Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29ο


Οι επόμενες μέρες πέρασαν σχετικά ήρεμες. Η Μελίνα είχε δοθεί με πά-
θος στην προετοιμασία του έργου. Προσωπικά είχα αναλάβει να ζωγραφίσω
τα λιτά σκηνικά του έργου πράγμα που γέμιζε τα βράδια μου με δημιουργία.
Αυτό ήταν το εύκολο. Το δύσκολο ήταν η υπόσχεση που της είχα δώσει να βρω
το χώρο που θα δινόταν η παράσταση. Σαν τελευταία λύση είχαμε σκεφτεί ότι
θα διαμορφώναμε το χώρο στο μεγάλο κτήμα του ανεμόμυλου. Αυτή όμως ή-
ταν λύση απελπισίας γιατί αν η παράσταση γινόταν στο μύλο οι μόνοι σίγου-
ροι θεατές ήταν ο Αργύρης και η Φρόσω , για τους υπόλοιπους όλα παίζονταν.
«Μελίνα σήμερα θα περάσω απέναντι τον Ερνέστο» της είπα καθώς την
είδα να φεύγει φορτωμένη χαρτιά και φακέλους που κρέμονταν στην κυριολε-
ξία από τα χέρια της. «Αν θέλεις περίμενε με λίγο και θα σε πάρω μαζί».
«Καλά ας περίμενες να φύγω… και μου τόλεγες μετά» είπε νευριασμένη.
«Μέτρα εκατό, κι είμαι έτοιμη» της φώναξα μέσα από το μπάνιο, και το
εννοούσα γιατί σε χρόνο μηδέν ήμουν με τα κλειδιά του Ερνέστο στο χέρι πα-
ρακαλώντας το Θεό της Μελίνας το Δία να πάρει μπροστά το αυτοκίνητο.
Το ραντεβού που είχα ήταν σημαντικό. Πέντε μόλις χιλιόμετρα έξω από
την Παροικιά σ’ ένα ιδιωτικό χτήμα είχα εντοπίσει ένα μικρό θέατρο που
προφανώς κάποιος μερακλής το έφτιαξε ελπίζοντας πως μετά από μερικές χι-
λιάδες χρόνια θα ήταν αρχαίο. Το έλεγε Οδύσσειο και ήταν μια μικρογραφία
αρχαίου θεάτρου. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα φτιαγμένο ανάμεσα σε πε-
ριποιημένα δέντρα και φυτά, πράγμα που έδειχνε ότι κάποιος το περιποιόταν
αρκετά συχνά. Ήταν χτισμένο αμφιθεατρικά σ’ ένα ξέφωτο με αγνάτιο τη θά-
λασσα, που όταν το αντίκρισα αμέσως μαγεύτηκα..
Μη μπορώντας λοιπόν όσο κι αν προσπάθησα να ανακαλύψω τον ιδιοκτή-
τη του, και να του πέσω στην κυριολεξία στα πόδια να μας το παραχωρήσει
για την παράσταση, πληρώνοντας στην ανάγκη όσα χρήματα μας ζητούσε… κι
ας μην ήξερα που θα τα εύρισκα, αναζήτησα τον κηπουρό που το φρόντιζε.
Στάθηκα πολύ τυχερή γιατί σ’ ένα από τα καφενεία που σύχναζα, βρήκα τον
ξάδελφο της γυναίκας του κηπουρού, που φυσικά ήταν Βορειοηπειρώτης. Αυ-
τό είναι ένα από τα καλά κακά της επαρχίας. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός

Το ραντεβού μας ήταν για σήμερα το πρωί. Προσφέρθηκα να τον μεταφέ-
ρω σ’ ένα κτήμα, πάνω σ’ ένα ορεινό χωριό, όπου μόνο γαϊδούρια ανεβαίνανε,
κουβαλώντας ως γάιδαρος τσουβάλια κοπριά, που χρειαζόταν για ένα εξοχικό
που έφτιαχνε εκεί. Αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος που έπαιρνα μαζί μου
τον Ερνέστο, γιατί από τη μέρα που πάτησα στο νησί ελάχιστες φορές είχα
χρησιμοποιήσει την τετράτροχη τεχνολογία για τις μετακινήσεις μου.
«Που θα πας με το αυτοκίνητο Γοργώ;» ρώτησε με απορία η Μελίνα προ-
σπαθώντας να ανοίξει τη μαγκωμένη από την υγρασία πόρτα του Ερνέστο.
