Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ -ΑΡΓΥΡΗΣΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με ...

Προψές καθούμαστε στου πάτερ Νικόδημου το κελί, τέσσαρες καλογέροι, και γύρω στο μαγκάλι τα λέγαμε. Όξω βόιζε ο βοριάς, κι όσο τον ακούγαμε, τόσο συμμαζευόμαστε κοντά στη φωτιά. Μα και δίχως φωτιά, και δίχως το ρόμι, είχαμε καλοκαίρι στην καρδιά μας. Κι αν είχαν κι άσπρες τρίχες τα γένια μας, δείχτανε ζωηρότερη του προσώπου τη δροσερή κοκκινάδα. Σπίθες πετούσαν από τα μάτια μας και στα χείλη μας ―όσα έβλεπε ανάμεσ’ από τις πυκνές τρίχες όταν γελούσαμε― ήτανε ζωγραφισμένη απέραντη πονηριά, κοσμογνωρισιά κι αθώα κατεργαριά.      Είχαμε καμιάν ώρα μπροστά μας, ώσπου να κοιμηθούμε. Λέει ένας μας· ― Παιδιά, εδώ ο κόσμος μεγάλος δεν είναι, χώρα δεν είναι. Εδώ είναι βουνό με είκοσι τέσσερις καλογέρους και μερικά ζα. Τις ψαλμωδίες και τα τροπάρια τα ‘χουμε και τα παράχουμε στην εκκλησιά. Μα ο άνθρωπος θέλει να βλέπει και κόσμο κάποτες, και ‘γώ λέω, αδέρφια μου, να δούμε κόσμο απόψε. και να τόνε δούμε με το νου μας, αφού με τα μάτια μας είναι αδύνατο. Λάτε να μας πει ένας μας την καλύτερη ιστορία, που του ΄τυχε μες στον κόσμο. Κάτω οι ντροπές, κάτω τα ψέματα. Να δούμε πώς τη χάρηκε τη ζωή του πρι να μπει στο ζυγό. Αμαρτία δεν είναι, και μη φοβάστε. Όποιος δεν τα κάνει, τα λέει. Κι όποιος δεν τα λέει, τα συλλογιέται. Εμείς παρά να τα κάνουμε και να τα συλλογιούμαστε, κάλλιο ας τα λέμε, να ξεθυμαίνουμε, να περνάει η ώρα..."

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

"Έρχεται πάντα μια στιγμή..."απ'το "Ραντεβού μ'ένα γράμμα" της Βάνας Σμπ...


"Λίγο πιο πριν ήταν νωρίς,  λίγο μετά θα `ναι αργά,  όλα στον χρόνο τους παλεύουν και στον χρόνο τους νικάν”. Αγαπημένη μου Χριστίνα μ’ αυ­τούς τους γεμάτο αλήθεια στίχους της Με­λίνας Τανάργη από το τραγούδι της Βαλσάκι να ηχούν γλυκά στ’αυτιά μου έφτασα στον τόπο του ραντεβού μου με τον Πάνο. Ξέρεις σε ποιόν; Στον παραδοσιακό καφενέ του Κυρ Μιχάλη με τις μεγάλες ασπρόμαυρες φωτο­γραφίες στους τοίχους που απαθανάτιζαν γωνιές του νησιού από εκείνα τα χρόνια τα παλιά και τα αποσπάσματα των εφημερίδων που αναφέρονταν στην ιστορία του νησιού και με την κυρά Κρινιώ, τη χρυσοχέρα γυ­ναίκα του να βάζει όλη την τέχνη της στα γλυκά του κουταλιού και στον καφέ. Θυμά­σαι; Είχαμε πιει κι εμείς εκεί πολλές φορές καφέ. Τέλος πάντων.

Χθες, λοιπόν, στο τηλεφώνημα που του έκανα ήμουν λακωνική. «Αύριο, στις 10 το πρωί, στο καφενέ του Κύρ Μιχάλη» του είχα πει και πριν προλάβει να ρωτήσει κάτι το εί­χα ήδη κλείσει.

Τον είδα να με περιμένει καθισμένος σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στην τζαμαρία και με σκυφτό το κεφάλι να παίζει νευρικά με τα κλειδιά του.

Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κόσμος στο καφενέ, μόνο ο κυρ Μιχάλης ήταν και εμείς. Καλημέρισα τον καφετζή και μετά κατευ­θύνθηκα αμέσως προς τη μεριά όπου βρι­σκόταν ο Πάνος.

«Καλημέρα» του είπα γλυκά και κάθισα απέναντί του.

