Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Τράπεζες και τραπεζίτες στην αρχαία Ελλάδα

του Πάνου Παναγιώτου

Στην αρχαία Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. το επάγγελμα του τραπεζίτη δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και συχνά ταυτιζόταν με αυτό του τοκογλύφου. Οι τράπεζες σχετίζονταν με δάνεια και σύμφωνα με τα πάτρια ήθη «όπου υπήρχε δάνειο δεν υπήρχε φίλος», μια και όταν «ένας άνθρωπος είναι φίλος δεν δανείζει αλλά δίνει». Και σε μια τέτοια περίπτωση τόκος ήταν η ευγνωμοσύνη του δανειζομένου προς τον δανειστή του. Ο Πλάτων στους Νόμους του ρητά ζητά να απαγορευτούν τα έντοκα δάνεια.
Ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν “πλουτοκεντρικός” αλλά ανθρωποκεντρικός. Η ελληνική φιλοσοφία θεωρούσε το χρήμα ως μέσο για την απόκτηση αγαθών αλλά τίποτε περισσότερο. Εφόσον το κέντρο της ελληνικής φιλοσοφίας είναι ο άνθρωπος και καθώς η τοκογλυφία οδηγεί στον εξευτελισμό του ανθρώπου, ήταν λογικό να θεωρείτο ανήθικη. Η πρακτική χρέωσης τόκων είχε αποκηρυχτεί από πολλούς Έλληνες και ξένους φιλοσόφους και ηγέτες, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Κικέρων, ο Μουχάμαντ κλπ. Ο Κάτων, όταν ρωτήθηκε “τί γνώμη έχεις για τη τη χρέωση τόκων;” απάντησε “τί γνώμη έχεις για τη δολοφονία;”
Ο κυρίαρχος τότε θεσμός της πόλης-κράτους είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξαρτήτων κρατών, πολλά από τα οποία έκοβαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικής, ονομαστικής και εμπορικής αξίας. Η κυκλοφορία τόσο πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων δυσκόλευε τις διάφορες εμπορικές συναλλαγές και αποτέλεσε την αιτία ανάπτυξης μίας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών, όπου γινόταν ο υπολογισμός της αξίας κάθε νομίσματος σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Η διαδικασία αυτή έδωσε λαβή για τη δημιουργία του επαγγέλματος του αργυραμοιβού - ενός ατόμου που θα αντάλλασσε τα διάφορα νομίσματα επί αμοιβής. Μεταξύ άλλων, οι αργυραμοιβοί έπρεπε να γνωρίζουν τις αξίες και το βάρος των νομισμάτων κάθε κράτους και να καθορίζουν την αξία τους σε σχέση με το νόμισμα της χώρας στην οποία γινόταν η συναλλαγή. Έπρεπε να ξεχωρίζουν τα κίβδηλα νομίσματα και να εντοπίζουν τα ελλιποβαρή.
Η αναγνώριση της ανάγκης για την αγορά συναλλάγματος ήταν ελληνική αλλά η εκμετάλλευση της νεοσυσταθείσας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών δεν ενδιέφερε του Έλληνες και έμεινε στα χέρια των εμπόρων του χρήματος. Οι ιδιώτες τραπεζίτες επεκτάθηκαν και σε αυτόν τον τομέα τον οποίο συμπεριέλαβαν στις δραστηριότητες τους.
Ακόμη, τα νομίσματα, εκτός από τη χρήση τους ως μέσο για τον υπολογισμό της αξίας των προϊόντων και τη διευκόλυνση των συναλλαγών, λειτουργούν τα ίδια ως εμπορεύματα στις περιοχές εκείνες που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα πολύτιμα μέταλλα. Οι τραπεζίτες βρήκαν και άλλον έναν τομέα εμπορίας χρήματος, πουλώντας χρήμα στις περιοχές που δεν είχαν και παίρνοντας ως αντάλλαγμα γη και αγαθά.
Έτσι, οι τραπεζικές εργασίες, σε εκείνη τη φάση χωρίζονταν στις εξής κατηγορίες:
  • στη δοκιμασία και στην ανταλλαγή νομισμάτων
  • τις καταθέσεις
  • τις χορηγήσεις δανείων
  • την εκτέλεση εντολών προς τρίτους.
Σύντομα, στις κύριες τραπεζικές εργασίες, εκτός από την ανταλλαγή των νομισμάτων και τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, τις έντοκες καταθέσεις και τα έντοκα δάνεια, συγκαταλέγονταν και άλλες.
Ανάμεσά τους:
  • η διαχείριση περιουσιών
  • η συγκατάθεση σε δάνειο, η αποδοχή παρακαταθηκών
  • η έκδοση πιστωτικών επιστολών που εξοφλούνταν σε άλλη πόλη από κάποιον άλλο τραπεζίτη με τον οποίο συνεργαζόταν η τράπεζα που είχε εκδώσει τη σχετική επιστολή.
Αναφέρεται ότι με αυτό τον τρόπο ο Κικέρων κάλυψε κάποτε τα έξοδα του γιου του, όταν αυτός βρισκόταν στην Αθήνα.
Για την ανταλλαγή και τη «δοκιμασία» των νομισμάτων, εργασίες που έκαναν και οι αργυραμοιβοί, η προμήθεια ήταν συνήθως γύρω στο 5%-6% επί της αξίας των νομισμάτων, με μια πρόσθετη επιβάρυνση αν η ανταλλαγή γινόταν ανάμεσα σε νομίσματα κατασκευασμένα από διαφορετικά μέταλλα.
Για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., οι ιερές τράπεζες δεν εισέπρατταν «φύλακτρα». Αλλά και δεν έδιναν τόκο για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις.
Για καταθέσεις μεγάλης διάρκειας ξέρουμε πχ. ότι στην Αθήνα του 4ου αιώνα. π.Χ. το επιτόκιο ήταν γύρω στο 10%.
Ρόλο τραπεζών και μάλιστα ανταγωνιστικό αυτού των ιδιωτικών τραπεζών έπαιξαν και τα ιερά.
Όσον αφορά στις ιδιωτικές τράπεζες, ωστόσο, κατά κανόνα τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα αυτών των ιερών ενώ στα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τα επιτόκια έφταναν ακόμη και στο 100% όταν, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του, ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο.
Σταδιακά, οι ιδιωτικές τράπεζες απέκτησαν αρκετά μεγάλη δύναμη ώστε να μπορούν να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες ολόκληρων πόλεων. Επειδή στην αρχαία Ελλάδα, όμως, οι πόλεις αποταμίευαν κατά κανόνα χρήματα κατά τις περιόδους ειρήνης οι περιπτώσεις που χρειάζονταν δάνεια ήταν, κυρίως, στις περιόδους πολέμων. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα οι ιδιωτικές τράπεζες να αυξάνουν τον κύκλο εργασιών του σε περιόδους πολέμου και γι΄ αυτές οι πόλεμοι να αποτελούν πηγή πλούτου.
Επιπλέον, μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση πολέμων ανάλογα με τον ποιον από τους αντιπάλους θα επέλεγαν να δανειοδοτήσουν και με τί κόστος. Τελικά, οι τραπεζίτες κατάφεραν μέσω του ελέγχου του εμπορίου χρήματος να επηρεάσουν τόσο την οικονομική, όσο και την κοινωνικοπολιτική ζωή της Αρχαίας Ελλάδας.
Η επιρροή αυτή αποτυπώνεται και στην τέχνη καθώς μια σειρά έργων αντλούν θεματολογία από Έλληνες που έφτασαν στην πτώχευση και την εξαθλίωση χρωστώντας σε τραπεζίτες. Αν και η Ελλάδα άκμασε στο πραγματικό εμπόριο, στη ναυτιλία, στον πολιτισμό και στις τέχνες και παρά το γεγονός πως έφτασε να γίνει κυρίαρχος οικονομική και στρατιωτική δύναμη για αιώνες, δεν κατάφερε ποτέ, πιθανώς γιατί ήταν αντίθετο στη φιλοσοφία της, να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στο εμπόριο του χρήματος και αυτό τελικά της κόστισε καθώς το κενό στην αγορά καλύφθηκε από τραπεζίτες συχνά όχι με τον καλύτερο και πιο ηθικό τρόπο.
*Ο Πάνος Παναγιώτου είναι χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Πηγή: XrimaNews.gr
Από tvxs
Κατηγορία άρθρου:

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Μια αναδρομή σε τίτλους εφημερίδων της εποχής του 1940

Μια αναδρομή σε τίτλους εφημερίδων της εποχής για να διαπιστώσει κανείς ποιός είναι με ποιόν! Ποιοί χαρακτήριζαν το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη «επαίσχυντον πράξιν» και ποιοί καλούσαν τον ελληνικό λαό «Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ».
Τότε υπήρχαν κι αυτοί:
f1
Yπήρχαν κι αυτοί:
φωτ 2
Κι αυτοί:
φ3
Κι αυτοί:
φωτ 4
Κι αυτοί:
φ5
Οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με αυτούς:
φ6
Ούτε με αυτούς:
sarafis aris
Επομένως, όπως το έθετε και ο Άρης Βελουχιώτης στην ιστορική ομιλία του στη Λαμία, στις 29 Οκτώβρη 1944:
«Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;»
Του Νίκου Μπογιόπουλου
Πηγή:candianews.gr

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών της Εθνικής Αντίστασης

ΛΥΚΟΥΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ 14 χρόνων, από την Καλλιθέα : «Πατέρα, με πηγαίνουν στην Καισαριανή για εκτέλεση με άλλους επτά κρατούμενους. Μη λυπάστε! Πεθαίνω για τη Λευτεριά και την Πατρίδα».
ΑΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΗΛΙΟΣ 22 χρόνων, από την Ηλεία :«Έτσι πεθαίνουν οι τίμιοι αγωνιστές. Πεθαίνω περήφανος. Ζήτω η Λευτεριά! Ζήτω ο ελληνικός λαός!
ΓΛΕΖΟΣ ΝΙΚΟΣ 22 χρόνων, από την Πάρο: «Αγαπητή μητέρα, σας φιλώ. Χαιρετισμούς. Σήμερα πάω για εκτέλεση πέφτοντας για τον ελληνικό λαό».
ΚΙΟΣΕΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ 19 χρόνων, από το Χαλάνδρι :«… Δεν τρέμω καθόλου, αλλά γράφω όρθιος. Αναπνέω για τελευταία φορά το μυρωμένο ελληνικό αέρα. Χαίρε Ελλάδα, πατρίδα ηρώων. Ζήτω η πατρίδα!»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΗΡΩ 17 χρόνων από την Αθήνα:«Υπομονή κι υπομονή, καρτέρι και καρτέρι, και τούτος ο Σεπτέμβριος τη Λευτεριά θα φέρει».
Σε ένα από τα τετράστιχά της, λίγο πριν εκτελεστεί.
ΛΑΜΠΡΙΝΙΔΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ «1-5-44. Αφήνω γεια σε όλους σας. Σας φιλώ όλους. Γεια σας για πάντα. Ζήτω η Ελλάς, ζήτω το ΕΑΜ!»
ΛΙΤΙΝΑΣ ΜΑΝΟΛΗΣ 28 χρόνων, από την Κρήτη: «Σήμερα το πρωί τουφεκιζόμεθα. Πέφτουμε για την πατρίδα, με γέλιο στα χείλη για τη Λευτεριά. Πέφτουμε για τη Λευτεριά. Να είστε περήφανοι».
ΜΑΚΡΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Από το Γύθειο : «Έχω πολύ, μα πάρα πολύ θάρρος και αντιμετωπίζω την κατάσταση γελαστός. Να είστε υπερήφανοι. Κρατήστε ψηλά-ψηλά τη σημαία και θάψτε τον αιμοβόρο φασισμό, ξένο και ντόπιο. Το σώμα μας ας γίνει ολοκαύτωμα για τη λαοκρατία, θυσιάζοντάς το στο βωμό της Λευτεριάς».
ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ Δάσκαλος από την Αμαλιάδα: «Πεθαίνω για τη Λευτεριά».
ΜΑΡΙΑΚΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ Γεωπόνος από τα Χανιά: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη Λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».
ΜΠΟΥΡΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Από το Μελιγαλά: «… Σας φιλώ όλους. Ζήτω η Ελλάδα!»
ΟΡΦΑΝΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ 19 χρονών : «Αύριο, 16 Ιανουαρίου, θα με τουφεκίσουν. Ζήτω η γλυκιά μας Ελλάδα».
ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ ΜΗΤΣΟΣ Από την Αχαγιά Πάτρας :«Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δεν θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που γίνεται. Σφίξτε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια από τη νέα δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ».
ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ ΡΟΥΣΟΣ Βουλευτής των Φιλελευθέρων, από τη Νεάπολη της Κρήτης. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ΕΑΜ : «… Θα προχωρήσω περήφανος, γιατί γεννήθηκα Έλληνας. Δυστυχώς, το βάρος αυτής της κληρονομιάς δεν το αισθάνονται όλοι. Στρέφομαι σε σας, διαλεχτοί μου για να σας επαναλάβω εκείνο που πολλές φορές σας έλεγα. Η ζωή μου ανήκει στην πατρίδα. Καμιά θυσία δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη όταν γίνεται για την Ελλάδα και καμιά κληρονομιά δεν είναι πιο μεγάλη από εκείνη που αφήνει ένας τίμιος θάνατος για την πατρίδα».
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Από την Καλλίπολη Θράκης: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα πως ούτε στιγμή δεν χάσαμε την πίστη για την τελική νίκη. Καμιά δύναμη δεν θα μπορέσει να τσακίσει το Κ.Κ.Ε. Θα νικήσει!»
ΣΙΡΜΠΑΣ ΚΩΣΤΑΣ 22 χρόνων, από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας :«… Έχετε γεια! Ζήτω η Ελευθερία! Ήταν γραφτό να πεθάνω τον Απρίλη».
ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ Από την Κρήτη (καταγόταν από την Προύσα της Μικράς Ασίας) : «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση. Να’ σαι περήφανος για το μοναχογιό σου. Γεια, γεια πατερούλη. Αδελφούλα μου, πάω για εκτέλεση. Σε λάτρεψα πολύ, όσο και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να σας κάνω ευτυχισμένες. Λίγη αγάπη στον μπαμπά, όσο ζει. Γεια, γεια σου λατρευτή μου αδελφούλα».
ΣΙΝΑΝΟΓΛΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ Καταγόταν από τη Μικρά Ασία : «Αγαπημένοι μου γονείς, όταν θα λάβετε την παρούσα επιστολή μου, εγώ δεν θα είμαι πια ζωντανός. Δεν θα κλάψετε για μένα. Δεν θέλω δάκρυα και θρήνους. Εσείς ξέρετε, διότι πάντα σας το έλεγα, ότι εγώ δεν θα πεθάνω άρρωστος στο κρεβάτι, αλλά θα πεθάνω όρθιος, μαχόμενος, και από μπαρούτι. Έτσι και θα γίνει σε λίγες ώρες. Μη στεναχωριέστε καθόλου. Το εναντίον, πρέπει να είστε υπερήφανοι για μένα, που θυσιάζομαι στον αγώνα για τη πατρίδα και την ελευθερία».
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Από τα Μεγάλα Καλύβια Θεσσαλίας :«Αγαπητέ Νίκο, όταν θα πας στα Τρίκαλα, πέρνα από το χωριό μου και φίλα μου το γέρο μου. Οι κόποι του με έφεραν ως εδώ. Δεν ζηλεύω αυτούς που ζουν, μα αυτούς που θα ζήσουν σ’ ένα κόσμο ελεύθερο».
ΤΣΑΤΣΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ 24 χρόνων, από τη Λάρισα: «Αγαπημένες μου φίλες, συντρόφισσες στον αγώνα για την Ελευθερία, πεθαίνω άξια και τιμημένα, σαν Ελληνίδα. Όμως μη λυπάστε. Άλλες θα ξεφυτρώσουν μετά το θάνατό μου, χιλιάδες. Μανούλα, χάνεις μια κόρη που δεν σου ανήκει, γιατί ανήκει πριν απ’ όλα στην Ελλάδα. Με το θάνατό μου γίνονται κόρες σου όλες οι κόρες της Ελλάδας κι εσύ γίνεσαι μάνα όλου του κόσμου και όλων των λαών που πολεμούν για τη Λευτεριά, τη δικαιοσύνη και την ανθρωπότητα. Είμαι περήφανη, ώστε δεν περίμενα τέτοια τιμή να πεθάνω εγώ, ένα φτωχό κορίτσι του λαού, για ιδανικά τόσο ωραία και υψηλά. Θα ήθελα η εκτέλεση μου να γίνει σ’ ανοιχτό χώρο για να ρίξω μια τελευταία ματιά μου στον Όλυμπο και στα βουνά όπου κατοικεί η αξία κι η ελπίδα της Ελλάδας. Στον τάφο μου φέρνετε, αν μπορείτε, κόκκινα λουλούδια. Τίποτ’ άλλο. Και χτυπάτε με κάθε μέσο τη βαρβαρότητα».
ΤΣΙΡΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Από την Ήπειρο :«Γεια και χαρά! Σας φιλώ όλους με πολλή αγάπη». «Πρωτομαγιά. Γεια σας όλοι, πάμε για μάχη».
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ : «Η βραδιά πέρασε όλο με τραγούδια πατριωτικά. Γλυκιά μου μάνα, φεύγω. Το κορμί μου πια δεν υπάρχει. Μην κλαις, ηρωικιά Ελληνίδα. Άσε τα δάκρυα. Γέρο, κουράγιο. Σφίξε τα δόντια. Σπύρο… άγριε! Να κάθεσαι ήσυχα και ξέρε ότι οι τσολιάδες με σκοτώνουν μια, κι ήθελες και συ να γίνεις τέτοιος… Θάρρος, κουράγιο! Πεθαίνω και βλέπω τη Λευτεριά να γλυκοχαράζει».
*Από το βιβλίο "Γράμματα και μηνύματα εκτελεσθέντων πατριωτών της Εθνικής Αντίστασης" -  ΠΕΑΕΑ (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης)
---
Με αφορμή τη μαύρη επέτειο της 1ης Μαϊου 1944, που εκτελέσθηκαν στην Καισαριανή, 200 Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. 
Από tvxs 
Κατηγορία άρθρου:

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Το ρεμπέτικο τραγούδι στα χρόνια της κατοχής




Πολλοί ήταν οι ρεμπέτες που με την κήρυξη του πολέμου προσπάθησαν να εμψυχώσουν τον ελληνικό λαό με τα τραγούδια τους. Ανάμεσα σ'αυτούς ο Μάρκος Βαμβακάρης με το τραγούδι "Μουσολίνι άλλαξε γνώμη", ο   Παναγιώτης Τούντας με το "Άκου Ντούτσε μου τα νέα". Αλλά και κατά την διάρκεια της κατοχής  έγραψαν τραγούδια, εξυμνώντας τα κατορθώματα των αντιστασιακών οργανώσεων, όπως του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, περιγράφοντας  ταυτόχρονα τα γεγονότα της κατοχής , την πείνα και όλη την καταχνιά που επικρατούσε εκείνη την ζοφερή εποχή. 


Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο νεότατος τότε Γενίτσαρης γράφει τον Σαλταδόρο...

Ο Μπαγιαντέρας, αν και τυφλός, στιγμή δεν χάνει το θάρρος του και γράφει το τραγούδι "Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας"...

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ένα ακόμη τραγούδι με τίτλο "Αιώνες πέρασαν "

Κατά τη διάρκεια, όμως, της κατοχής πολλοί ήταν δημιουργοί του ρεμπέτικου που άφησαν την τελευταία τους πνοή.
Ο Παναγιώτης Τούντας που αρρώστησε και πέθανε στις 23.5.1943
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου που τον χτύπησε η φυματίωση. Πέθανε στις 27.6.1943.
Ο Σκαρβέλης Κώστας που πέθανε στις 8.4.1942 από την πείνα στη μικρή του κάμαρη.
Ο Γιώργος Κάβουρας που κυνηγημένος από τους Ιταλούς, πέθανε στα 37 του χρόνια στις 17.3.1943 από εγκεφαλικό.
Ο Δελλιάς Ανέστης που υπέκυψε στις ψυχότροπες ουσίες σε συνδυασμό με τις κακουχίες της κατοχής, άφησε την τελευταία του πνοή το 1944 σε ηλικία μόλις 32 χρονών.
Ο Εϊζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς) και η γυναίκα που πέθαναν από δηλητηρίαση το 1942. Λέγεται ότι έφαγαν ψάρια από τα σκουπίδια.
Ο Διαμαντίδης Αντώνης (Νταλγκάς) ενώ ξέφυγε από την σκλαβιά των Τούρκων,  μαράζωσε από τη δεύτερη σκλαβιά. Έφυγε απ' τη ζωή στις 18.12.1944.
Ο Κωστής Μπέζος σε ηλικία 37 ετών έφυγε απ' τη ζωή στις 14.1.1943 και η Μαρίκα Παπαγκίκα στις 2.8.1943. Επίσης έφυγαν και δύο μεγάλοι συνθέτες του "ελαφρού" τραγουδιού. Ο ένας στις 9.8.1941 και ήταν ο Νίκος Χατζηαποστόλου και ο άλλος στις 29.8.1944 και ήταν ο Αττίκ . Σκληρή όμως ήταν η μοίρα του Στάθη Μάστορα, του συνθέτη της Ριρίκας που εκτελέστηκε απ' τους Γερμανούς στην Κρήτη στις 14.9.1943.
Στη  διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αν και γράφτηκαν πολλά τραγούδια, για ευνόητους λόγους δεν ηχογραφήθηκε κανένα. Φυσικά, πολλοί ήταν και οι δημιουργοί που βρέθηκαν σε διάφορους τόπους εξορίας αλλά και σε φυλακές. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο Μοσχονάς Γιάννης, ο Κυριαζής Γιάννης, αλλά ο Μπιθικώτσης, ο οποίος εκεί στην Μακρόνησο είχε την τύχη να γνωρίσει τον Μίκη Θεοδωράκη.


Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η πρώτη μου φορά αντικρίζοντας τον Πατέρα με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ!


Μια ποιητική περιγραφή της αγαπημένης μου μητέρας  για την ιστορική εκείνη στιγμή που έζησε εκείνη και αδελφός της όταν για πρώτη φορά αντίκρισαν τον Πατέρα τους, τον καπετάνιο του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ,  Βλάση Ανδρικόπουλο με τους αντάρτες του.

"Ήταν μια γαληνεμένη ώρα του δειλινού του Ιουλίου. Το χωριό ντυμένο στην γλυκιά μυρωδιά του βραδινού, ανάμειχτη με τα αρώματα των λουλουδιών απ' τις αλτάνες και της καβαλίνας που σκόρπιζαν τα πρόβατα και τα γίδια που γύριζαν μισοκοιμισμένα από την πλούσια βοσκή στα λιβάδια στις στάνες για να τα αρμέξουν οι τσοπάνηδες πίσω τους με τις γλίτσες και το κριάρι μπροστάρης με το πιο μεγάλο και μελωδικό τσοκάνι να οδηγεί τους υποτακτικούς του. Μια ραχούλα εκεί στο ξέφωτο του χωριού που τα στεφάνωνε το τρανό λιθάρι, μια στρογγιλάδα τόσο δα μικρή, σαν λιλιπούτεια πλατεία με πέτρινα καθίσμαστ γύρω - γύρω, ήταν ο περίπατος του δειλινού.

Εκεί μέναμε ως το βράδυ να μας σκεπάσει πότε μια αστροφεγγιά και πότε το ασημένιο φως της σελήνης, να μας χαϊδέψει με το μυστηριακό της φως, καθώς οι ίσκιοι μας μεγάλωναν και έμοιαζαν γίγαντες. Απόλυτη ησυχία, μόνο οι κουβέντες μας ακούγονταν και κάπου - κάπου η θλιβερή φωνή του γκιώνη. Με διάφορα χωρατά κι ανέκδοτα, έτσι για να περάσει η ώρα και τα αγόρια κοίταζαν τα κορίτσια κι έκαναν συμφωνίες μυστικές με τα μάτια τους, που έλαμπαν μες στο σκοτάδι σαν κάρβουνα πύρινα.
Ξαφνικά ένα τραγούδι μακρινό τάραξε αυτή την μυστηριακή γαλήνη! Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, δεν φοβηθήκαμε, δεν ήταν Γερμανοί. Αυτοί δεν έρχονταν ποτέ τραγουδώντας, αλλά με ριπές απ' τα πολυβόλα τους που έφερναν μαζί τους τον φόβο του θανάτου. Στα βάρβαρα πόδια τους το χορτάρι πέθαινε και το πράσινο της ελπίδας εξαφανιζόταν. Όχι δεν ήταν Γερμανοί, αυτοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να τραγουδήσουν. Τα νυχτοπούλια σταμάτησαν το λάλημά τους και ακούμπησαν τα ράμφη τους ανάμεσα στους σκισμένους βράχους και τα στοργικά του πλάτανου κλαδιά.
Και το τραγούδι επικό, σιγά-σιγά γινόταν πιο έντονο,

Η πρώτη μέρα του πολέμου του 1940

Η πρώτη μέρα του πολέμου του 1940 μέσα απ' τα μάτια ενός μικρού αγοριού...
από το βιβλίο - μαρτυρία  του Χρίστου Ανδρικόπουλου "Ένα παιδί στον πόλεμο από το 1940 έως το 1945" Εκδόσεις: περί τεχνών





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1."28 Οκτωβρίου 1940. Η πρώτη ημέρα.

Πρωί 28ης Οκτωβρίου 1940, ώρα 7 π.μ. Μας ξύπνησε ο Πατέρας , για να μας ανακοινώσει την κήρυξη του πολέμου με την φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Η Μητέρα μου λέει να ντυθώ για να πάω στο σχολείο. Ετοιμάζομαι, παίρνω την σάκα μου και μαζί με την Μητέρα μου προχωράμε για το σχολείο. Η ώρα είναι ήδη 8 π.μ. Στον δρόμο συναντάμε και άλλες Μανάδες που εκείνη την στιγμή επιστρέφουν από το σχολείο. Μας πληροφορούν ότι δεν θα γίνουν μαθήματα, λόγω του πολέμου που κηρύχθηκε και αναγκαστικά επιστρέφουμε στο σπίτι.
Ο Πατέρας δεν είχε φύγει ακόμα και λέει στην Μητέρα να με πάρει μαζί του. Θα πήγαινε στην Εθνική Τράπεζα που βρίσκεται στην Γούναρη (Καλαβρύτων την έλεγαν τότε) και Κορίνθου, για να εισπράξει το μηνιαίο μέρισμα που δικαιούτο σαν μερισματούχος του μετοχικού ταμείου στρατού που ήταν.
Ξεκινήσαμε, εγώ πιασμένος από το χέρι του Πατέρα. Πρέπει να σας πω ότι πάντα όταν με κρατούσε από το χέρι ο Πατέρας, αισθανόμουνα σιγουριά, ασφάλεια και ότι δεν διέτρεχα κανένα κίνδυνο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Βομβαρδισμός


Κατεβαίνοντας προς τα Υψηλά Αλώνια φτάνουμε στο καφενείο του Λειβαδίτη. Ήταν ένα παραδοσιακό καφενείο πολύ γνωστό στο Πατραϊκό κοινό. Ήταν προς την κάτω δεξιά μεριά των Υψ. Αλωνίων και Αθ.Διάκου.
Φθάνοντας εκεί ακούμε την βοή αεροπλάνων. Ο κόσμος ο οποίος κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα ήταν αρκετός, παρ' ότι ήταν ακόμα πρωί. Κοιτούσε με περιέργεια τα ασημένια αυτά πουλιά.
Προχωράμε να κατέβουμε την Αθ.Διάκου και ακούμε την πρώτη βόμβα που πέφτει αρκετά μακριά. Είναι η βόμβα που πέφτει στον Άγιο Διονύσιο, που βρίσκεται προς την βόρεια πλευρά της Πάτρας. Εγώ άρχισα να πανικοβάλλομαι. Γυρίζοντας ο Πατέρας προς το μέρος μου, μού ρίχνει μια επιτιμητική ματιά και σε αυστηρό ύφος μου λέει: Μη φοβάσαι θα δούμε τι είναι!
Προχωράμε και πριν φτάσουμε στην Γούναρη, ακούμε πολύ κοντά αυτή την φορά να πέφτουν αρκετές βόμβες στον Κινηματογράφο Πάνθεον που βρισκόταν απέναντι από την Εθνική Τράπεζα, που ήταν ο προορισμός μας. Καπνός, σκόνη, χαλασμός. Βλέποντας ο Πατέρας αυτή την κατάσταση, αναγκάζεται εκ των πραγμάτων, να γυρίσουμε πίσω.
Τον κόσμο τον έχει πιάσει πανικός και τρέχει σαν τρελός για να επιστρέψει, προσπαθώντας να προφυλαχθεί από τυχόν άλλες βόμβες που θα έπεφταν, όλοι να βρουν καταφύγιο στα σπίτια τους ή αλλού.
Φτάνοντας στο σπίτι μας βλέπω την Μητέρα με την αδελφή μου, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει από το σχολείο, έντρομες. Ο Πατέρας μάς καθησυχάζει ότι δεν διατρέχουμε κίνδυνο. Έτσι βγαίνουμε στην πόρτα του σπιτιού μας και ακούμε τον βόμβο των αεροπλάνων να δυναμώνει. Κοιτώντας προς τον ουρανό βλέπουμε σε χαμηλό ύψος να περνούν πολλά αεροπλάνα. Ο κόσμος είχε πάλι βγει έξω στους δρόμους και έλεγε ότι τα αεροπλάνα είναι Ελληνικά. Οι Ιταλοί είχαν φροντίσει να βγάλουν τα διακριτικά και ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν δικά μας.
Εκεί που γινόταν αυτή η κουβέντα, ένας σμήνος από αεροπλάνα περνούν προς το κάτω μέρος της πλατείας Υψ.Αλωνίων, δηλαδή προς την Τριών Ναυάρχων, και την στιγμή αυτή ρίχνουν τις βόμβες από τις σκάλες που ενώνουν την Πλατεία Υψ.Αλωνίων με την οδό Τριών Ναυάρχων, που φτάνει μέχρι την θάλασσα.
Πάλι σκόνη, καπνός, χαλασμός. Έντρομος ο κόσμος μπαίνει μέσα στα σπίτια, για να γλιτώσει και να προφυλαχθεί από τις βόμβες που θα έπεφταν. Η Μητέρα μάς παίρνει και πάμε στο βάθος του σπιτιού, εμένα και την αδελφή μου. Νομίζει ότι όταν μας έχει κάτω από το πρεβάζι της πόρτας θα έχουμε σιγουριά και προφύλαξη. Για λίγο όμως παύουν να πέφτουν βόμβες και βγαίνουμε πάλι στο δρόμο, να δούμε τι γίνεται. Έχει καθαρίσει κατά κάποιο τρόπο η σκόνη και ο καπνός από τις βόμβες.
Ο Πατέρας λέει στην Μητέρα ότι καλύτερα είναι να φύγουμε από την Πάτρα και για σιγουριά να πάμε στα Ζαρουχλέϊκα, όπου μένουν οι κουμπάροι μας Κάνιστρα, που ένας από αυτούς με είχε βαφτίσει και μου είχε δώσει και το όνομά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Φεύγουμε για τα Ζαρουχλέϊκα.
Αμέσως, χωρίς να πάρουμε τίποτα, βγαίνουμε από το σπίτι και προχωράμε για να πάρουμε τον δρόμο προς τα Ζαρουχλέϊκα. Περνάμε τα σχολεία του Βούδ, ανηφορίζουμε προς την Αγία Τριάδα. Εκείνη την στιγμή ο Πατέρας σκέφτεται τι να κέναι η μεγάλη μας αδελφή Κική που είναι χήρα με δύο μικρά παιδιά, τον Γιάννη και τον Βλασσάκη. Θα πάμε να την πάρουμε, λέει ο Πατέρας, άλλωστε στον δρόμο μας είναι.
Στον δρόμο έχει βγει όλος ο κόσμος και προσπαθεί να φύγει από την πόλη για να γλιτώσει. Ο αδελφός μας ο Ανδρέας δεν είχε δώσει σημεία πού βρίσκεται. Μέσα στην κοσμοχαλασιά που υπάρχει στον δρόμο, φτάνουμε τελικά στο σπίτι της αδελφής μας. Κτυπάμε την πόρτα, φωνάζουμε, δεν παίρνουμε καμία απάντηση. Όπως φαίνεται, είχε ήδη φύγει, χωρίς να ξέρουμε πού είναι.
Προχωράμε και παίρνουμε τον δρόμο για να πάμε στα Ζαρουχλέϊκα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Περιγραφή των ημερών εκεί.

Στα Ζαρουχλέϊκα την πρώτη ημέρας μας έδωσαν ένα δωμάτιο για να διανυκτερεύσουμε. Ο Πατέρας το απόγευμα, αφού είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί, πήγε στο σπίτι στην Πάτρα και μας έφερε ρούχα για να μπορούμε να κοιμηθούμε και να για να αλλάξουμε, γιατί από την ταλαιπωρία είχαν γίνει χάλια. Αργά το βράδυ ήρθε και ο μεγαλύτερος αδελφός μας Ανδρέας και έμεινε μαζί μας. 
Το βράδυ σε μια τραπεζαρία μεγάλη με πολλά άτομα συγγενείς της οικογένειας Κάνιστρα φάγαμε το φαγητό που είχαν φτιάξει για όλους μας. Κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις περιπέτειες της ημέρας κοιμηθήκαμε.
Το πρωί ξυπνήσαμε με τον βόμβο των αεροπλάνων που με το πρώτο φως της ημέρας άρχισαν να βομβαρδίζουν πάλι. Ανενόχλητοι και χωρίς καμία παρουσία δικών μας αεροπλάνων. Εμείς δυστυχώς δεν είχαμε. Ο Μεταξάς είχε αφήσει την Ελλάδα απροστάτευτη και οι Ιταλοί αλώνιζαν στον εναέριο χώρο.
Η Μητέρα, θέλω να τονίσω, ήταν που φοβόταν περισσότερο και έτσι είχε μεταφέρει σε μας τα παιδιά υπερβολική φοβία. Θυμάμαι το θρησκευτικό της παραλήρημα, που σε κάθε επιδρομή κάναμε σταυροκόπημα και ικεσίες προς τον Θεο-Χριστό-Παναγία έβγαιναν από τα χείλη μας, με συνεχείς υμνωδίες και παρακλήσεις.
Θα σας περιγράψω έτσι, για να ρίξω μια σχετική εύθυμη νότα στην δραματική αυτή κατάσταση, έστω για και λίγο αστεία. Όταν ακούγαμε αεροπλάνο, η Μητέρα μας έπαιρνε από το χέρι και τρέχοντας από το σπίτι των Κάνιστρα πηγαίναμε σε ένα αμπέλι που ήταν δίπλα. Εκεί ήταν πολλα και μεγάλα δέντρα από ελιές. Μας κάθιζε στον κορμό μας μεγάλης ελιάς και αρχίζαμε τα παρακάλια προς όλους τους αγίους και τον Θεό για να μας γλιτώσει.
Ο Πατέρας που μας έβλεπε σε αυτή την κατάσταση στην αρχή το ανεχόταν. Όταν όμως είδε να γίνεται συνέχεια αυτό, έβαλε φωνή στην Μητέρα να σταματήσει να μας τρομοκρατεί.
Όλη μέρα πέρασε σε αυτό το μοτίβο, δηλαδή με βομβαρδισμούς. Το βράδυ, όταν πλέον είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί, τα πράγματα έπαιρναν έναν άλλο, πιο κανονικό ρυθμό, που μπορώ να πω ήταν λίγο ευχάριστος.
Μείναμε και αυτό το βράδυ στο σπίτι των Κάνιστρα. Ο Πατέρας το βράδυ συνεννοήθηκε με την Μητέρα και πήραν την απόφαση το πρωί να φύγουμε για να πάμε στο Μπρακουμάδι, στο σπίτι της αδελφής του της θείας Ολυμπιάδας. Η απόσταση όμως μέχρι το Μπρακουμάδι ήταν 20 χιλιόμετρα και βάλε, και έπρεπε να την διανύσουμε πεζοπορώντας, διότι μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε. Ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα, άλλος τρόπος δεν υπήρχε και έπρεπε να το υποστούμε. 
Το πρωί που ξυπνήσαμε άρχισε να βρέχει και έκανε αρκετό κρύο. Έτσι το θέμα της πορείας μας προς το Μπρακουμάδι έπαιρνε δραματική μορφή. Ο μεγαλύτερος αδελφός Ανδρέας που ήταν 18 ετών, δεν θέλησε να μας ακολουθήσει, γιατί όπως έμαθε από την δουλειά του, έπρεπε να πάει να εργασθεί. 
Κατά τις 10 η ώρα ξεκινήσαμε...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Φεύγουμε για Μπρακουμάδι (Βασιλικό).
Ο Πατέρας, η Μητέρα, η αδελφή μου Σωσώ και εγώ που ήμουν ο Βενιαμίν της οικογένειας... Το 1940 ήμουν 9 ετών.
Χαιρετίσαμε τους οικοδεσπότες οι γονείς μας και εμείς. Ο Πατέρας τους ευχαρίστησε για την περιποίηση και την φιλοξενία τους για δύο ημέρες και δύο νύχτες και φύγαμε.
Παίρνουμε λοιπόν τον δρόμο προς την δημοσιά. Ο δρόμος αυτός ήταν μεν για αυτοκίνητα, αλλά τότε δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος. Είχε πολλές λακκούβες με νερό και συγχρόνως άρχισε να ψιλοβρέχει. Άνοιξαν τις ομπρέλες του ο Πατέρας και η Μητέρα, ενώ εμείς ήμασταν με τα αδιάβροχά μας, που είχε φροντίσει από την προηγούμενη ο Πατέρας να μας φέρει από το σπίτι στην Πάτρα.
Ο δρόμος προς το Μπρακουμάδι ήταν δραματικός. Περπατούσαμε σε όλη την διαδρομή με την βροχή να πέφτει και το κρύο που εν τω μεταξύ είχε γίνει και αυτό τσουχτερό. Η Μητέρα σχεδόν σε όλη την διαδρομή δεν σταμάτησε να κλαίει. Ήταν βλέπεις αμάθητη σε τέτοιου είδους ταλαιπωρίες, καθώς και φιλάσθενη. 
Με πολύ κόπο και πολλές στάσεις κατά την διάρκεια της διαδρομής που κράτησε περίπου τέσσαρες ώρες, κατά το απόγευμα φτάσαμε στο Μπρακουμάδι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Μπρακουμάδι. Η διαμονή μας εκεί.
Το σπίτι της θείας Ολυμπιάδας ήταν ένα πλίθινο διώροφο. Κάτω στο ισόγειο είχαν βαρέλια για το κρασί τους και όλα τα υπάρχοντα που θέλει μια αγροτική οικογένεια  για να περάσει τον Χειμώνα που ερχόταν. Στον επάνω όροφο ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν για υπνοδωμάτιο και δίπλα ένα μικρό δωμάτιο με ένα τζάκι που χρησίμευε για κουζίνα και συγχρόνως τραπεζαρία...
Η θεία Ολυμπιάδα ήταν χήρα και είχε μια κόρη ανύπαντρη, την Πηνελόπη, και δύο αγόρια, τον Θόδωρο 20 ετών και τον Χρίστο 18 ετών. Τον Θόδωρο, μόλις φτάσαμε, τον κάλεσαν στον στρατό, για να εκπαιδευτεί και να σταλεί στο μέτωπο. 
Τα κρεβάτια που είχαν ήταν λίγα και έτσι το πρώτο βράδυ μας στρώσανε στο πάτωμα. Εγώ κοιμήθηκα με την Μητέρα, η Σωσώ μόνη της και ο Πατέρας στο κρεβάτι του Θόδωρου που έφυγε την ίδια μέρα για τον στρατό.
Τον Πατέρα τον απασχολούσε το θέμα της μεγάλης μας αδελφής, που όπως σας είπα ήταν χήρα και με δύο μικρά παιδιά. Δεν ξέραμε τι ειχαν γίνει, που είχαν πάει με αυτή την κοσμοχαλασιά των βομβαρδισμών και την αλλοφροσύνη που είχε κυριεύσει τον κόσμο γενικά. Την εποχή εκείνη δυστυχώς τηλέφωνα υπήρχαν ελάχιστα στα χωριά και η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Εξιστόρηση των γεγονότων.
Η ζωή μας στο Μπρακουμάδι άρχισε να κυλά σχεδόν ομαλά. Ο Πατέρας μπόρεσε τελικά να πάρει κάποιο τηλέφωνο, για να μάθει για την αδελφή μας την Κική. Με τα παιδιά της είχε πάει στο χωριό του Πατέρα, στα Λακκώματα. Μέσω του αδελφού του, του Αποστόλη, που έμενε στα Λακκώματα, ειδοποίησε την Κική ότι εμείς είμαστε στο Μπρακουμάδι κι έτσι η Κική μετά δύο ημέρες ήρθε στο Μπρακουμάδι. 
Τώρα όμως το θέμα της διαμονής μας ήταν που θα μέναμε όλοι μαζί, γιατί το σπίτι της Θείας Ολυμπιάδας δεν μας χωρούσε. Ο Πατέρας βρίσκει έναν που νοίκιαζε το σπίτι του, μέσα στο Μπρακουμάδι και έτσι όλοι μαζί μετακομίζουμε στο σπίτι αυτό.
Είχε μια εξωτερική σκάλα για να ανέβεις στο πρώτο πάτωμα. Ένα μεγάλο δωμάτιο αβέρτο που δεν είχε χωρίσματα. Το είχαν χωρίσει με καραβόπανο και το έκαναν δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμόμαστε εμείς και στο άλλο η Κική με τα παιδιά της. Στην άκρη είχε και ένα τζάκι, όπου εκεί μαγειρεύαμε και ζεσταινόμαστε, γιατί είχε αρχίσει να κάνει αρκετό κρύο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Ο πόλεμος στην Αλβανία, νίκες και ελπίδες.
Οι ημέρες περνούν με νέα από το μέτωπο της Αλβανίας. Οι νίκες του στρατού μας φτάνουν και σε μας. Ενθουσιασμένοι οι μεγάλοι χαίρονται, γιατί οι Έλληνες νικούν τους Ιταλούς φασίστες.
Ένα πρωϊνό, νομίζω ήταν 25 Νοεμβρίου 1940, οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα. Ακολούθησαν και οι καμπάνες των άλλων χωριών να κτυπούν κι αυτές. Από στόμα σε στόμα ήρθε η χαρμόσυνη είδηση. Ο Ελληνικός στρατός μπήκε στην Κορυτσά. Η Κορυτσά είναι η πρώτη Ελληνική πόλη από την Βόρεια Ήπειρο που απελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό.
Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και με τραγούδια γλεντούσε την μεγάλη αυτή Ελληνική νίκη. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του στρατού μας και γι αυτό όλοι ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση και ελπίδα για μια νικηφόρα πορεία σε αυτόν τον καταστροφικό πόλεμο που είχε αρχίσει και που θα έφερνε τέτοιες καταστροφές σε όλο τον κόσμο σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές απώλειες, που ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει μέχρι τώρα.
Μετά την Κορυτσά έρχονται και άλλες πόλεις Ελληνικές που ήσαν στην Αλβανία να τις απελευθερώνει ο στρατός μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Ο Πατέρας όμως ήθελε να πολεμήσει.
Έκανα αίτηση να πάει εθελοντικά να καταταγεί. Οι φασίστες τότε του Μεταξά, που κυβερνούσαν την Ελλάδα, δεν τον έκαναν δεκτό λόγω φρονημάτων.
Καρτερικά με αγωνία παρακολουθούσε κι αυτός την εξέλιξη του πολέμου και προβληματισμένος για την πορεία γενικά της όλης κατάστασης, πόσο μπορούσαμε να κρατήσουμε στον πόλεμο αυτό, που πρέπει να έχεις μεγάλα αποθέματα στρατού και πολεμικών υλικών για να φέρεις πέρας ένα τέτοιο πόλεμο.


Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ο λόγος του Γέρου του Μοριά στους νέους

Ήταν 7 Οκτώβρη του 1838 όταν ο Γέρος του Μοριά επισκέπτεται το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας, το σημερινό δηλαδή 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο και παρακολουθεί την διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γενναδίου,   για τον Θουκυδίδη. Ο Γέρος του Μοριά εντυπωσιάζεται απ' τη διδασκαλία του Γενναδίου και εκφράζει  την επιθυμία να μιλήσει κι αυτός στα παιδιά. Η πρότασή του γίνεται αμέσως αποδεκτή αλλά επειδή ο χώρος στο γυμνάσιο ήταν στενός και πολλοί οι μαθητές, η ομιλία του Γέρου του Μοριά ορίζεται για την επόμενη μέρα, στις 8 Οκτώβρη στην Πνύκα. Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός αυτό μαθεύτηκε αμέσως και άρχισε η Πνύκα να κατακλύζεται  από πλήθος κόσμου. Θορυβημένοι οι κύριοι...κύριοι του καθεστώτος στέλνουν, καθόλου πρωτότυπο, ένα... σμήνος από χωροφυλάκους. Φοβόντουσαν ότι η ομιλία αυτή του Γέρου του Μοριά ήταν αντικαθεστωτική. Χρειάστηκε η διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη Γενναδίου ότι η ομιλία αυτή ήταν μια απλή αθώα πράξη για να πεισθούν οι κύριοι καθεστωτικοί και ν΄αποχωρήσουν οι χωροφύλακες. Άλλωστε, η δυναστεία δεν κινδύνευε απ' τη στιγμή που ο Γέρος του Μοριά τα είχε βρει με τον Όθωνα, κατέχοντας μάλιστα και το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας....
Ιδού ο ιστορικός  και συνάμα διαχρονικός λόγος του Γέρου του Μοριά στους νέους της εποχής...
Παιδιά μου!
Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὀποῦ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατούσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δεν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε να φθάσω τὰ ἴχνη τῶν.
Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα να σᾶς ἴδω, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι να σᾶς εἴπω, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος μας καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ’ αὐτὰ να κάμομε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα.
Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἴχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἴχαν, διὰ ταῦτα σᾶς λέγουν καθ’ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοι σᾶς καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δεν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἤταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἔδω ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν τῶν.
Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικούσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνούσαν τες πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφ’ οὐ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν να λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δεν ἐπῇρε μαζὶ τοῦ οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους ἀλλ’ ἁπλούς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθειᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὄλες τες γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητας καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δεν ἠμπόρεσε κανένας να τοὺς καμεὶ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.
Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοι μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοιαν καὶ ἐτρώγονταν μεταξὺ τοὺς, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρώτα οἱ Ῥωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἤλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμπορούσαν, διὰ να ἀλλάξει ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἐστάθη ἀδύνατο να τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἔναν ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρὸ τοῦ ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ (ἀντιβασιλέα), ἔναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξις, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέροντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν καταστάσῃ, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἥμερα χειρότερα, διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μαθήση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἤ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθὸς τοῦ ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστού. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τες ἠδονὲς ὅπου ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τοὺς καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.
Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη καταστάσῃ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετέφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει να χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὅπου κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τὶ ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοὶ μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν καταστάσῃ εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μας ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ να τοὺς μιμηθοῦμε καὶ να γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.
Ὅταν ἀποφασίσαμε να κάμομε τὴν Ἐπανάσταση, δεν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δεν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τούρκοι ἐβαστούσαν τὰ κάστρα καὶ τάς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε: “ ποῦ πάτε ἔδω να πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα;”, ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναίοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι, ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἔνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα τοῦ ἐζύμωνε, τὸ παιδὶ τοῦ ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὀποῦ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα. Ἀλλὰ δεν ἐβάσταξε!.
Ἤλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μας πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμα τοὺς. Μὰ τὶ να κάμομε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνὼν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα να δώσει χρήματα διὰ τάς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους ἤ να ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δεν ἤθελε οὔτε να συνδράμει οὔτε να πολεμήσει. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δεν εἴχαμε ἕνα ἀρχηγὸ καὶ μίαν κεφαλή. Ἀλλὰ ἔνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἔνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δεν χτίζεται οὔτε τελειώνει. Ὁ ἔνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει να βλέπει εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν να ἦτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπὰ καὶ να γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δεν κτίζεταί ποτέ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει να εἶναι ἔνας ἀρχιτέκτων, ὀποῦ νὰ προστάζει πώς θὰ γένει. Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἔναν ἀρχηγὸ καὶ ἔναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζει καὶ οἱ ἄλλοι να ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια καταστάσῃ, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, μας ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εἰς αὐτὴ τὴν καταστάση ἔρχεται ὁ βασιλεύς, τὰ πράγματα ἠσυχάζουν καὶ τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ γεωργία καὶ οἱ τέχνες ἀρχίζουν να προοδεύουν καὶ μάλιστα ἡ παιδεία. Αὐτὴ ἡ μάθησις θὰ μας αὐξήσει καὶ θὰ μας εὐτυχήσει. Ἀλλὰ διὰ να αὐξήσομεν, χρειάζεται καὶ ἡ στερέωσις τῆς πολιτείας μας, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Θρόνου. Ὁ βασιλεὺς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δεν εἶναι προσωρινός, ἀλλ’ ἡ βασιλεῖα του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσει εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσείς καὶ τὰ παιδιὰ σᾶς θὰ ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε τὴν πιστὴ σας καὶ να τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος. Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μία Θρησκεία. Καὶ αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι κατατρέχοντο καὶ μισοῦντο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πιστὴ τους.
Να μὴν ἔχετε πολυτέλεια, να μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Να δοθεῖτε εἰς τάς σπουδὰς σας καὶ καλύτερα να κοπιάσετε ὀλίγον, δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ να ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ να περάσετε τέσσαρους – πέντε χρόνους τῇ νεότητα σας, καὶ να μείνετε ἀγράμματοι. Να σκλαβωθεῖτε εἰς τὰ γράμματά σας. Να ἀκούετε τάς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καὶ κατὰ τὴν παροιμία, “ μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθαινε”. Ἡ προκοπὴ σας καὶ ἣ μαθήσή σας να μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ να κοιτάζῃ τὸ καλὸ τῆς κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικὸ σας.
Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχωρήση, διότι δεν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἴδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ να ὠφεληθεῖτε ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν να ἀποστρέφεστε, καὶ να ἔχετε ὁμόνοια.
Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηράτε, πλέον. Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρὸς μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε τὸ δρόμο, θέλουν μετ’ ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθεὶ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἥμερα. Εἰς ἐσὰς μένει να ἰσάσετε καὶ να στολίσετε τὸν τόπο, ὀποῦ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε καὶ διὰ να γίνει τοῦτο πρέπει να ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία!
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!




Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Το "κίνημα της πατάτας" και το συνεταιριστικό κίνημα της κατοχής 1941-44

Ίδιες οι εποχές; Όχι βέβαια. Την τραγική κατάσταση της ανέχειας, της πείνας και του θανάτου που πέρασε εκείνα τα χρόνια ο ελληνικός λαός, κυρίως των πόλεων και περισσότερο της Αθήνας, δεν είχε ζήσει ποτέ μέχρι τότε, αλλά δεν έζησε και μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα τα δύο πρώτα χρόνια της Κατοχής. Του Μάνου Ιωαννίδη.
Οι προηγούμενες και οι επόμενες γενιές των χρόνων εκείνων ποτέ δεν ένιωσαν την αγωνία του τωρινού οικογενειάρχη για το αν θα μπορούσε να στήσει τσουκάλι κάθε μέρα που ξημέρωνε. Και τι τσουκάλι! Με ανάλαδα νεροπλύματα μπιζελιών, μαυροφάσουλων, φουλιών, φακής, μπλουγουριού, λαχανίδας, τσουκνίδας και ύποπτων αγριόχορτων που σκελετωμένες χορταρούδες μάζευαν από τις αλάνες, τα άφραχτα οικόπεδα και τις παρυφές της πόλης, της Αθήνας μας.
Με σπάνιες διανομές από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό μερικών δραμιών οσπρίων, μπιζελιών, σταριού, σταφίδας ή φουντουκιών που μετέφερε με το Κουρτουλούςκαι το Τουλού-Μπουνάρ από την Τουρκία ή μερικών δραμιών μπομποτόψωμου από τους φούρνους, και όχι καθημερινά. Με τη μαύρη αγορά προσιτή μόνο σε μερικούς. Με τον λαό να πουλά ό,τι είχε και δεν είχε για να εξασφαλίσει μια μπουκιά στο στόμα των παιδιών του και να καταλαγιάσει την πείνα του με ξυλοκέρατα (χαρούπια) ή κουκουτσάλευρο (από τα κουκούτσια τους, που μετατρέπονταν σε μια γλοιώδη κουκουτσόπιτα!)
Μια Αθήνα που έφθινε! Με τους δεκάδες νεκρούς καθημερινά από την πείνα στις γωνιές των δρόμων και πάνω από τις σχάρες του σταθμού του ηλεκτρικού της Ομόνοιας -όπου οι ανέστιοι μαζεύονταν σε σωρούς για να εξασφαλίσουν λίγη ζέστη- να μεταφέρονται με χειροκίνητα καροτσάκια στα νεκροταφεία ή που θάβονταν κρυφά, ακόμη και στις αυλές των σπιτιών, για να μην παραδοθεί το δελτίο τροφίμων τους.
Με μικρά παιδιά αποστεωμένα, με πρησμένες κοιλιές και ένα τενεκεδάκι στο χέρι να εκλιπαρούν για μια κουταλιά φαΐ με τη θρηνητική φωνή τους: «Πεινάω, πεινάω καλοί μου ανθρώποι» και άλλους να ψάχνουν τους κάδους απορριμμάτων έξω από τα πλουσιόσπιτα και τους καταυλισμούς των κατακτητών για τίποτε αποφάγια και πορτοκαλόφλουδες.
Οι σκύλοι και οι γάτες είχαν εξαφανιστεί από τις αυλές και τους δρόμους. Ακόμη και οι χελώνες από τις παρυφές και τα γύρω δάση της πόλης είχαν εξαφανιστεί! Και οι κρεμμύδες, που κρέμαγαν οι νοικοκυρές την Πρωτοχρονιά έξω από την πόρτα τους! Εκείνος ο χειμώνας του 1941-42 ήταν από τους χειρότερους των χρόνων εκείνων. Ο χειμώνας εκείνος ήταν που σταμάτησε και τις ορδές του Χίτλερ έξω από τη Μόσχα. Και η κακομοίρα η δραχμή μας να τρέχει σε χιλιάδες, σε εκατομμύρια και μετά σε δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια. Με μόνη σίγουρη νομισματική μονάδα πια το στάρι και το λάδι ως ανταλλακτικά μέσα.
Δεν θα σταθώ όμως σε περισσότερα, έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες από πολλούς που έζησαν και άλλους που έχουν αναλύσει την οικονομική διάσταση αυτής της τραγικής εποχής.
Θα μας «τελείωνε»  η Αθήνα, ίσως και όλη η Ελλάδα, αν δεν αντιδρούσε ο λαός με τις ΕΑΜικές οργανώσεις του στην αρπακτική βουλιμία των κατακτητών που άδειαζαν αποθήκες, μαγαζιά και «απαλλοτρίωναν» για τις ανάγκες των στρατευμάτων και των λαών τους ολόκληρη σχεδόν τη γεωργική, μεταπρατική και βιομηχανική παραγωγή ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή στις υπάρχουσες συνθήκες.
Πρώτοι ήταν οι κομμουνιστές που δραπέτευαν από τα ξερονήσια της εξορίας τους του Μεταξά και σε λίγο οι πρωτοπόροι αγωνιστές του ΕΑΜ, που, παράλληλα με τον απελευθερωτικό αγώνα και από την αρχή, έβαλαν ως πρώτο και κύριο στόχο τους την οργάνωση του λαού για την επιβίωσή του. Με στάσεις, απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις σε όλους τους κλάδους στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στο κέντρο της πόλης, στις συνοικίες και στα σχολειά, αξίωνε ο λαός το σταμάτημα της ληστείας από τους κατακτητές, τη διανομή τροφίμων και την οργάνωση συσσιτίων.
Πέτυχε τη δραστηριοποίηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, τη διανομή όσων κρατικών αποθεμάτων δεν είχαν αρπάξει ακόμη οι κατακτητές και την ίδρυση συσσιτίων σε σχολεία, πανεπιστήμια, δημόσιες υπηρεσίες, γιατρούς, δικηγόρους, τράπεζες και άλλους τόπους δουλειάς. Ακόμη και τον περιορισμό του παρακρατήματος της γεωργικής παραγωγής στο 10% και, σε λίγο, με τις «μάχες της σοδειάς» και τη μη παράδοσή του στους κατακτητές.
Προπάντων, όμως, ίδρυσε Λαϊκές Επιτροπές κατά κλάδους και την Παναθηναϊκή Λαϊκή Επιτροπή, επαναλειτούργησε όλους τους συνεταιρισμούς (πιστωτικούς, γεωργικούς, παραγωγικούς, προμηθευτικούς κ.λπ.) που είχαν περιπέσει σε αδράνεια από τη μεταξική δικτατορία και τον πόλεμο και σύστησε νέους, κυρίως προμηθευτικούς, στις πόλεις, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Διαλύθηκε η παλιάΣυνομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών και ιδρύθηκε η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών.
Σε όλους αυτούς τους οργανισμούς, τόσο στην Ελεύθερη Ελλάδα όσο και στην κατεχόμενη, πρωτοστατούσαν τίμιοι, φιλότιμοι και δραστήριοι αγωνιστές με υψηλό αίσθημα ευθύνης για το συμφέρον του τόπου και του λαού. Αλλά και του αντάρτικου, που σιγά - σιγά άρχισε να φουντώνει και να δημιουργεί δικούς του μηχανισμούς, όπως την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ), που συνεργάζονταν με τους νόμιμους και παράνομους οργανισμούς και ενισχύονταν από αυτούς.
Η συγκέντρωση και η ανταλλαγή των προϊόντων τους αναδείχθηκε σε κύριο μέλημά τους. Στάρι, λάδι, όσπρια, ελιές, μπαμπάκι, υφάσματα, δέρματα, μετάξι, αλάτι, οινόπνευμα, σπίρτα και άλλα γεωργικά, κτηνοτροφικά, μεταπρατικά και βιομηχανικά προϊόντα διακινήθηκαν ανταλλακτικά σε σημαντικές ποσότητες από τους τόπους παραγωγής στους τόπους που τα στερούνταν. Με καΐκια, αυτοκίνητα, κάρα και ζώα, πότε με άδεια των αρχών και πότε παράνομα με την προστασία του ΕΛΑΣ και των ΕΑΜικών οργανώσεων.
Μεγάλο ρόλο στις μετακινήσεις αυτές έπαιξε η ΕΑΜική οργάνωση των σιδηροδρομικών, που μετέφερε βαγόνια ολόκληρα με γεωργικά κυρίως προϊόντα, που με θυσίες (μάχες της σοδειάς) είχαν κατακρατηθεί και δεν είχαν παραδοθεί στους κατακτητές.
Η Θεσσαλία έδινε στάρι στη Μυτιλήνη και έπαιρνε λάδι, σαπούνι και δέρματα. Ο Έβρος σιτηρά, όσπρια και μετάξι στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Η Αρκαδία, η Ήπειρος και η Ρούμελη τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα στις γειτονικές περιοχές και έπαιρναν στάρι, καλαμπόκι και όσπρια. Το ίδιο και η Βοιωτία και η Αχαΐα, που αντάλλασσαν τις πατάτες τους, και το Λεσίνι και η Κωπαΐδα τα δικά τους προϊόντα.
Στην Αθήνα δραστηριοποιήθηκαν κυρίως οι Λαϊκές Επιτροπές και οι προμηθευτικοί και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί που εξασφάλιζαν τρόφιμα για τη λειτουργία των συσσιτίων ή τη διανομή τους στα μέλη τους σε πολύτιμες μικροποσότητες. Όλα σχεδόν τα υπουργεία είχαν τον προμηθευτικό συνεταιρισμό τους, για τον οποίο η κεντρική διεύθυνση, η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή, εξασφάλιζε με απεργίες και παραστάσεις τις απαραίτητες ποσότητες πρώτων υλών και προϊόντων, ακόμη και υφάσματα για κοστούμια από τα εργοστάσια Λαναρά.
Λειτουργούσαν με υπαλλήλους αποσπασμένους στον συνεταιρισμό του υπουργείου τους, που πραγματικά έδιναν τον εαυτό τους στο έργο που είχαν αναλάβει, διακινδυνεύοντας και τη ζωή τους ακόμη ταξιδεύοντας στην επαρχία. Συστάθηκε επίσης η Επιτροπή Συνεργαζομένων Συνεταιρισμών Κατανάλωσης που προώθησε την ανταλλαγή βιομηχανικών και μεταπρατικών προϊόντων από τις πόλεις με γεωργικά από τα χωριά.
Αποδείχθηκαν τόσο χρήσιμοι οι συνεταιρισμοί, ώστε διατηρήθηκαν ακόμη και μετά την απελευθέρωση, όπως του υπουργείου Ναυτικών, ο οποίος λειτουργούσε, όπως θυμάμαι, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στα υπόγεια του υπουργείου, στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Έτσι έσπασε σ' έναν βαθμό και η μαύρη αγορά, που χτυπήθηκε ακόμη και με κατασχέσεις και ανοίγματα αποθηκών από τον ΕΛΑΣ της Αθήνας και άμεση πώληση των εμπορευμάτων από τον μαυραγορίτη σε λογικές τιμές. Η μαύρη αγορά, που είχε καταστήσει την οδό Σοφοκλέους και την Ευριπίδου κέντρα και χρηματιστήρια της τότε πανάθλιας δημοσιονομικής μας κατάστασης και έδειχναν τον τρομερό κατήφορο της δραχμής μας με την άμεση σύνδεσή της ακόμη και με τις επιτυχίες ή αποτυχίες του Γερμανού στρατάρχη στην Αφρική, Ρόμελ, με την ιστορική κραυγή «Μπάστα - βάστα Ρόμελ».
Και θυμάμαι πόση χαρά και ανακούφιση δώσαμε στους Βυρωνιώτες και Παγκρατιώτες όταν, ως ΕΑΜΝίτες (ΕΑΜ Νέων, πριν από την ίδρυση της ΕΠΟΝ) εντοπίσαμε ένα μεγάλο μαυραγορίτικο φορτηγό κατάφορτο με πατάτες, στη γέφυρα του Βύρωνα, που με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ κατασχέσαμε και πουλήσαμε στον πεινασμένο λαό.
Η εποχή μας, όπως είπα και στην αρχή, δεν μπορεί να συγκριθεί με την τοτινή. Όμως, πολλά θα μπορούσαν να διδαχθούν οι σημερινοί του «Κινήματος της πατάτας», κυρίως για την οργάνωση και λειτουργία του Κινήματός τους, αν εντρυφούσαν στις αφηγήσεις των τοτινών συνεταιριστών, στις μελέτες των ειδικών ερευνητών και στα καταστατικά των τότε συνεταιρισμών. Με τη βοήθεια και αυτού του τρομερού σύγχρονου επικοινωνιακού μέσου, του Διαδικτύου, θα μπορούσαν να συστηματοποιήσουν πιο ενεργητικά και αποτελεσματικά την αυτοοργάνωσή τους σε όλους τους παραγωγικούς τομείς.
Μάρτης 2012
* Ο Μ. Ιωαννίδης είναι συνταξιούχος δικηγόρος. Υπήρξε κατά την Κατοχή καπετάνιος του λόχου ΕΛΑΣ Βύρωνα Αθηνών, φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ στο βουνό, ονομάστηκε ανθυπολοχαγός και στη συνέχεια τοποθετήθηκε επιτελής του Προτύπου Τάγματος της Α' Ταξιαρχίας Αθηνών που έδρευε στην Καισαριανή. Eίναι συγγραφέας του βιβλίου «Φάκελος Νο 9745/Β - Στα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα» (Έκδ. Μέδουσα).

Πηγή: Αυγή

           tvxs