«Ένα ραντεβού για μια δουλειά» της είπα μη θέλοντας να της αποκαλύψω
το λόγο που πήγαινα στην πόλη. Αν της μετέφερα τον ενθουσιασμό μου για το
Οδύσειο θα απογοητευόταν πολύ αν δεν τα κατάφερνα. Σκέφτηκα λοιπόν ότι
θα ήταν προτιμότερο να της το πω μόνο αν είχα κάτι καλό να της ανακοινώ-
σω.
«Τι δουλειά;» ξαναρώτησε.
«Μια πινακίδα μαγαζιού. Χαζομάρες είναι αλλά έχουμε ανάγκη τα χρήμα-
τα».
«Και γιατί αυτοκίνητο;»
«Θέλω να αγοράσω μερικά υλικά για τα σκηνικά. Να μη τα κουβαλάω με
τα χέρια. Αμάν με τις ερωτήσεις σου πρωί πρωί» της απάντησα εκνευρισμένη
για να μη με αναγκάσει να της πω κι άλλα ψέματα. Αυτό το κορίτσι πάντα
κόλλαγε σε λεπτομέρειες που μου έσπαγαν τα νεύρα.
Συνάντησα τον Ηλία στο μαγαζί και μ’ ένα κύπελλο καφέ στο χέρι ξεκινή-
σαμε για τα Ριζά φορτωμένοι ως τ’ αφτιά, τσουβάλια “μυρωδάτη” κοπριά. Α-
σθμαίνοντας ο φουκαράς ο Ερνέστος ανηφόριζε την πλαγιά, ενώ ο Ηλίας μου
έκανε πλήρη ανάλυση περί χωνεμένης και αχώνευτης κοπριάς ανακατεύοντας
μου το στομάχι. Τέλος αφού ξεφορτώσαμε κάπου είκοσι πέντε φουσκωμένα
τσουβάλια περπατώντας αρκετά μέτρα, και με τον ήλιο να καίει σαν καμίνι
κάνοντας το κεφάλι μου κουρκούτι, πήραμε τον κατήφορο με προορισμό τον
ιδιοκτήτη του θεάτρου.
«Τι άνθρωπος είναι;» τον ρώτησα προσπαθώντας να οργανώσω τη σκέψη
μου ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς μου.
«Μυστήριος» απάντησε μονολεκτικά κόβοντάς μου τα πόδια.«Τι τον θέ-
λεις;» με ρώτησε.
«Για τον αρχιτεκτονικό ρυθμό που χρησιμοποίησε στην κατασκευή του
θεάτρου, γιατί πιστεύω πως έχει κάνει λάθος στην επάνω τοξωτή πλευρά και
τις γεωμετρικές συντεταγμένες της δεξιάς κοίλης κερκίδας» του είπα ότι μου
κατέβαινε για να αποφύγω περαιτέρω ανάκριση.
«Α…» είπε κουνώντας το κεφάλι του, «ναι, ναι κατάλαβα».
Φτάσαμε κοντά στην πόλη και αφού στρίψαμε σε κάτι δαιδαλώδεις χωμα-
τόδρομους, ανεβήκαμε μια απότομη ανηφοριά όπου στην κορυφή της εμφα-
νίστηκε ένα συμπαθητικό λυόμενο σπιτάκι με κόκκινα κεραμίδια και ζαρζα-
βατικά στην αυλή του. Ένοιωσα έκπληκτη γιατί περίμενα πως θα συναντούσα
κάποια βίλα με πισίνα και μαντρότοιχο με φυτεμένα γυαλιά στη κορυφή του,
γιατί ένας άνθρωπος που ξοδεύει τόσα χρήματα για να φτιάξει ένα θέατρο
στην “αυλή” του δεν θα μπορούσε να είναι στη φαντασία μου παρά ένας εκκε-
ντρικός πλούσιος που θέλει να εντυπωσιάσει το πόπολο.
«Αφεντικό επισκέψεις» διέκοψε τη σκέψη μου η αγριοφωνάρα του Ηλία.
Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου όταν είδα την αυλόπορτα να α-
νοίγει και να προβάλλει πίσω από αυτήν ο Κρίτος. Αυτό πια είναι Κάρμα,
σκέφτηκα και ξεροκάταπια χαιρετώντας τον μέσα από τα δόντια μου.
«Κρίτος. Χάρηκα» άπλωσε το χέρι του κάνοντας πως δεν με γνώριζε.
«Μαρία» απάντησα διστακτικά.
