αιωνίως έτσι θα ‘βλεπα μπροστά μου τη Μανταλένα, μαυροφόρα σα γριά; Μ’ αυτό δεν θα μπορούσα να το υποφέρω! Θα ‘ταν σα ν’ άλλαζε ο ρυθμός του παντός, σα να μην ξημέρωνε ποτέ…
     Τ’ απόγεμα ξαναπήγα στο σκολειό, αλλά η Μανταλένα δεν είχε γυρίσει. Μόνο ο θειος της ήλθε μια στιγμή και ξανάφυγε.. .
     Όσο βράδιαζε, όσο λιγόστευε το φως της ημέρας, τόσο μεγάλωνε η θλίψη κι ο αόριστος εκείνος φόβος μου. Με τη φαντασία, έβλεπα τη Μανταλένα ακόμα πιο μαύρη, ακόμα πιο δυστυχισμένη, και τα γαλάζια μάτια της μ’ εκοίταζαν μ’ ένα τρόπο, που στιγμές στιγμές μου ‘ρχουνταν να ξεφωνίσω, σα να ‘βλεπα φάντασμα.
     Έφαγα ανόρεκτα, έπεσα στο κρεβατάκι μου, μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Η βαριά μου καρδιά ζητούσε ένα ξεθύμασμα. Κι άρχισα να σιγοκλαίω. Ποτέ, ως τότε, δεν είχα κάμει τέτοιο θρήνο. Κι εγώ δεν ξέρω πόσες ώρες είχα κλάψει, με το πρόσωπο χωμένο στο προσκεφάλι. Όταν η μητέρα μου μπήκε στην κάμαρα, για να πλαγιάσει κι αυτή, με βρήκε έτσι και τρόμαξε.
― Τι έχεις, παιδί μου;… γιατί κλαις; με ρώτησε. Κι εγώ, δυναμώνοντας το κλάμα, της φώναξα:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!
     Μ’ αγκάλιασε, με σκούπισε, με φίλησε, με χάιδεψε, δεν ήξερε τι να μου κάνει για να με παρηγορήσει. Κι εγώ ξακολουθούσα να κλαίω και να λέω:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!…
     