Εκείνος χωρίς να ανταποδώσει, σήκωσε το κεφάλι του, και κοιτώντας με ίσια στα μάτια, μου πρόσφερε ένα μικρό χρυσό λου­λουδάκι, που είχε κρυμμένο κάτω από μια εφημερίδα. Ήταν μια Sempreviva. Ξέρεις ε­κείνο που φυτρώνει μόνο στα Κύθηρα. Τι κρίμα να μην το έχει δει ο Van Gogh...Τέλος πάντων, δεν σου κρύβω,πώς μου έκανε εντύ­πωση πού το βρήκε και τον ρώτη­σα. «Όποιος θέλει ψάχνει και βρίσκει Λυδία» μου είπε με νόημα. «Ξέρεις τι σημαίνει το όνομά του;» με ρώτησε μετά. «Ναι, Ζωντανό για πάντα» του αποκρίθηκα. «Όπως η αγάπη μου για σένα… Ζωντανή για πάντα» μου είπε. Πικρογέλασα λέγοντας του ότι αυτές είναι μεγάλες κουβέ­ντες που δεν πρέπει να τις ξεστομίζουμε τόσο εύκολα. Εκείνος μου είπε ότι το εννοούσε. Τότε τον ρώτησα γιατί δεν με εμπιστευό­ταν,γιατί με αδικούσε και με αμφι­σβητούσε συνέχεια. Ξέρεις τι γύρισε και μου είπε;Ότι εγώ ξέρω να παίζω πολλούς ρόλους, ένεκα ηθοποιός, ενώ εκείνος δεν ξέρει. Πήγα να του απαντήσω ότι εκείνος παίζει με τα νεύρα μου αλλά προτίμησα να εστιάσω την κουβέ­ντα στην σχέση μας. Του είπα λοιπόν ότι το τελευταίο διάστημα έχουμε απομα­κρυνθεί και ειλικρινά δεν ξέρω γιατί, γι’ αυτό, τον παρακάλεσα να πάρει τον χρόνο του, να πάρω κι εγώ τον δικό μου, να βρε­θούμε με τον εαυτό μας, να μιλήσουμε μαζί του, να δούμε τι φταίει, τι μας φταίει, και ποιος ξέρει, ίσως συστηθούμε πάλι, κτίζοντας την σχέση μας αυτή τη φορά πάνω σε άλλη βά­ση, αυτή του αμοιβαίου σεβασμού,και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και εκτίμησης. Για­τί σημασία δεν έχει μόνο να αγαπάμε αλλά και το πώς αγαπάμε.

Τον είδα να ανταριάζει. «Τέλειωσες;»

«Ναι, δεν έχω κάτι άλλο να πω».

«Λοιπόν, άκου Λυδία για να ξεμπερ­δεύουμε…» άρχισε να μου λέει με ύφος σαν να του είχα κηρύξει τον πόλεμο, «…εγώ δεν έχω μάθει να αναλύω όπως εσύ, ούτε και με νοιάζει να μάθω, εγώ ξέρω μόνο να νοιώθω, πράγμα άγνωστο για σένα. Όλα τα άλλα που μου λες, να μείνουμε λίγο μόνοι να σκε­φτούμε είναι κουραφέξαλα, μη σου πω ένας ωραίος τρόπος για να μην μου πεις κατά­μουτρα: Πάνο, ως εδώ ήταν, το διαλύουμε, γιατί εγώ τώρα είμαι κάπου αλλού, γιατί γουστάρω, βρε αδελφέ, να είμαι με κάποιον άλλον.Όπως κατάλαβες, δεν είμαι κανένας βλάκας ή κανένας ηλίθιος να μην πάρω χαμπάρι ότι μου φοράς κέρατο. Φαίνεται από μακριά. Μωρέ, κάτι ήξεραν όταν μου έλεγαν να μην μπλέξω με θεατρίνα και μάλι­στα με θεατρίνα ξοφλημένη. Κάτι ήξεραν, τε­λικά».

Χριστίνα μου, για μερικά λεπτά έμεινα να τον κοιτώ αποσβολωμένη,με βλέμμα απο­ρημένο και κατάπληκτο. Δεν ήταν δυνατόν να μην είχε καταλάβει τίποτα απ’ αυτά που του είχα πει. Μάλλον τόση ώρα μιλούσα απέναντι στον τοίχο. Πήγα να του πω ότι δεν τον αναγνώριζα και ότι για μια ακόμη φορά με αδικούσε και με αμφισβητούσε κάνοντας τη μια μικρότητα μετά την άλλη,αλλά προ­τίμησα να μην του το πω,δεν είχε πια κανένα νόημα. Δυστυχώς, ο Πάνος που είχα μπρο­στά μου δεν ήταν εκείνος που είχα γνωρίσει και αγαπήσει, ήταν κάποιος άλλος που δεν θα ήθελα στιγμή να είμαι μαζί του. Σηκώ­θηκα αμέσως. Δεν άντεχα άλλο να μένω εκεί, πνιγόμουν.

Με ρώτησε πού πάω, γιατί φεύγω,και με­τά συνέχισε με μια διαπίστωσή του, ότι έτσι κάνω πάντα, όταν τα βρίσκω σκούρα.

Χωρίς να του αποκριθώ, πήγα κοντά του και άφησα δίπλα στο πακέτο με τσιγάρα του το Sempreviva. «Αντίο Πάνο …» του είπα με σπασμένη φωνή, «…να προσέχεις…!»

«Πας στον καλό σου ε;» άκουσα να μου λέει όλος κακία, καθώς έκλεινα την πόρτα πίσω μου.

Ήθελα πολύ να γυρίσω να του πω ότι πη­γαίνω στο ραντεβού με τη ζωή μου αλλά δεν το έκανα. Ήμουν σίγουρη πώς δεν θα κατα­λάβαινε τι εννοούσα...

Έτσι Χριστίνα μου, έκλεισε το κεφάλαιο Πάνος στη ζωή μου...

Τι να γίνει; Έτσι είναι ζωή... ελπίζω, αγα­πημένη μου Χριστίνα,κάποια στιγμή να έρ­θει εκείνη η ώρα που όλα θα φωτιστούν ξα­νά, όπως λέει και η αγαπημένη μου Μελίνα Τανάγρη στο “Βαλσάκι” της...

Έρχεται πάντα μια στιγμή
που όλα φωτίζονται ξανά,
πισωγυρνάς,τα ίδια βλέπεις,
μ’ άλλα μάτια τα κοιτάς”.

Σε φιλώ,

Λυδία.