«Η κοπέλα αφεντικό θέλει να σου πει για κάτι τόξα» δικαιολόγησε την πα-
ρουσία μου ο Ηλίας. «Να περιμένω ή να φύγω;» στράφηκε προς εμένα.
«Σε πειράζει να γυρίσεις μόνος σου;» τον ρώτησα, «θέλω να μιλήσω με
τον κύριο Κρίτο» .
«Όχι, κάθε άλλο. Φχαριστώ για την εξυπηρέτηση» είπε και χαιρέτισε ευ-
γενικά.
«Λοιπόν Μαρία;» στράφηκε προς το μέρος μου ο Κρίτος δείχνοντάς μου
μια μπαμπουδένια πολυθρόνα.
«Τι τόξα μου φέρνεις από τον παππού σου;»
«Να σου εξηγήσω» απολογήθηκα θιγμένη από το ύφος.

«Δεν χρειάζεται. Μου τα είπε όλα ο Δαμιανός. Τελικά ο κόσμος είναι απί-
στευτα μικρός. Και τώρα πες μου γιατί ψάχνεις εμένα αυτή η φορά;» ρώτησε,
«και… σε παρακαλώ θέλω την αλήθεια» συνέχισε τονίζοντας την τελευταία
του κουβέντα.
«Είδα το Οδύσσειο» μπήκα κατευθείαν στο θέμα «και σε παρακαλώ πολύ
να μας το παραχωρήσεις για να ανεβάσουμε ένα θεατρικό».
«Ένα θεατρικό;»
«Ναι».
«Που το λένε;»
«Ο Απόλλωνας δεν μένει πια στον Αστερία».
«Φιου…» σφύριξε με θαυμασμό και ειρωνεία ταυτόχρονα.
«Και ποιος είναι ο συγγραφέας Μαρία;»
«Με δουλεύεις;» αποκρίθηκα εκνευρισμένη από το ύφος του. «Κοίτα, δεν
θα σε παρακαλέσω αν αυτό περιμένεις. Ούτε θα σου απαντήσω για πράγματα
που ήδη γνωρίζεις. Δε μου αρέσει το τσεκάρισμα οκ; Μια απάντηση και φεύ-
γω. Δεν είσαι υποχρεωμένος να μας το δώσεις. Αλλά ούτε εγώ είμαι υποχρεω-
μένη να ανέχομαι τις ειρωνείες σου» φώναξα και σηκώθηκα απότομα.
«Πω πω τσαμπουκάς!» ακούστηκε πίσω μου μια φωνή που μ’ έκανε να χά-
σω τον κόσμο.
«Δαμιανέ;» ψιθύρισα και τα μάτια μου χαμογέλασαν.
«Καλώς την» μου χαμογέλασε και χιλιάδες πουλιά συνόδεψαν μελωδικά
τη φωνή του.
«Γλυκειά μου ο Κρίτος σε πειράζει. Σου το χρωστάει άλλωστε. Το θέατρο
θα το δώσει. Το έχω ήδη ζητήσει εγώ. Ήμουν παραπάνω από σίγουρος ότι δεν
θα σας άφηναν ν’ ανεβάσετε ένα τέτοιο έργο. Δεν είναι “των συμφερόντων
τους" όπως λένε στη γλώσσα τους. Για εκείνο όμως που δεν ήμουν σίγουρος
ήταν, ότι θα επιμένατε και δεν θα κάνατε πίσω. Δεν ξέρω ειλικρινά αν χαίρο-
μαι ή λυπάμαι γι αυτό».
«Γιατί να λυπάσαι;»
«Γιατί καρδιά μου κάποιοι θα πέσουν να σας φάνε. Θέλει μεγάλη προσο-
χή».
Καρδιά μου… Πόσο γλυκά χάιδεψε η λέξη τις αισθήσεις μου. ΄Ένοιωσα
το στομάχι μου να δένεται κόμπος και τα πόδια μου να μην πατούν στη γη.
«Το γνωρίζω ήδη» απάντησα με ήρεμη φωνή και τους περιέγραψα το
συμβάν με την επίθεση στο μύλο.
Είδα το πρόσωπο του Δαμιανού να σκοτεινιάζει. «Άρχισαν» είπε και κοί-
ταξε τον Κρίτο. Εκείνος κούνησε με περίσκεψη το κεφάλι του.