     * * *
     
     Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε στο σπίτι της θειας της η Μανταλένα. Ούτε την άλλη, ούτε την άλλη… Ποτέ πια!
     Φαίνεται, πως η κακή μητρυιά είχε ξαναγυρίσει στη μητέρα της, κι η Μανταλένα μπόρεσε να καθίσει πάλι στο πατρικό της, με τη γιαγιά της και μ’ έναν αδελφό που είχε, μεγαλύτερο.
     Για πολλές ημέρες, έβλεπα να της κουβαλούν από το σπίτι της θειας της τα πράμματά της: Μια ντουλάπα καρυδένια, ένα φορτσεράκι με χρυσά καρφάκια, μια κασετίνα με αχιβάδες, έναν καθρέφτη με βελουδένια κορνίζα, δυο βάζα κόκκινα. Τίποτα δεν έμειν’ εκεί μέσα που να τη θυμίζει, εκτός από μια κορδελίτσα των μαλλιών μαβιά, που κρέμουνταν ξεχασμένη απάνω απ’ το σκοτεινό κομμό της θειας, στην ίδια κάμαρα που καθόμαστε τα παιδιά. Και το σπίτι μου φαίνουνταν σαν άδειο …
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσα, πήγα στο «αληθινό» σκολειό, άρχισα να ερωτεύουμαι κορίτσια της ηλικίας μου. Μα πάντα θυμούμουν την ομορφιά της μεγάλης εκείνης Μανταλένας· ήταν αδύνατο να ξεχάσω την πρωτογνώριστη λύπη που μου προξένησε η δυστυχία της κι έμεινα με την εντύπωση της μαύρης οπτασίας, που μου παρουσιάστηκε κείνο το πρωί.
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν κι άλλα χρόνια, χρόνια πολλά… Έγιν’ άντρας, ξενιτεύτηκα, δυστύχησα, ευτύχησα, αγάπησα, παντρεύτηκα, χήρεψα, ξαναπανδρεύτηκα, έκαμα ένα σωρό παιδιά, έζησα κι έφτασα στην ηλικία εκείνη που ο άνθρωπος αρχίζει να ζει περισσότερο με αναμνήσεις.
     Κι οι αναμνήσεις αυτές με ξαναγύριζαν συχνά στην πατρίδα μου, στο πατρικό μου σπίτι, στο καντούνι μας, στο σκολάκι της θειας, στα σπίτι της Μανταλένας. Πότε άκουγα με το νου μου την καθαρή και γλυκιά φωνή της, όπως την άκουγα τότε, πριν γνωρίσω την ίδια· πότε έβλεπα το κεφάλι της με τα ξανθά μαλλιά, γυρισμένο, όπως το πρωτοείδα στο παράθυρο· πότε τα γαλάζια της μάτια, όπως με πρωτοκοίταξαν εκείνη την Κυριακή που γύριζα από την Εκκλησιά· και πότε τα ίδια αυτά μάτια, μα τόσο αλλιώτικα, όπως μου φανίστηκαν το πένθιμο εκείνο πρωί. Έτσι, συχνότερα, οι αναμνήσεις μου ‘φερναν μια Μανταλένα μαυροφόρα και θλιμμένη, σαν εικόνα υπέρτατης Δυστυχίας, και μαζί μ’ αυτή, κάτι απ’ τη βαθιά λύπη, κάτι απ’ το θρησκευτικό φόβο που είχε δοκιμάσει τότε η παιδική μου καρδιά.
     Σαν ξαναγύρισα, μετά τριάντα χρόνια ξενιτιάς, στην πατρίδα μου, ρώτησα και για τη Μανταλένα. Ζει;
― Ζει, μου είπαν, η τρισκακομοίρα, μα καλύτερα να μη ζούσε!
     Και μου διηγήθηκαν από τη ζωή της όσα δεν ήξερα.
     Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια, είχε παντρευτεί δυο φορές, είχε κάμει δέκα παιδιά και, καινούργια Νιόβη, τα είχε θάψει όλα ένα ένα. Στο τέλος της πέθανε κι ο δεύτερος άντρας της. Ο αδελφός της, παντρεμένος, έλειπε στα ξένα από καιρό. Θεια, θειος, δεν υπήρχαν πια. Κι η Μανταλένα, ολομόναχη, έρμη, ζούσε σ’ ένα μαύρο, κατάκλειστο σπίτι, με μια ψυχοπαίδα.
     Αιστάνθηκα μι’ ακατανίκητη επιθυμία να την ξαναϊδώ.
     Ξεκίνησα έν’ απόγεμα και πήγα στο σπίτι της.
     Η ψυχοπαίδα, σαστισμένη, μ’ έμπασε σε μια σάλα σκονισμένη, με παλιούς, μαυρισμένους καθρέφτες, που τα παράθυρά της, από την αντίσταση που έκαμαν, κατάλαβα πως είχαν ν’ ανοίξουν καιρό.
     Ο αέρας που έμπαινε απέξω, προσπαθούσε να διώξει κάποια μυρωδιά μούχλας και νεκρουλιάς.
     Και σε λίγο, χωρίς να με προειδοποιήσει ο παραμικρός κρότος, παρουσιάστηκε μπροστά μου μια μαυροφόρα γυναίκα, μια ψηλή γριά.
     Ήταν η Μανταλένα.
     Θα την εγνώριζα, αν δεν ήξερα πως ήμουν στα σπίτι της;
     Μου φαίνεται ναι. Διατηρούσε ίσιο το ανάστημά της και ίδιο τον αέρα της. Φορούσε ολόμαυρα, όπως την τελευταία φορά που την είδα και περπατούσε αλαφρά, αερικά, σα να μην άγγιζαν τα πόδια της στο πάτωμα.
― Με γνωρίζετε; της είπα. Ο Κωστάκης…
― Μπα, μπα; έκαμε.
     Με θυμήθηκε. Και τα μάτια της, που τα κρατούσε μισόκλειστα μ’ αδιαφορία, τ’ άνοιξε ζωηρά και τα κάρφωσε απάνου μου. Ανατρίχιασα.
     Ήταν τα ίδια, απαράλλακτα, όπως με είχαν κοιτάξει την τελευταία φορά, σ’ εκείνη τη σκάλα.
     Το ισχνό, το καταζαρωμένο πρόσωπο φωτίσθηκε πάλι από το γαλάζιο εκείνο φως, τα κάτασπρα μαλλιά ξαναπήραν το χρυσό τους χρώμα που κυάνιζε, και για μια στιγμή παρουσιάσθηκε μπροστά μου η ίδια Μανταλένα της τελευταίας οπτασίας, η ίδια ζωντανή εικόνα της υπερτάτης Δυστυχίας, το ίδιο φάντασμα του Πόνου και του Πένθους.
     Τα σαράντα χρόνια που χώριζαν τις δυο στιγμές, ξαφανίσθηκαν από τη μέση και ξανάγινα το παιδάκι, που ανέβηκε φοβισμένο τη σκάλα του σκολειού του, εκείνο το πρωί, προσέχοντας μην αγγίξει τα κρόσσια της μαύρης μαντίλιας. Ο ίδιος αόριστος φόβος μ’ εκυρίεψε κι εκοίταξα γύρω μου, σα να ‘θελα να φύγω…
     
     Αθήναι, Ιούλιος 1917