«Μαρία φοβάμαι για σας» είπε και μου έπιασε το χέρι. «Αν σου ζητήσω να
αναβάλετε για λίγο την παράσταση; Μέχρι να ξεχαστεί το θέμα;»
«Αποκλείεται» τον έκοψα μιλώντας απόλυτα.«Τα παιδιά δουλεύουν σκλη-
ρά και με μεράκι γι αυτό. Η Μελίνα τάχει δώσει όλα. Τώρα που είναι κόσμος
στο νησί θα γίνει η παράσταση. Δεν θα κάνουμε πίσω ούτε ένα βήμα, και σε
παρακαλώ πολύ πάψε να με πιέζεις».
Ο Κρίτος έφερε δροσερά φρούτα και τσίπουρο. Στη συνέχεια έφτιαξε φα-
γητό και φάγαμε όλοι μαζί. Του μίλησα για το θεατρικό, για τη Μελίνα, την
απόφαση μας να μείνουμε μόνιμα στην Αντίπαρο και λίγα πράγματα για τη
Ρώμη. Μου υποσχέθηκαν πως θα μας βοηθούσαν με την προϋπόθεση κανένας
να μην μάθαινε ότι τους γνώριζα. Αυτό ήταν για τη δική μας ασφάλεια όπως
μου εξήγησαν. Θα ερχόμουν σε επαφή με τον Κρίτο για ο,τιδήποτε χρειαζό-
μουν δίνοντάς μου μάλιστα το κινητό του για να επικοινωνούμε, μια και ο Δα-
μιανός ήταν εναντίον της τεχνολογίας. Δυο τρεις φορές έφτασα στο σημείο να
τους αποκαλύψω ότι δεν ήμουν ή Μαρία. Δεν ήθελα να λέω άλλα ψέματα. Κά-
τι όμως μέσα μου με σταματούσε. Δεν ήταν άλλωστε και τόσο σπουδαίο, ένα
ασήμαντο μικρό ψεματάκι ήταν που δεν είχε εν τέλει και καμιά ουσία.
Όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει σηκώθηκα.
«Πρέπει να φύγω» είπα κι αναστέναξα. «Ευχαριστώ για όλα. Είσαστε υ-
πέροχοι. Μακάρι να μπορούσα να έμενα κι άλλο. Η Μελίνα όμως θα ανησυχεί.
Δεν θέλω να είναι μόνη στο μύλο».
«Θα σε βγάλω μέχρι τη δημοσιά» προσφέρθηκε αμέσως ο Δαμιανός.
«Θα το εκτιμούσα πολύ. Δεν ξέρω που ακριβώς βρίσκομαι» χαμογέλασα
ψάχνοντας με αμηχανία μέσα στην τσάντα μου για τα κλειδιά του αυτοκινή-

του. Αγκάλιασα σφιχτά τον Κρίτο και τον φίλησα ευχαριστώντας τον για μια
ακόμα φορά.
«Να προσέχεις» μου είπε και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
«Κι εσύ» αποκρίθηκα και έβαλα το κλειδί στη μηχανή.
Πήραμε αμίλητοι το δρόμο προς τη δημοσιά. Με την άκρη του ματιού μου
παρακολουθούσα τις αμήχανες κινήσεις του Δαμιανού που προσπαθούσε να
στρίψει τσιγάρο. Τα λόγια που ανταλλάξαμε ήταν ελάχιστα. Ένοιωσα ένα κό-
μπο να μου σφίγγει το λαιμό πνίγοντας τη φωνή μου.
«Εδώ πρέπει να σε αφήσω Μαρία. Δεν πρέπει να με δει κανείς μαζί σου»
μου είπε κάποια στιγμή. «Θαρρώ πως από εδώ και κάτω ξέρεις το δρόμο».
Του έγνεψα ναι, και σταμάτησα στην άκρη του χωματόδρομου.
Έπιασε το χέρι μου, το έφερε στα χείλη του και κοιτώντας με στα μάτια το
φίλησε τρυφερά.
«Καλό βράδυ» ψιθύρισα νοιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
Με κοίταξε στα μάτια χωρίς να μιλάει, και με το χέρι του άνοιξε μηχανικά
την πόρτα. Είχε σχεδόν βγει από το αυτοκίνητο όταν γύρισε απότομα πίσω,
έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου, και τα χείλη μας ενώθηκαν μέσα
σε μια ουράνια μελωδία ενορχηστρωμένη από αγγέλους, νεράϊδες, κι εξώκο-
σμα πουλιά.
Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι, έχασα εντελώς την αίσθηση του χρόνου,
ξέρω μόνο πως έμεινα ώρα με το βλέμμα μετέωρο, ν’ ακολουθεί τη σκοτεινή
του φιγούρα που χανόταν στην ανηφοριά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου